Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Περὶ ἱερωσύνης

 



Ὅταν λειτουργᾶς, νὰ 'χεις ὑπόψη σου ὅτι εἶσαι μεσίτης. Παραλαμβάνεις ἀπὸ τὸν κόσμο πόνο, δάκρυα, ἀσθένειες, παρακλήσεις καὶ τ' ἀναφέρεις ἐπάνω εἰς τὸ θρόνο τῆς θεότητος. Καὶ μεταφέρεις κατόπιν στὸν κόσμο παρηγοριά, θεραπεία, ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη ὁ καθένας. Μεγάλο ἀξίωμα σ' ἔχει ἀξιώσει, παιδί μου, ὁ Θεός. Νὰ τὸ καλλιεργήσεις. Τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι στὸ στόμα τοῦ ἱερέως. 

Μεγάλη δύναμη ἔχει τὸ πετραχήλι. Τὸ πετραχήλι εἶναι ὁ διαλλάκτης τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου μὲ τὸν Πατέρα, μὲ τὸν Δημιουργό του. Γι' αὐτὸ ὅσο μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νὰ μνημονεύεις. Ὅσο μπορεῖς περισσότερα. 

Στὸν καιρὸ τῆς Τουρκοκρατίας γύριζαν πολλοὶ παπάδες, ἄλλα ἕνας παπὰς γύριζε καὶ μάζευε ὀνόματα καὶ τὰ μνημόνευε στὴ Λειτουργία. Καὶ εἶπε ὁ καϊμακάκης, ὁ Τοῦρκος ἀστυνομικός: «Βρέ, αὐτὸς ἐγείρει τὸν κόσμο σὲ ἐπανάσταση». Τὸν πιάνει καὶ τὸν βάζει μέσα. Καὶ στὸν ὕπνο του φανερώνονται ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μνημόνευε καὶ λένε: «Ἄκουσε, ἢ βγάζεις τὸν παπὰ ἔξω, διότι αὐτὸς μᾶς μνημονεύει καὶ μᾶς παρηγορεῖ, ἢ θὰ σοῦ πάρουμε τὸ πρῶτο παιδί». Κι ὁ Τοῦρκος φοβήθηκε. Ἐπὶ Τουρκοκρατίας. «Ἄντε, παπά, πᾶνε στὸ καλό», λέει, «πᾶνε, ἐγὼ θὰ χάσω τὸ παιδί μου;» 

Μεγάλη δύναμη ἔχει τὸ πετραχήλι, παιδί μου, μεγάλη δύναμη. Ὅσο μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νὰ μνημονεύεις. 

Ναί, ἐμένα παλιά μοῦ 'δωσε ὁ π, Ἀρσένιος, ὁ παραδερφὸς τοῦ γερὸ-Ἰωσήφ, κάτι ὀνόματα ἀπ' ὅταν ἦταν μετανάστης ἀπ' τὴ Ρωσία καὶ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα. Κι ἐγὼ τὰ μνημόνευα. Κι ἔπειτα μοῦ λέει: «Ξέρεις, Γέροντα, τί εἶδα; Εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι αὐτὰ τὰ ὀνόματα πού σοῦ 'δωσα, πῆγα στὸ ἕνα σπίτι. Λέω, πῶς τὰ περνᾶς ἐδῶ; Ε, λέει, λιγάκι, καλά, ἀλλὰ ἔρχεται ὁ πάπα-Ἐφραὶμ καὶ μᾶς παρηγορεῖ». Εἶναι ποὺ τοῦ μνημόνευα τὰ ὀνόματα. Ναί. Ἔπειτα ὁ ἄλλος: «Ἐσὺ πῶς τὰ περνᾶς;» «Ναί, ἔτσι κι ἔτσι, ἀλλὰ πέφτει λιγάκι βροχὴ καὶ κρυώνω, ἀλλὰ ἔρχεται ὁ πάπα-Ἐφραίμ, λέει, καὶ μᾶς παρηγορεῖ». Λέω: «Εἶναι, ἀδερφέ μου, τὰ ὀνόματα ποὺ μνημονεύω». 

Ὁ πάπα-Πλανᾶς γιατί ἁγίασε; Ἐμνημόνευε ὁλόκληρα χαρτιά, ἐμνημόνευε. Κι ἐγὼ θυμήθηκα κάτι ὀνόματα καὶ τὰ τοιχοκόλλησα στὴν Προσκομιδή. Ἐκεῖ ἐκ τοῦ προχείρου. Καὶ στὸν ὕπνο μου βλέπω, λοιπόν, ὅτι ἦρθαν κάτι γέροι παλαιοί, μὲ παλαιϊκὰ ροῦχα, ὅπως ἄκουγα ἐγὼ ἀπὸ τὴν μητέρα τοῦ πατέρα μου. Λένε: «Ἐσύ, παιδί μου, μᾶς ἔγραψες, ἀλλὰ ὁ Γέροντας, παιδί μου, δὲν μᾶς μνημονεύει». 

-Ἔλα, λέω τοῦ Γέροντα, γιατί δὲν τὰ μνημονεύεις; 

-Δὲν τὰ ἔβλεπα καθαρά, λέει. 

-Γέροντα, αὐτὸ κι αὐτὸ εἶδα: ὅτι ὁ Γέροντας δὲν μᾶς μνημονεύει, λέει. 

Κι ἀπὸ τότες ἔλαβα προθυμία νὰ μνημονεύω ὅσα ὀνόματα περισσότερα. Ὅσα ὀνόματα περισσότερα, περισσότερο μισθὸ λαμβάνεις. Ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη: νὰ ἑνώσεις τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη. Καὶ μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις. Ὅσα, παιδί μου, περισσότερα ὀνόματα μνημονεύεις, τόσο περισσότερο μισθὸ λαμβάνεις. Ναί. 




Ἕνας ἱερομόναχος: Καὶ γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ εἴπατε; Πῶς μπορεῖ κανείς, ἔτσι, νὰ 'χει δάκρυα στὴν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας; 

Γέροντας: Νὰ σοῦ πῶ, ἐγὼ τώρα ἔχω κάναν χρόνο ποὺ σταμάτησα, διότι δὲν βλέπω, ἀλλὰ ὅλην τὴν ἡμέρα προπαρασκευαζόμουνα γιὰ τὴ Θ.Λειτουργία. Νὰ μὴν περιορισθεῖς, παιδί μου, στὶς εὐχὲς τῆς Μεταλήψεως. Διότι τὴ Μετάληψη τὴ διαβάζει καὶ ὁ λαϊκός, κι ὁ παπάς, κι ὁ δεσπότης, κι ὁ πατριάρχης. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι ἕνα. Ὁ κόσμος τὰ παραλαμβάνει ἕτοιμα τὰ Δῶρα. Ἐνῶ ὁ παπὰς εἶναι χασάπης. Θυσιάζει τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν μεταδίδει κατόπιν στὸ πλήρωμα τοῦ λαοῦ. Ἔχει μεγάλη διαφορά, δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Γι' αὐτό, παιδί μου, ἂν θέλεις νὰ 'χεις κατάσταση, μὴν περιορίζεσαι στὶς εὐχὲς τῆς Μεταλήψεως. Γιατί ἐσὺ εἶσαι χασάπης. Σφάζεις καὶ θυσιάζεις. Ἐνῶ ὁ ἄλλος τὸν παίρνει ἕτοιμο τὸν ἅγιο Ἄρτο. Γι' αὐτὸ ὅλη τὴν ἡμέρα νὰ παρακαλᾶς τὴν Παναγία, ποὺ ἔχεις κοντά: «Παναγία μου, ἀξίωσε μὲ νὰ δῶ τί θυσιάζω, τί ὑπούργημα μοῦ 'δωσε ὁ Θεός. Νὰ τὸ αἰσθανθῶ». Καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσει ἡ Παναγία. Ναί. Ἅμα λειτούργησες καὶ δὲν δάκρυσες, εἶσαι λιγάκι... ὑπὸ μέμψιν, εἶσαι ὑπὸ κατάκρισιν. 

Ἱερομόναχος: Στενοχωριέμαι κι ἐγώ. 

Γέροντας: Ναί. Ἅμα, ὅμως, κλάψεις στὴ Λειτουργία, θὰ καταλάβεις ὅτι λειτούργησες, ὅτι ἔφαγες κρέας πνευματικό, νὰ ποῦμε. Ἄν, ὅμως, δὲν ἔκλαψες εἴτε στὴν προσευχή σου, εἴτε στὴ Λειτουργία, εἶναι σὰν νὰ ἔφαγες νερόβραστο. Ἄν, ὅμως, κλάψεις, θὰ καταλάβεις ὅτι ἔφαγες πνευματικὸ κρέας. 




Ἱερομόναχος: Γέροντα, κανεὶς προσπαθεῖ νὰ προετοιμάζεται ὅσο μπορεῖ, ὅμως βλέπει ὅτι ὁ ἐχθρὸς δὲν κάθεται, δηλαδὴ φέρνει λογισμοὺς πολλὲς φορὲς αἰσχρούς, βλασφήμους, ρυπαρούς, Τότε τί κάνει, ἂς ποῦμε, τί πρέπει, πῶς νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσει; 

Γέροντας: Ἄκουσε νὰ δεῖς, ἄνθρωποι εἴμεθα. Ε, ἄνθρωποι εἴμεθα, δὲν εἴμεθα ἄγγελοι. Φέρνει καὶ λογισμοὺς αἰσχρούς, φέρνει καὶ λογισμοὺς ὑπερηφανείας, φέρνει καὶ λογισμοὺς κατακρίσεως, ὅλα. Ἐμεῖς θ' ἀγωνιζόμαστε. 




Ἄλλη φορὰ ἦρθε κάποιος ἐδῶ πέρα καὶ μὲ τὴν ὁμιλία προβήκαμε σὲ κατάκριση. Ἔπειτα πάω νὰ λειτουργήσω καὶ δὲν μπορῶ νὰ πῶ τὶς εὐχές. Βρέ, τί ἔκανα; λέω. Μπρός! Ἦρθε ὁ τάδε γείτονας καὶ κατακρίναμε κάτι δεσποτάδες καὶ τὸ αὐτό. Ἀπάνω στὴ Λειτουργία, λειτουργώντας, λέω: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με, Θεέ μου. Ἔσφαλα, Θεέ μου. Γιὰ ποιὸν εἶναι τὸ "ἔσφαλα", Θεέ μου; Ὑπάρχει καὶ γιὰ μένα συγχωρητικὴ εὐχή», λέω. «Ε, καλά, Θεέ μου, εὐλόγησον». Καὶ στὸ τέλος εἰρήνευσα καὶ λέω: «Ἅμα θέλεις ἄλλη φορά, κατάκρινε!» 

Μεγάλο πράγμα εἶναι, μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ κατάκρισις. Ε, ὡς ἄνθρωποι θὰ σφάλλουμε, παιδί μου. Ἀλλὰ τί; Καὶ ἡ ἐξομολόγησις εἶναι μυστήριο, παιδί μου. 




Ἐγὼ μόνο τὸ Γυμνάσιο ἔβγαλα, δὲν πῆγα παραπάνω. Κι ἔγραψα ὅλους τοὺς συμμαθητάς μου, ὅλους τους καθηγητάς μου, τοὺς δασκάλους ἀπὸ τὴν πρώτη Δημοτικοῦ μέχρι τὴν τελευταία τάξη τοῦ Γυμνασίου. Καὶ ὅταν τὰ μνημονεύω, πόση χαρὰ λαμβάνω! Ξέρεις πόση χαρὰ λαμβάνω; Διότι μνημονεύω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ ἔκαναν ἄνθρωπο καλό. Τώρα, ἐπειδὴ ἔχω ἕνα χρόνο ποὺ δὲν πάω στὴ Λειτουργία, γιατί δὲν ἀκούω, καὶ θέλω νὰ μνημονεύσω πάλι ἐκεῖνα τὰ ὀνόματα, καὶ λίγο-λίγο πάλι τὰ θυμᾶμαι, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ὠφελοῦνται. Γι' αὐτό, παιδάκι μου, θέλεις νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή σου δωρεάν; Ὅσα μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νὰ μνημονεύεις. 




Μεγάλη παρρησία ἔχει τὸ πετραχήλι, μεγάλη παρρησία. Γι' αὐτὸ, παιδάκι μου, θὲς ν' ἀποκτήσεις κατάσταση; Ἅμα λειτουργήσεις καὶ δὲν κλάψεις, κάπου ἔπταισες, κάπου ἔκανες λάθος. Ἐγὼ ὅλη τὴν ἡμέρα προπαρασκεύαζα τὸν ἑαυτό μου γιὰ τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας. Κι ὅταν ἔμπαινα στὴ Λειτουργία, δὲν μποροῦσα νὰ σταματήσω τὰ δάκρυα. Ναί! Πολλὲς φορὲς δηλαδὴ εἶδα καὶ ἀπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα σῶμα νεκρό, νὰ ποῦμε, σὰν σὲ ἔκσταση, σῶμα νεκρό. 




Ἱερομόναχος: Ἐγώ, Γέροντα, ἤμουνα εἴκοσι χρόνια ἁπλὸς μοναχός. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅταν ἔγινα παπάς, μετὰ δυσκολεύτηκα, δὲν μποροῦσα νὰ συνηθίσω ὅτι ἤμουνα ἱερεύς. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μέρα ποὺ ἔγινα παπὰς μὲ πολέμησε ὁ διάβολος μὲ λογισμούς, μὲ ἀγωνία, μὲ φόβο, μὲ αὐτά, μὲ πάλεψε πολὺ μὲ αὐτά. 

Γέροντας: Ε, τὴ δουλειὰ τοῦ κάνει αὐτός. Τὴ δουλειά του, ἀλλὰ κι ἐμεῖς θὰ κάνουμε τὴ δουλειά μας. Ἐκεῖ εἰς τὴν Παναγία, νὰ παρακαλᾶς τὴν Παναγία, παιδί μου, διότι ὅλοι οἱ Ἅγιοι παρακάλεσαν τὴν Παναγία. Δὲν δίνεται ἕνα χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ εἰς τὸν ἄνθρωπο, εἰ μὴ διὰ μέσου τῆς Παναγίας. Ἡ Παναγία μοιράζει τὰ χαρίσματα στὸν κόσμο, ἡ Παναγία τὰ μοιράζει. 

Ἱερομόναχος: Κι ἔτσι ἐθαύμασα. Λέω, πὼς ὁ διάβολος οὔτε τὴ Θ. Λειτουργία δὲν φοβᾶται, μὲ τοὺς λογισμούς του, μὲ αἰσχρά, μὲ τὸ ἕνα, μὲ τὸ ἄλλο. 

Γέροντας: Δὲν λείπουν, παιδί μου, αὐτὰ τὰ πράγματα. Δὲν λείπουν. 

Ἱερομόναχος: Περιφρόνηση χρειάζεται... 

Γέροντας: Περιφρόνηση. Ἔ, τὴ δουλειὰ του κάνει αὐτός, παιδί μου, τὴ δουλειὰ του κάνει. Ἀλλὰ ἐμεῖς τὴ δουλειά μας, τὴ δουλειά μας.
 

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ - Anthony Bloom




Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Θὰ ἤθελα νὰ ἀρχίσω μ’ ἕνα μικρὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης, κεφάλαια 21 καὶ 22: «Καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῶ ἀνδρὶ αὐτῆς. καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ’ αὐτῶν καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ΄ αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ’αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ, οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. Καὶ λέγει μοι· γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοὶ εἰσι. Καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. ἐγὼ τῷ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν. Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα· ναὶ ἔρχομαι ταχύ. ἀμήν, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετά πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν».

Αὐτὴ εἶναι σπουδαία προσδοκία, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο προσδοκία. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει, ἦλθε μέ δύναμη. Ἦλθε σὲ μέρη πολλά, σὲ πολλές καρδιὲς, σὲ πολλές οἰκογένειες, μ’ ἔναν σχεδὸν ἀνεπαίσθητο τρόπο, μυστικὰ ὅπως ἔρχεται ὁ κλέφτης στὰ μέσα τῆς νύχτας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔφτασε μὲ δύναμη, βρίσκεται στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἀφοῦ ἀποκατέστησε ξανὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μέσα ἀπὸ μιὰ νέα διάσταση ἀγάπης, τὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐντὸς μας καὶ ἀνάμεσα μας. Τὰ πάντα βρίσκουν τὸ δρόμο τους στὶς καρδιὲς, στὸ νοῦ, στὴ ζωή, στὴ θέληση μας, κατακτώντας τὰ πάντα μέσα μας. Ἔτσι ὁ σαρκωμένος Θεὸς ἐργάζεται. Kατακτᾶ, καὶ θὰ κατακτᾶ.

Ἀλλὰ ἄν εἴμαστε λαός Του, ἄν εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, καλούμαστε ὄχι μόνο δεκτικοὶ τῆς χάριτος, ὄχι μόνο νὰ μᾶς κατακτήσει, ἀλλὰ ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ εἴμαστε οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέλεξε, γιὰ νὰ ὑπηρετήσουμε τὸ σκοπό Του. Εἴμαστε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ μπορεῖ Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἐμπιστευτεῖ, ἐπειδὴ Τὸν γνωρίζουμε, ἐπειδὴ Τὸν λατρεύουμε μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη, καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ «Πήγαινετε»· «θυσιαστεῖτε» καὶ νὰ πεθάνουμε· «Ζῆστε» καὶ νὰ ζήσουμε.

Καὶ στὴν καρδιὰ αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς μας, ὑπάρχουν λόγια ποὺ ἀκούσαμε δυό φορές στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας σὲ δύο ἀκολουθίες: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Καὶ ὅταν αὐτὸ γίνεται στὸ πλαίσιο τῶν ἱερῶν μας Λειτουργιῶν, μέσα στὸ κομμάτιασμα τῆς ἱστορικῆς Χριστιανοσύνης, μὲ ὀδύνη συνειδητοποιοῦμε τὸν χωρισμὸ, ἐνῶ γνωρίζαμε τὴν συγγένεια μας. Ὑπάρχει ἕνα σημεῖο ὅπου μὲ αὐτοὺς τοὺς ἀληθινοὺς λόγους, «Ποιεῖτε τοῦτο εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν», μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἀκόμα πιὸ κοντὰ ἀπ΄ ὅσο φανταζόμαστε, ἀκόμα κι ἄν δὲν μποροῦμε νὰ κόψουμε τὸν ἄρτο, οὔτε νὰ μοιραστοῦμε τὸ ἴδιο ποτήριο; Tολμῶ νὰ πῶ πὼς εἴμαστε πολὺ πιὸ κοντὰ.

Ὅταν λέμε αὐτὰ τὰ λόγια τὴν ὥρα τῆς κλάσης τοῦ ἄρτου, σκεφτόμαστε μὲ ὅρους λειτουργικοὺς· ξεχνᾶμε ὅτι στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο αὐτὰ τὰ λόγια καὶ αὐτὴ ἡ κίνηση ἀντιπροσώπευε κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ πράξη ἀδελφοσύνης, κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕναν τύπο. Ὁ τεμαχισμένος ἄρτος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Τὸ κοινὸ ποτήριο ἦταν εἰκόνα τοῦ αἵματός Του ποὺ χύθηκε γιὰ νὰ ἔχει ὁ κόσμος ζωή. Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμαΤου, ἀντιπροσωπεύουν τὴ θεϊκὴ ἀγάπη ποὺ πῆρε σάρκα μὲ σκοπὸ νὰ μετέχει στὴν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη τέλειας καὶ σταυρωμένης ἀδελφοσύνης γιὰ νὰ σωθεῖ ἴσως ἡ ἀνθρωπότητα. Κι αὐτὸ ἀφορᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ξεκινώντας ἀπὸ τοὺς πιστοὺς, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. 

Πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς λειτουργικῆς πράξης, ὑπάρχει τὸ ὑπαρξιακό στοιχεῖο, ὅλα ὅσα ἀντιπροσωπεύει ἡ κλάση τοῦ ἅρτου καὶ ἡ συμμετοχή στὸ κοινὸ ποτήριο. Καὶ ἀντιπροσωπεύει τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσάρκωσης, ὅπου ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν πραγματικότητα μὲ ὅλον τὸν κόσμο, παίρνοντας στοὺς ὥμους Του τὸ πεπρωμένο τῆς ἀνθρωπότητας, ταυτίζοντας τὸν ἑαυτό Του ὄχι μόνο μὲ τὸ δημιούργημα Του, ἀλλὰ μὲ τὸ ἐκπεσμένο πλάσμα Του καὶ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες καταστάσεις, ὄχι μόνο σὲ σχέση μὲ τὴ ζωή, μὲσα ἀπὸ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν διακονία, ὄχι σέ σχέση μὲ τὸ φυσικό θανάτο, ἀλλὰ μέχρι τοῦ σημείου νὰ μοιραστεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τὴ μόνη βασική τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας: τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ - «Θεέ μου, Θεὲ μου, γιατὶ μ’ ἐγκατέλειψες;» - αὐτὴ ἡ ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ ποὺ σκοτώνει καὶ ποὺ σκοτώνεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπινή Του φύση. Ἀντιπροσωπεύει αὐτὴν τὴν ἀλληλεγγύη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς ποὺ ἐκφράζεται στὴν ἀγωνία στὸν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆ, ὅπου ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο - ἕναν θάνατο ποὺ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μ’ Ἐκεῖνον. Ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ἦταν ἡ ζωή, ὁ θάνατος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει δύναμη ἐπάνω Του, ἐπειδὴ λέει ὅτι ὁ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲν θὰ βρεῖ τίποτα σ’ Ἐκεῖνον ποὺ νὰ τοῦ ἀνῆκει. Ὁ θάνατος ποὺ ἦταν δῶρο στὴν ζωή Του, ποὺ τὸν ἀποδέκτηκε καὶ τὸν μοιράστηκε, Ἐκεῖνος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πεθάνει. Ἀντιπροσωπεύει τὴ Σταύρωση, τὴ φυσικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀθάνατου ποὺ μοιράζεται τὸν θάνατο τοῦ πλάσματος Του, Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀδελφοσύνης, χάνοντας τὴν ἔννοια τῆς ἑνότητάς Του μὲ τὸν Πατέρα καὶ πεθαίνοντας χάριν τῆς ἑνότητας. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ κλάση τοῦ ἄρτου καὶ ἡ μετοχή στὸ κοινὸ ποτήριο.

Αὐτὸ πράγματι μποροῦμε νὰ κάνουμε εἰς ἀνάμνησίν Του, δίχως κανένα κομμάτιασμα στὸ ἱστορικὸ Χριστιανικὸ σῶμα. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ κάνουμε· μποροῦμε νὰ πάρουμε τὴν εὐθύνη αὐτοῦ τοῦ τραγικοῦ κόσμου καὶ νὰ σηκώσουμε στοὺς ὥμους μας σταυρικὰ τὶς ἁμαρτίες του. Μποροῦμε νὰ ταυτιστοῦμε μὲ τὸν θάνατο αὐτοῦ ποὺ πεθαίνει καὶ τὴν ὀδύνη τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου, ὅπως ὁ Χριστὸς στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἀντιμέτωπος μ’ ἕναν θάνατο ξένο πρὸς Αὐτὸν, μὲ μιὰ πράξη συμπόνοιας, μὲ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τῆς λέξης, τῆς ἑνότητας ποὺ φτάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ ταυτιστεῖ καὶ νὰ μπεῖ στὴ θέση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μποροῦμε ν΄ ἀντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα τὴ ζωή καὶ τὸ θάνατο – νὰ πεθάνουμε φυσικὰ, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ πεθάνουμε χάριν τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς ἀπάρνησης τῶν δικαιωμάτων μας χάριν τοῦ ἄλλου. 

Καὶ ἀκοῦμε τὸν λόγο ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ἐμᾶς: «Ποιεῖτε τοῦτο εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Ἀκόμα κι ἄν λειτουργικὰ δὲν μποροῦμε νὰ μοιραστοῦμε τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο, μποροῦμε νὰ μοιραστοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσωπεύει καὶ νὰ εἴμαστε ἄρρηκτα δεμένοι στὸ μυστήριο τῆς πίστης. Τὸ Ἀρνίο τοῦ Θεοῦ μερίζεται καὶ μοιράζεται, ἄν καὶ πάντα μερίζεται, δὲν διαιρεῖται, ἀκοῦμε στὴν ὀρθόδοξη λειτουργία. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ἐπιτύχουμε πέρα ἀπὸ κάθε χωρισμό, μέσα ἀπὸ μιὰν τέτοια ἕνωση μὲ τὸν Χριστό σ’ ἕνα σῶμα ποὺ θυσιάζεται, στὸ αἷμα ποὺ χύνεται γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. 

Πόσο ὑπέροχο νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε αὐτό! Καὶ εἶναι πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ μιὰ λειτουργικὴ πράξη, διότι τὸ ἔργο τοῦ ἱερέα ἀποκτᾶ νόημα μέσα ἀπὸ τὴν προσφορὰ του καὶ ἡ παγκόσμια ἱερωσύνη σημαίνει προσφορὰ σὲ ψυχὴ καὶ σῶμα πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε - νὰ γίνουμε πράξη ποὺ νὰ συγκρίνεται καὶ ν’ ἀναγνωρίζεται μὲ τὴν πράξη τῆς θεϊκῆς ζωῆς, τῆς θεϊκῆς θυσίας. Θυσία σημαίνει χύνω τὸ αἷμα μου καὶ ἀνήκω ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεό, σημαίνει νὰ μοιραζόμαστε τὴ ζωή Του ἐπειδὴ θὰ ἔχουμε μοιραστεῖ τὸν θάνατό Του στὴν καρδιὰ καὶ τὸ σῶμα μας.

Ἔτσι ἄς θρηνήσουμε γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑνότητά μας δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ πλήρως, ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε ἀκόμα ὥριμοι ν’ ἀγαπήσουμε, δὲν εἴμαστε ὥριμοι νὰ καταλάβουμε. Ἀλλὰ ἄς χαροῦμε καὶ ἄς εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ χωριστοῦμε εἴτε ἀπὸ Αὐτὸν, εἴτε ἀπὸ κανέναν ἄλλον στὸ μυστήριο ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἅγια τραγικὲς καὶ νικηφόρες νικητήριες λέξεις, «Ποιεῖτε τοῦτο, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν».

Ἄς προσευχηθοῦμε. Χριστέ, ποὺ ἕνωσες τοὺς Ἀποστόλους σὲ δεσμὰ ἀγάπης, μᾶς ἕνωσες κι ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ πιστούς δούλους Σου, καὶ μᾶς ἕνωσες γιὰ πάντα μ’ Ἐσένα καὶ τὸν ἕνα μὲ τὸν ἄλλο. Δῶσε μας δύναμη καὶ ὑπομονὴ νὰ ἐκπληρώσουμε τὶς ἐντολὲς Σου καὶ ν’ ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὦ Χριστέ, Θεὲ μας, μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνας Θεὸς, ποὺ ζεῖ καὶ βασιλεύει σ’ ἕναν κόσμο δίχως τέλος. Ἀμήν.

πηγη

Πῶς νὰ φερόμαστε σὲ δύσκολα παιδιὰ


 



(Ἐπιστολὴ γραμμένη ἀπὸ τὸν γέροντα Παΐσιο σὲ μιὰ οἰκογένεια ποὺ ἦταν πολὺ πιστή, μορφωμένη κοινωνικὰ καὶ πνευματικά, καὶ βρισκόταν σὲ ἀπόγνωση λόγω τῆς συμπεριφορᾶς τῆς κόρης τους).



Ἀγαπητέ μου ἀδελφὲ «Χαῖρε ἐν Κυρίῳ.

Σχετικὰ μὲ τὸ παιδί σας πού μοῦ γράφετε, ἔχω τὴ γνώμη ὅτι μία αὐστηρὴ στάση θὰ τὸ κάνη πολὺ χειρότερα. Νὰ τοῦ λέτε τὸ καλὸ μὲ καλὸν τρόπο καὶ νὰ μὴν τὸ πιέζετε μετά, ἀλλὰ νὰ δείχνετε ὅτι στενοχωρεῖσθε γιὰ τὸν δρόμο ποὺ τραβάει (πράγμα ποὺ θὰ φαίνεται μόνο του, γιατί οὔτε ἡ χαρὰ κρύβεται οὔτε καὶ ἡ στενοχώρια). Θὰ κάνετε ἐσεῖς τὸ καθῆκον σας μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ μετὰ νὰ τὸ ἐμπιστευθῆτε στὸν Θεό. Νομίζω ὅτι περισσότερα ἀποτελέσματα θὰ φέρη, ὅταν ὁ πόνος ἀξιοποιηθῆ στὴν προσευχή, παρὰ νὰ πονᾶτε γιὰ τὶς ἀταξίες τοῦ παιδιοῦ ἐπιμένοντας, γιατί τὸ παιδὶ τώρα εἶναι ἀναστατωμένο ἀπὸ τὴν σάρκα καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ πονηροῦ, γιατί τοῦ ἔδωσε δικαιώματα.

Μπόρα εἶναι καὶ θὰ περάση. Μὴν στενοχωρεῖσθε, θὰ συνέλθη ἀργότερα. Οὔτε καὶ νὰ τὸ πάρετε κατάκαρδα, ποὺ θὰ χάση τὴν ἁγνότητά του καὶ τί θὰ γίνη μετά, γιατί οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν ἄλλο τυπικό, τὴν ἁμαρτία τὴν ἔκαναν μόδα. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήση. Κοιτάξετε ὅσο μπορεῖτε νὰ μὴν τὸ ἀποπαίρνετε, ὅπως ἀνέφερα, γιὰ νὰ μὴν κόψη τὸ σκοινὶ καὶ φύγη ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, γιατί θὰ συνέλθη μετὰ καὶ δὲν θὰ θέλη νὰ πλησίαση ἀπὸ ἐγωισμό, ὁπότε θὰ χαθῆ τελείως…

…Νὰ κάνετε ἕνα μικρὸ διάστημα ὑπομονή, νὰ παραβλέπετε τὶς ἀταξίες της, νὰ σᾶς πλησίαση λίγο περισσότερο καὶ τότε νὰ βρῆτε καμιὰ ἀφορμὴ μὲ τρόπο νὰ τὴν συμβουλέψετε… Πάντως μὴ στενοχωρεῖσθε, δὲν θὰ ἀφήση ὁ Θεός, οὔτε καὶ τὶς ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν τῆς ἐποχῆς μας (τώρα) θὰ τὶς κρίνη τὸ ἴδιο μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν τῆς δικῆς μας (τότε, παλιότερης) ἐποχῆς.

Εὔχεσθε, καὶ ἐγὼ θὰ εὔχομαι, καὶ ὁ καλὸς Θεὸς νὰ βοηθήση καὶ τὸ παιδί σας καὶ ὅλα τὰ παιδιά σας καὶ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου.

Μὲ ἀγάπη Χριστοῦ

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Σύναξις του αγίου ενδόξου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου

7 Ιανουαρίου

Από πολύ παλιά έχει καθορισθεί να εορτάζουμε κατά την επομένη ημέρα των Αγίων Θεοφανείων την Σύναξη του Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού , για το λόγο ότι αξιώθηκε να βαπτίσει τον Ιησού Χριστό. Ο Τίμιος Πρόδρομος υπήρξε ο Όρθρος που ανήγγειλε τον ερχομό της ημέρας του Κυρίου. Ο Όρθρος που προηγήθηκε της Ανατολής του Ηλίου της δικαιοσύνης. Έτσι τον ονομάζει ένας ύμνος των Θεοφανείων .
«Φωνή βοώντος εν τη ερήμω , ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου». Ομιλεί το στόμα του Ασκητού. Ο χαρισματικός άνθρωπος που αναδείχθηκε «μείζων εν γεννητοίς γυναικών». Ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος κηρύσσει προδρομικά μέσα στην έρημο το μήνυμα του Ευαγγελίου του Χριστού. Ξαναθυμίζει τα προφητικά λόγια του Ησαΐου ο Ευαγγελιστής Μάρκος, που βεβαίως αναφέρονται στον μεγάλο ερημίτη του Ιορδάνου. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος κηρύσσει, με πέντε βαρυσήμαντες λέξεις ό,τι θα διδάξει λίγο αργότερα ο Ιησούς: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών».
Λίγες σε αριθμό οι λέξεις του, αλλά βαριές σε δύναμη μαρτυρίας. Ο άγγελος της ερήμου προετοιμάζει τον ερχομό του Κυρίου και κηρύσσει συνοπτικά τις διαστάσεις του λυτρωτικού του έργου. Το προδρομικό αυτό έργο του Ιωάννου καθαγιάζεται και επικυρώνεται από τον εν Τριάδι Θεό στο γεγονός της βαπτίσεως του Κυρίου. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν αναμφίβολα μια ασκητική φυσιογνωμία. «Είχε το ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου και ζώνην δερματίνην περί την οσφύν αυτού, η δε τροφή αυτού ην ακρίδες και μέλι άγριον ». Αυτό σημαίνει πως ο Ιωάννης ήταν συγχρόνως και πρόδρομος, αλλά και υπόσχεση όλων των Αγίων Ασκητών της χριστιανικής ερήμου. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το βασικό έργο του Ιωάννου ήταν ν' αφυπνίσει τις συνειδήσεις των ακουόντων το κήρυγμά του και όχι να θωπεύσει τα αυτιά τους.
Το κήρυγμά του, κήρυγμα μετανοίας, σκόπευε στην συνειδητοποίηση και εξαγόρευση της ενοχής τους, των αμαρτιών τους. «Και εξεπορεύετο προς αυτόν πάσα η Ιουδαία χώρα και οι Ιεροσολυμίται, και εβαπτίζοντο πάντες εν τω Ιορδάνη ποταμώ υπ' αυτού εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών».
Η μαρτυρία, η φωνή του αγγέλου της ερήμου είναι η ίδια η φωνή της Εκκλησίας που βοηθά τον άνθρωπο να αναγνωρίσει στο πρόσωπο του Χριστού τον Μεσσία μέσα στην ξερή και άνυδρη έρημο του παρόντος κόσμου.
Η Εκκλησία μάς καλεί στη σημερινή εορτή να ακούσουμε την «φωνή βοώντος εν τη ερήμω ...» και να προετοιμάσουμε όλοι μας «την οδόν Κυρίου», για να εξανθίσει η έρημος που ζούμε και λέγεται σύγχρονη κοινωνία και ο καθένας μας να βιώσει το βαθύτερο και πολυδύναμο νόημά της με το « απελθείν εις ερημίαν των παθών του».
Όμως, την ημέρα αυτή εορτάζουμε και το γεγονός της μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη της τιμίας Χειρός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που έγινε κατά τον ακόλουθο τρόπο:
Όταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς μετέβη στην πόλη Σεβαστή στην οποία είχε ενταφιασθεί το τίμιο λείψανο του Προδρόμου, παρέλαβε από τον τάφο τη δεξιά χείρα του Αγίου Ιωάννου και την μετέφερε στην Αντιόχεια. Δια της δεξιάς χειρός του Προδρόμου γίνονταν στην Αντιόχεια πολλά θαύματα. Λέγεται μάλιστα ότι κατά την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού ο Επίσκοπος ανύψωνε και την τιμία Χείρα. Την ώρα της ανυψώσεως άλλοτε εκτεινόταν και άλλοτε συστελλόταν. Με την έκτασή της δήλωνε ευφορία καρπών, ενώ με την συστολή δήλωνε ανέχεια και φτώχεια. Για τον λόγο αυτό πολλοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου επιθυμούσαν να την πάρουν και, κυρίως, οι Κωνσταντίνος και Ρωμανός, οι Πορφυρογέννητοι. Έτσι, λοιπόν, κατά την περίοδο που διετέλεσαν αυτοκράτορες αυτοί οι δύο, κάποιος διάκονος της Εκκλησίας των Αντιοχέων, Ιώβ ονομαζόμενος, ένα βράδυ που κατά την παράδοση οι Χριστιανοί τελούσαν την ακολουθία του Αγιασμού, άρπαξε την αγία χείρα του Προδρόμου και την μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο φιλόχριστος αυτοκράτορας, αφού την ασπάσθηκε με πολύ σεβασμό, την τοποθέτησε στα βασιλικά ανάκτορα.
Η σύναξη των πιστών, σε ανάμνηση του γεγονότος της μετακομιδής της τιμίας Χειρός του προδρόμου στην Κωνσταντινούπολη, ετελείτο στην περιοχή του Φορακίου (ή Σφωρακίου ).
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, τ. Ιανουαρίου, σελ. 99-102.

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

«Ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω»

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἔρως Ὀρθοδοξίας» τοῦ Π.Β. Πάσχου, τῶν ἐκδόσεων «Ἀστὴρ»


Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος, προσκαλεῖ τοὺς χριστιανοὺς νὰ γιορτάσουν τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, μ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγος: «Δεῦτε ἴδετε ξένον κατακλυσμόν, πολὺ βελτίονα καὶ κρείττονα, τοῦ ἐπὶ Νῶε, θεωρούμενον· τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν ἐκεῖ τὸ ὕδωρ ἐθανάτωσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος διὰ τοῦ βαπτισθέντος τοὺς θανόντας ἐζωοποίησεν· ἐκεῖ ὁ Νῶε ἐκ ξύλων ἀσήπτων κιβωτὸν συνεπήξατο, ἐνταύθα δὲ ὁ Χριστός, ὁ νοητὸς Νῶε, ἐκ τῆς ἀφθόρου Μαρίας τὴν τοῦ σώματος Κιβωτὸν κατεσκεύασεν· ἐκεῖ περιστερά, κάρφος ἐλαίας βαστάζουσα, τὴν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ εὐωδίαν ἐμήνυσεν, ἐνταύθα δὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐν εἴδει περιστερᾶς παραγενόμενον, τὸν ἐλεήμονα ὑποδείκνυσι Κύριον». Σὰν ἕνας δεύτερος κατακλυσμός, πραγματικά, εἶναι τὰ Ἅγια Θεοφάνεια. Ἕνας κατακλυσμὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς χάριτος...
τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν πνευματικὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν εἰσαγωγή του καὶ πάλι στὸν Παράδεισο. Γι΄ αὐτὸ κι ὁ στίχος, ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας, λέγει: 

Τοὺς οὐρανοὺς Βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ σχίσαν,
Τοὺς αὐτὸ μὴ χραίνοντας ἔνδον εἰσάγει

Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, γιορτάζουμε τὴ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸν ἅγιο Πρόδρομο, στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ὅταν πέρασαν τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, διάστημα ποὺ τὸ ἐπέρασεν ὁ Ἰησοῦς τηρώντας κατὰ πάντα τὸ «νόμο», θέλησε νὰ δείξει στοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι ὁ «Θεὸς ἐν σώματι» καὶ ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γνήσιος καὶ «ὁμοούσιος τῷ Πατρί»· ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ προφῆτες, στὶς τόσο νοσταλγικὲς προφητεῖες τους, μὲ πολλὴ προσδοκία ἐκήρυχναν.

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος εἶχεν ἔρθει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἐρήμου καὶ βάπτιζε «βάπτισμα μετανοίας», κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ –ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «ἐπ᾿ ἀρχιερέως Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ Ἰωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. γ΄ 2-3). Καὶ μολονότι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἁμαρτίες, ὄντας ἀναμάρτητος, γιὰ νὰ πληρώσει καὶ σ΄ αὐτὸ τὸ «νόμο» ἦρθε νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης δειλιάζει, καὶ συλλογιζόμενος τὴν ἀναξιότητά του μπρὸς στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀναφωνεῖ: 

«Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι καὶ σὺ ἔρχη πρὸς με;» -«Πῶς ἐκτείνω χείρα καὶ ἄψωμαι κορυφῆς κρατούσης τὰ σύμπαντα; Εἰ καὶ Μαρίας ὑπάρχεις βρέφος, ἀλλ΄ οἶδά σε Θεὸν προαιώνιον· ἐπὶ γῆς βαδίζεις, ὁ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφείμ· καὶ δοῦλος, Δεσπότην βαπτίζειν οὐ μεμάθηκα»! Μὰ ὁ Χριστὸς ἀφοπλίζει τὴ λογικὴ δειλία τοῦ Βαπτιστοῦ, λέγοντας αὐτὰ τὰ λόγια: «Ἅφες ἄρτι. Οὕτω γάρ πρέπον ἡμῖν ἐστι πληρῶσαι πάσαν δικαιοσύνην». Τότε ὁ Ἰωάννης, χωρὶς νὰ φέρει πιὰ ἄλλην ἀντίσταση, ἔστερξε νὰ βαπτίσει τὸ Χριστό. Κ΄ εἶδεν εὐθὺς ὁ Ἰωάννης τὴ στιγμὴ ἐκείνη, νἀνοίγωνται οἱ οὐρανοί· νὰ κατεβαίνει «τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδη, ὡσεὶ περιστερὰ ἐπ΄ αὐτόν». Κι ἄκουσε νἂρχεται φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, ποὺ ἔλεγε: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς ἐν ὧ ηὐδόκησα»!

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἀναφέρει ἑφτὰ λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς βαπτίσθηκε: α) «βαπτίζεται δὲ ὁ Χριστός, οὐχ ὡς αὐτὸς χρήζων καθάρσεως, ἀλλὰ τὴν ἐμὴν οἰκειούμενος κάθαρσιν», β) νὰ συντρίψει τὰ κεφάλια τῶν δρακόντων πάνω στὸ νερό, γ) νὰ πνίξει τὴν ἁμαρτία κι ὅλο τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ νὰ τὸν παραχώσει μὲς στὸ νερό, δ) ν΄ ἁγιάσει τὸν Ἰωάννη Πρόδρομο, τὸν Βαπτιστή, ε) νὰ «πληρώση» τὸν νόμο, στ) ν΄ ἀποκαλύψει στοὺς ἀνθρώπους τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ζ) νὰ γίνει γιὰ μᾶς τύπος καὶ ὑπογραμμὸς καὶ στὸ βάπτισμα. Σ΄ αὐτοὺς τοὺς λόγους, ὁ νέος ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προσθέτει κ΄ ἕναν  η) ν΄ ἁγιάσει τὴν φύση τῶν ὑδάτων· «ὅθεν καὶ τὸ νερὸν ὅπου λάβῃ τινὰς ἀπὸ πηγὴν ἢ ποταμὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων, μένει ἄσηπτον».

Καὶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος μία χαρακτηριστικὴ περικοπὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ τὴ μεταφέρουμε κ΄ ἐμεῖς ἐδῶ, μεταφράζοντάς την κάπως. Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Αὐτὴ εἶναι ἡ μέρα ποὺ (ὁ Χριστὸς) βαπτίσθηκε κι ἁγίασε ὅλα τὰ νερά. Γι΄ αὐτό, λοιπόν, καὶ στὴ γιορτὴ αὐτή, κατὰ τὸ μεσονύχτι (ἐπειδὴ κατὰ τὴν Παράδοση, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε μέρα Τρίτη, «ὥρᾳ δεκάτῃ τῆς νυκτός»), ἔρχονται ὅλοι (οἱ χριστιανοὶ) καὶ παίρνουνε νερὸ γιὰ τὰ σπίτια τους· ὅπου τὸ νερὸ αὐτό, γιὰ τὸν λόγον ὅτι ἁγιάστηκαν ὅλα τὰ νερὰ σήμερα, τὸ φυλάγουν ὅλο τὸ χρόνο. 

Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ γίνεται φανερό, ἀπ΄ τὸ ὅτι τὰ νερὰ ποὺ παίρνουμε (τὰ Φῶτα) δὲν ἀλλοιώνονται καὶ δὲν μυρίζουν, ὅσος καιρὸς κι ἂν περάσει· ἀλλὰ βαστοῦνε ἕνα χρόνο· ὁλάκερο, πολλὲς φορὲς καὶ δυὸ καὶ τρία χρόνια· καί, ὕστερ΄ ἀπὸ τόσα χρόνια, αὐτὸ τὸ νερὸ συναγωνίζεται σὲ φρεσκάδα καὶ σὲ καθαρότητα κ΄ ἐκεῖνα τὰ νερὰ ποὺ μόλις τώρα τὰ πῆραν ἀπὸ τὸ πηγάδι». Αὐτὸ εἶναι ἕνα θαῦμα ποὺ τὸ βλέπει κανεὶς κάθε χρόνο νὰ γίνεται, ἀκόμη καὶ στὶς ἁμαρτωλὲς ἡμέρες μας –ἰδίως στὰ χωριά μας, ποὺ μὲ θερμὴ πίστη κ΄ εὐλάβεια, αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο νερό, τὸ βάζουν δίπλα ἀπὸ τὰ εἰκονίσματα, στὸν ἱερώτερο τόπο κάθε σπιτιοῦ.

Ὁ Χριστὸς ἔλαβε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Κι αὐτὸ θὰ πεῖ, πὼς δὲν ἔλαβε οὔτε τὸ ἰουδαϊκὸ βάπτισμα ποὺ ἀφοροῦσε τὴν καθαρότητα σώματος καὶ ἐνδυμάτων, ἀλλὰ οὔτε τὸ δικό μας, μὲ τὴν τριπλῆ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου εἶχε μία κατάδυση καὶ μία ἀνάδυση τοῦ βαπτιζομένου. Καὶ λέγονταν βάπτισμα «μετανοίας», γιατί ὁ Ἰωάννης, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐρχότανε νὰ βαπτισθοῦνε σ΄ αὐτόν, τοὺς βαστοῦσε μέσα στὸν Ἰορδάνη, ὥσπου νὰ ἐξομολογηθοῦνε ὅλες τὶς ἁμαρτίες τους, κ΄ ὕστερα τούς ἔβγαζε ἔξω. Ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε ἐξουσία νὰ παρέχει ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων. Τοὺς δίδασκε καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ μετάνοια, ποὺ εἶχε ἐπιστέγασμά της τὸ βάπτισμα: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καὶ «ποιήσατε καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας». 

Ὅμως, καθὼς μᾶς ἀναφέρουν οἱ Εὐαγγελισταὶ Ματθαῖος καὶ Μάρκος, ὁ Χριστὸς τὴν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του «ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος». Γιατί; Ἰδοὺ ἡ ἀπάντηση, ποὺ δίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὅτι, οἱ μὲν ἄλλοι ἄνθρωποι, βαπτιζόμενοι, ἐπειδὴ ἦτον ἁμαρτωλοί, ἐστέκοντο μέσα εἰς τὸ νερὸν βουτημένοι, ἕως ὁπού ἤθελαν ὁμολογήσουν ὄλας τὰς ἁμαρτίας των, καὶ τότε ἔβγαινον ἀπὸ τὸ νερόν. Ὅθεν, ἐπέρνα ἀναμεταξὺ διάστημα καιροῦ. Ὁ δὲ Κύριος, ἐπειδὴ ἦτον ἀναμάρτητος, καὶ ἁμαρτίας δὲν εἶχε νὰ ἐξομολογηθῇ, διὰ τοῦτο, εὐθὺς ὁπού ἐμβῆκεν εἰς τὸ νερόν, εὐθὺς καὶ ἐβγῆκεν ἔξω». Κ΄ ἔτσι ὁ Χριστὸς ἔκαμε τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου σὰν εἶδος γέφυρας, ποὺ μᾶς πέρασε ἀπ΄ τὸ ἰουδαϊκὸ-σωματικό, στὸ χριστιανικὸ-πνευματικὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὴν προπατορικὴ κι ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία καὶ μᾶς χαρίζει μιὰν ἄσπιλη κι ἀμόλυντη πνευματικὴ καθαρότητα.

Ἀπ΄ ὅλο τὸν ὑμνογραφικὸ πλοῦτο τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων, ποὺ ὑπομνηματίζει μὲ τὸν πνευματικώτερο καὶ ποιητικώτερο τρόπο τὸ περιεχόμενο τῆς Βαπτίσεως, μεταφέρουμε ἐδῶ τὸ τελευταῖο τροπάριό της η΄ ὠδῆς τοῦ ἰαμβικοῦ κανόνος, ποίημα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ:

Λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις,

Ἐκπτώσεως νῦν οὐρανῶν ἐπηρμένη·
ᾯ γὰρ τὰ πάντα συντετήρηται Λόγῳ,
Νάουσι ῥείθροις ἐκπλυθεῖσα πταισμάτων,
Τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη.


Ἤδη μὲ τὴν ἔκφραση «λευχειμονείτω πᾶσα γήϊνος φύσις», ὁ ἱερὸς μελωδὸς μᾶς μεταδίδει τὸ ἱερὸ δέος καὶ τὴν ἔνθεη συγκίνηση, εἰσάγοντάς μας σὲ μία πανηγυρικὴ ἀτμόσφαιρα. Ἂς ἀσπροφορέσει, λέγει, κάθε ἀνθρώπινη, κάθε γήινη φύση, γιατί μετὰ τὴν ἔκπτωσή της ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, σήμερα μπορεῖ πάλι νὰ ἀνεβεῖ στὸ προτερινὸ ὕψος της. Κι ὄχι μόνο γι΄ αὐτό, μὰ ἀκόμη, πρέπει ν΄ ἀσπροφορεῖ καὶ νὰ χαίρεται κάθε πλάση ἀνθρώπινη, γιατί ὁ θεῖος Λόγος τὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ξέπλυνε μέσα στὰ τρέχοντα νερὰ τοῦ Ἰορδάνου καὶ τὴν καθάρισε ἀπ΄ ὅλα τὰ προηγούμενα πταίσματά της, τὴν ἔκανε νὰ ξεφύγει ἀπὸ κάθε σκοτεινὴ σκιὰ ἁμαρτίας καὶ τὴν ἐκατάστησε πάμφωτη καὶ πεντακάθαρη –«τῶν πρὶν πέφευγε παμφαῶς λελουμένη».

Ὁ τίτλος αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κειμένου εἶναι: «ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω». Καὶ ὑπάρχει ἕνας σοβαρὸς λόγος, ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ τίτλος κι ὄχι ἕνας ἄλλος, πιὸ κατανοητὸς ἴσως στὸ λογικό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ποιητικώτατη προφητικὴ αὐτὴ φράση τῶν Ψαλμῶν εἶναι πλουτισμένη μ΄ ἕνα ἀσυνήθιστο καὶ ἀνυποψίαστο, ἀκόμα καὶ στοὺς πιὸ φιλακόλουθους, πνευματικὸ βάθος. Ἂς προχωρήσουμε στὸ βαθὺ αὐτὸ νόημα, μὲ ὁδηγὸ καὶ συνέκδημο τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο –ποὺ πρέπει κάποτε νὰ πιάσει στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς μας μιὰν ὁλόκληρη ἕδρα, γιὰ νὰ μπορέσει ν΄ ἀξιοποιήσει τοὺς θησαυροὺς τῆς ἁγίας κηρυκτικῆς πείρας του ἡ Ἐκκλησία κ΄ ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη. 

Λέγει, λοιπόν, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, μέ τὴ γνωστὴ μέθοδό του, πὼς ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης –ποὺ ἦταν πολυφημισμένος στὴν ἁγία Γραφὴ καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα θαύματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ σ΄ αὐτὸν- πηγάζει ἀπό δύο πηγές: ἡ μία λέγεται Ἰὸρ κ΄ ἡ ἄλλη Δάν. Καθὼς προχωροῦν τὰ δύο αὐτὰ ποτάμια, ἑνώνονται καὶ γίνονται ἕνα ποτάμι ποὺ ὀνομάζεται (ἀπ΄ τὶς πηγὲς τοῦ Ἰὸρ καὶ Δᾶν) Ἰορδάνης καὶ χύνεται στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἡ ἀλληγορία ἐδῶ εἶναι βαθειὰ καὶ θεολογικώτατη, ὅπως τὴν φανερώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ δύο πηγὲς του συμβολίζουν τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, τοὺς δύο προπάτορες, ἀπ΄ τοὺς ὁποίους ἀνέβλυσε –σὰν ἄλλος Ἰορδάνης- ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. 

Κι ὅλο τοῦτο τὸ ἀνθρώπινο γένος, πρὸς τὰ ποῦ πήγαινε; στὴ νέκρωση καὶ στὸ θάνατο –ὅπως ὁ Ἰορδάνης στὴ Νεκρὰ θάλασσα. Ἦρθε ὅμως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ πόνεσε γιὰ τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κ΄ ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ἔπαθε ἀπάνω στὸ σταυρό, καὶ κατήργησε, μὲ τὸν θάνατό του, τὸν θάνατο. Ἔτσι ἐχάρισε στοὺς ἀνθρώπους τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ἔστρεψε πρὸς τὰ πίσω, τοὺς ἔκαμε νὰ μὴν τρέχουν πιὰ πρὸς τὴ νέκρωση καὶ τὸ θάνατο, ἀλλὰ πρὸς τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἀφθαρσία. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει, ὅτι «ὅσοι εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν». (Ρωμ. Στ΄ 3).

Θὰ τελειώσουμε μ΄ ἕνα σύντομο ἀπόσπασμα τοῦ Μελετίου Πηγᾶ, ποὺ ἡ ἔκδοση τῶν λόγων του –ἀγνώστων σχεδὸν ὡς τὰ τώρα- τιμᾶ τὴν «Πηγὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Βιβλίου», ποὺ ἔβαλε τὴ δαπάνη καὶ τὴ φροντίδα γιὰ νὰ τυπωθοῦν, καὶ μάλιστα μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια. «Ἀλλ΄ ἐκεῖνο τὸ ὕστερον, λέγει ὁ μεγάλος Πατριάρχης τῆς Τουρκοκρατίας, μὲ ἀναπτερώνει, διὰ τὸ ὁποῖον γίνεται τὸ βάπτισμα. Εἶναι τοῦτο, οἱ ἀνοιγόμενοι Οὐρανοί. Ὢ βάπτισμα, θύρα τοῦ Παραδείσου! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλείς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ! Ὢ βάπτισμα, ἡ κλίμαξ τῶν Οὐρανῶν, ὢ βάπτισμα, ἡ κολυμβήθρα τῆς ἀναγεννήσεως! Ὢ βάπτισμα, τὸ λουτρὸν τῆς παλιγγενεσίας! Ὢ βάπτισμα, τῆς υἱοθεσίας μυστήριον! Ὢ βάπτισμα, ἡ ταφὴ τῆς ταφῆς, ὁ θάνατος τοῦ θανάτου, ἡ ἀνάστασις τῆς ἀναστάσεως, διὰ τοῦ ὁποίου “συνθάπτομαι Χριστῷ καὶ συνανίσταμαι Χριστῶ”… Διὰ τ΄ ἐμᾶς εἶναι ἀνοιμένες οἱ θεόδμητες ἐκεῖνες πύλες τοῦ Οὐρανοῦ. Καὶ ἐμεῖς κατακυλιούμεστάνε χάμετες στὴν γῆν. Γιὰ τ΄ ἐμᾶς χύνεται τόσον καὶ τηλικοῦτον φῶς καὶ καθαρίζει μας καὶ λούει μας, καὶ ἀφαιρεῖ τὲς πονηρίες ἠμῶν “ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν” καὶ φωτίζει μας».

Δικαιολογημένη, λοιπόν, ἡ χαρὰ τῶν χριστιανῶν. «Τὰ σύμπαντα σήμερον ἀγαλλιάσθω». «Χριστὸς ἐφάνη ἐν Ἰορδάνη ἁγιᾶσαι τὰ ὕδατα» καὶ σῶσαι τὸν ἄνθρωπον»!


Εκοιμήθει εν Κυρίω ο Γέροντας της Ι.Μ. Παναγίας Καθαρών Ιθάκης π. Θεοδόσιος Βλησμάς

Σήμερα 05/01/2017, το πρωί, εκοιμήθη εν Κυρίω, 
ο Μοναχός της Ι.Μ. Καθαρών Ιθάκης, 
Γέροντας π.Θεοδόσιος Βλησμάς. 
Κύριος ο Θεός ας αναπαύει την απλή και άδολη ψυχή του κι όλοι εμείς ας έχουμε την ευχή του.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Τοῦ Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αὐγουστινου Καντιώτου Η ΔΥΝΑΜΙΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ «Ἰδὼν τοὺς ὄχλους... "


«Ὁ παπᾶς»


Ὁ «παπᾶς»!
Μὲ πόσην περιφρόνησιν προφέρει σήμερον τὴν λέξιν αὐτὴν ὁ πολὺς κόσμος!
Τὸν βλέπει μὲ βλέμμα εἰρωνικὸν καὶ ἐμπαικτικόν.
Ἐπὶ τῆ ἐμφανίσει κληρικοῦ ἀνάγωγοι καὶ ἀσεβεῖς νέοι, διατὶ ὄχι καὶ ἡλικωμένοι καὶ γέροντες καὶ ἐλεεινὰ ἀκόμη δεσποινάρια καὶ παιδάρια, ἐκτρέπονται εἰς ἀστειολογίας, εἰς βωμολοχίας καὶ αἰσχρὰς ἀκόμη χειρονομίας. Εἰς τὰ λεωφορεῖα, τὰ κατάμεστα κόσμου, οὐδεὶς ἐγείρεται προθύμως διὰ νὰ παραχωρήση θέσιν εἰς κληρικόν, ὀξεῖα δὲ ἀκούεται ἡ φωνὴ τοῦ εἰσπράκτορος˙ «Μία θέση διὰ τὸν παπᾶ». Εἰς τὰ μέγαρα τῆς ἀριστοκρατίας, εἰς τὰ ὁποῖα ὁ ἱερεὺς καλεῖται ἀναγκαστικῶς νὰ τλέση γάμον ἤ βάπτισμα, ἀπομονώνεται εἰς ἰδιαίτερον δωμάτιον, ἕως ὅτου ἔλθη ἡ ὥρα τῆς τελέσεως. Εἶνε, βλέπετε, λίαν ἀποκρουστικὴ ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἱερέως ἐν μέσω τῶν ἀριστοκρατικῶν κύκλων. Εἰς τὰ δημόσια γραφεῖα, ἐνῶ τμηματάρχαι καὶ διευθυνταὶ καὶ νομάρχαι καὶ ὑπουργοὶ ἐγείρονται καὶ ὑποκλίνονται ἐνώπιον κυρίων καὶ δεσποινίδων ἰσχυρῶν οἴκων, οἱ κύριοι αὐτοὶ ἀντιθέτως κρατοῦν ἐνώπιών των, ἐπὶ ὥρας ἐνίοτε, ὀρθίους σεβασμίους κληρικούς. Ὑπάρχουν παλαιότερα, ἀλλὰ καὶ νεώτερα παραδείγματα, κατὰ τὰ ὁποῖα οἱ τὴν κρατικὴν ἐξουσίαν διαχειριζόμενοι ἐν Ἑλλάδι μὲ τὸν ἀσεβέστατον τρόπον συμπεριεφέρθησαν πρὸς αὐτὰς τὰς κορυφὰς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Ὑπενθυμίζομεν τὴν συμπεριφορὰν τοῦ ἀνεκδιηγήτου ἐκείνου Ἕλληνος ἁρμοστοῦ τῆς Σμύρνης Στεργιάδου πρὸς τὸν ἀείμνηστον ἐπίσκοπον Σμύρνης Χρυσόστομον τὸν ἐθνομάρτυρα. Ὑπενθυμίζομεν ζωηρὸν ἐπεισόδιον τοῦ μακαρία τῆ λήξει γενομένου μητροπολίτου Ἰωαννίνων Σπυρίδωνος Βλάχου, μετὰ ταῦτα ἀρχιεπισκόπου, μετά τινος γενικοῦ διοικητοῦ Ἠπείρου… Πόσα παραδείγματα ἀνοικείου συμπεριφορᾶς λαοῦ καὶ ἀρχόντων πρὸς τὸν κλῆρον δὲν θὰ ἠδυνάμεθα νʼ ἀναφέρωμεν! Τὸ ῥάσον, ὅπου ἐμφανισθῆ, περιφρονεῖται, γίνεται στόχος δυσμενῶν σχολίων, εἰρωνειῶν καὶ ἐμπαιγμῶν. Καὶ εἶνε τόση ἡ πρὸς τὸ ῥάσον περιφρόνησις ὥστε μικρόψυχοί τινες νεώτεροι κληρικοί, μὴ δυνάμενοι νὰ φέρουν τὸν ὀνειδισμὸν αὐτὸν τοῦ Χριστοῦ, ζητοῦν νʼἀποβάλουν τὸ τετιμημένον ῥάσον καὶ νὰ φορέσουν σακάκι καὶ γραβάτα… Ἀλλʼ οἱ τοιοῦτοι εἶνε δειλοὶ στρατιῶται τῆς στρατιᾶς τοῦ Κυρίου!


 Ὁ «παπᾶς» περιφρονημένος καὶ ἐξουθενημένος εἰς τὰς ἡμέρας μας. Πότε πρὸς αὐτὸν ἔρριψε τὸ βλέμμα μὲ στοργὴν τὸ Ὀρθόδοξον Βασίλειόν μας, ποὺ ἔχει τὴν ἀξίωσιν εἰς πᾶσαν λειτουργίαν νὰ μνημονεύη τοῦ ὀνόματος τῶν ἀνωτάτων ἀρχόντων του; Ρακένδυτος περιπατεῖ εἰς τὴν ὕπαιθρον. Ὁ κρατικὸς κορβανᾶς ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια δαπανᾶ διʼ ὅλα καὶ διʼ ὅλους καὶ μόνον διὰ τὸν ἱερέα δὲν ἔχει καὶ πρὸς μείζονα αὐτοῦ ἐξουθένωσιν ἐπιμένει νὰ κρατῆ τὴν ἀναγκαστικὴν ἐνοριακὴν εἰσφορὰν ὡς μέσον συντηρήσεως τοῦ ἱερατείου. Ἄχρηστόν τι βάρος θεωρεῖται ὁ ἱερεύς. Πολιτικὸς ἀρχηγός, ἐκ τῶν ἰσχυρῶν τῆς ἡμέρας, εἰς παράκλησιν νεωτέρου ἱεράρχου νὰ ἐνδιαφερθῆ διὰ τὸν ἱερέα τῆς ὑπαίθρου, ἀπήντησεν˙ «Ἡ Ἑλλὰς δὲν ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ παπάδες! Ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ γεωπόνους καὶ μηχανικούς». Τὴν ἴδιαν περίπου νοοτροπίαν ἔχουν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι πολιτικοί μας.


Αἱ θυσίαι τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου


Ἑλλὰς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ παπάδες! Ὁποία ἄγνοια τῆς ἱστορίας τοῦ Ἔθνους μας, καὶ ὁποία ἀχαριστία! Τοῦρκος ὑπήκοος, φορῶν φέσι καὶ ὁμιλῶν Τουρκιστί, θὰ ἦτο ὁ κύριος αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε τὸ ῥάσον τοῦ ὀρθοδόξου κληρικοῦ. Πόσα εἰς αὐτὸ δὲν ὀφείλει ἡ Ἑλλάς! Νὰ μνημονεύσωμεν ἐδῶ τῶν ὑπηρεσιῶν, ποὺ προσέφεραν εἰς τὸν Ἑλληνικὸν λαὸν ὁ κλῆρος; Εἶνε ἀδύνατον. Τόμοι ὁλόκληροι θὰ ἔπρεπε νὰ συγγραφοῦν διὰ νὰ ἐκθέσουν τὰς πρὸς τὸ Ἔθνος ἡμῶν ἀνεκτιμήτους ὑπηρεσίας τοῦ κλήρου. Περιοριζόμεθα ἐδῶ εἰς τὸ νʼ ἀπευθύνωμεν πρὸς τοὺς κυρίους αὐτοὺς τὰ ἐξῆς μόνον ἐρωτήματα: Ὅτε ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία κατέρρευσε καὶ ἡ ἡμισέληνος ὑψώθη ἐν τῆ βασιλίδι τῶν πόλεων καὶ οἱ τὰ πρῶτα φέροντες, συναποκομίζοντες τοὺς ὑλικούς των θησαυρούς, πανικόβλητοι ἀπήρχοντο εἰς τὴν Δύσιν διὰ νὰ διαδώσουν τὸ σαρκίον των, ποῖοι ἔμειναν, παρακαλῶ, πλησίον τοῦ ὑποδούλου Γένους, διὰ νὰ τὸ παρηγορήσουν καὶ νὰ τὸ ἐμψυχώσουν ἐν τῶ καιρῶ τῶν ἀνεκδιηγήτων βασάνων τεσσάρων αἰώνων; Ποῖοι ἐκράτησαν ἄσβεστον τὴν λαμπάδα τῆς πίστεως καὶ τῆς πρὸς τὴν πατρίδα ἀγάπης; Ποῖοι ἐδίδαξαν καὶ διετήρησαν τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν; Οἱ κληρικοί, ἀπαντᾶ ἡ Ἱστορία. Καὶ ὅτε ἐπέστη ἡ ἡμέρα τῆς ἐθνεγερσίας, ποῖοι ἐπρωτοστάτησαν εἰς τὸν ἱερὸν ἀγῶνα καὶ ὕψωσαν τὸ λάβαρον τῆς ἐλευθερίας καὶ συνεκακουχήθησαν μετὰ τοῦ μαχομένου λαοῦ καὶ συνανέμειξαν τὰ αἵματά των μὲ τὰ αἵματα τῶν εὐγενεστέρων τέκνων τῆς Ἑλλάδος˙ Οἱ κληρικοί, ἀπαντᾶ πάλιν ἡ Ἱστορία. Καὶ ὅτε ἐπῆλθεν ἡ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ καὶ ὁ ἀνεκδιήγητος ἐκεῖνος ἁρμοστὴς ἔντρομως ἐν καιρῶ νυκτὸς μετὰ τῶν ἄλλων ἔφευγε καὶ ἡ Σμύρνη παρεδίδετο εἰς τὰς φλόγας, ποῖοι παρέμειναν ἐκεῖ, διὰ νὰ προσφέρουν τὴν ὑστάτην θυσίαν ὑπὲρ τοῦ Γένους; Κληρικοὶ καὶ πάλιν, ἀπαντᾶ ἡ Ἱστορία, ὦν κορυφαῖος ὁ ἀείμνηστος Χρυσόστομος. Καὶ ὅτε τὸ Ἔθνος κατὰ τὸν τελευταῖον παγκόσμιον πόλεμον περιῆλθεν εἰς τριπλῆν κατοχὴν καὶ ὑφίστατο τʼ ἀπερίγραπτα μαρτύρια, οἱ δὲ πολιτικοὶ ἡγέται ἐγκαίρως διεπεραιώθησαν εἰς ἀσφαλεῖς χώρας καὶ ἐκεῖ διέτριβον φιλοσοφοῦντες…, ποῖοι, παρακαλῶ, παρέμειναν εἰς τὴν Ἑλλάδα, διὰ νὰ ἄρουν τὸν σταυρὸν τοῦ μαρτυρίου; Οἱ κληρικοὶ καὶ πάλιν, ἀπαντᾶ ἡ νεωτάτη Ἱστορία τοῦ Ἔθνους. 400 περίπου κληρικοὶ προσέφεραν τὴν ζωήν των ὑπὲρ τοῦ Γένους, ποικιλοτρόπως μαρτυρήσαντες. Ὁ ἀριθμὸς τῶν θυσιασθέντων ἐκ τοῦ κλήρου ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερον ποσοστὸν ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ ποσοστὰ θυσιασθέντων ἐξ ἄλλων κλάδων καὶ ἐπαγγελμάτων.


Ὁ κλῆρος εἰς τὸ περιθώριον!


Ὁ Ὀρθόδοξος κλῆρος, ὅστις τόσας ανεκτιμήτους ὑπηρεσίας καὶ ἐκδουλεύσεις ἔχει προσφέρει εἰς τὸν ἑλληνικὸν λαόν, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶνε ὑπὲρ πάντα σεβαστός. Θὰ ἔπρεπεν ἡ φωνήν του ὡς ἡ ἁγνοτέρα φωνὴ τῆς Ἑλλάδος νʼ ἀκούεται καὶ νὰ λαμβάνεται σοβαρῶς ὑπʼ ὄψιν ὑπὸ τῶν ἀρχόντων τῆς πολιτείας ἐν τῆ ῥυθμίσει κανονικῶν, ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν θεμάτων, ἀφορώντων εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ποιμνίου των, ὅπερ καὶ ἀποτελεῖ τὰ 98% τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ἑλλάδος. Θὰ ἔπρεπεν…


Καὶ ὅμως! Εὐθὺς μετὰ τὴν πρώτην ἀπελευθέρωσιν τοὺ Ἔθνους (1830) μία τάσις, ἐξ ἐπιδράσεως κακῶν παραδειγμάτων τῆς Δύσεως, παρετηρήθη, τάσις ἵνα ὡς παράγων παραγκωνισθῆ καὶ τεθῆ εἰς τὸ περιθώριον τῆς κοινωνικῆς καὶ ἐθνικῆς ζωῆς. Πρωταγωνιστὴς αὐτὸς εἰς τοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνας εἶδεν ἑαυτὸν νὰ περιφρονῆται καὶ νὰ περιορίζεται εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τυπικῶν καθηκόντων, νὰ βαπτίζη καὶ νὰ κηδεύη, νὰ κρατῆ τὰ ληξιαρχικὰ βιβλία, καὶ νὰ καταντᾶ ἕνας ταπεινὸς ὑπηρέτης τοῦ Καίσαρος, τελευταῖος τροχὸς τῆς κρατικῆς ἁμάξης, ὑδροφόρος καὶ ξυλοφόρος τῆς αἰσχρᾶς πολιτικῆς. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα, οὕτω περιφρονηθέντα καὶ ταπεινωθέντα, ἐτέθη εἰς τὸ περιθώριον καὶ ἡ θρησκεία τοῦ Ναζωραίου. Αὕτη, κατὰ τὴν ἀντίληψιν πολιτικῶν ψυχρῶν καὶ ἀδιαφόρων, οὐκ ὀλίγων δʼ ἐξ αὐτῶν ἀνηκόντων εἰς μασονικὰς στοᾶς, εἶνε χρήσιμος καὶ ἀναγκαῖα διʼ ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνας ὡς ἐξάπτουσα τὸ μένος τῶν πολεμιστῶν, ἀλλὰ περιττὴ καὶ ἄχρηστος διὰ τὴν θεμελίωσιν καὶ ἀνάπτυξιν τῆς πολιτείας. Ἔξω, λοιπόν, ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ Ἔθνους τὸ Εὐαγγέλιον. Τὸ πνεῦμα τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρῶν προγόνων ἔπρεπε νʼ ἀναζωογονηθῆ, διὰ νʼ ἀνασυνδεθῆ οὕτω, κατὰ τὴν ἀντίληψιν αὐτῶν τῶν κυρίων, ἡ νεωτέρα Ἑλλὰς μὲ τὴν ἀρχαίαν. Τὸ πνεῦμα κατόπιν τῆς Δύσεως ἔπρεπε νὰ πνεύση καὶ αὐτὸ εἰς τὴν ζωὴν τοὺ Ἔθνους, ἵνα μὴ ἡ Ἑλλὰς θεωρῆται χώρα καθυστερημένη. Καὶ οὕτως οἱ νοσταλγοὶ τοῦ παγανιστικοῦ κόσμου τῆς ἀρχαιότητος μετὰ μωρῶν νεωτεριστῶν, ποὺ «ἐχάζευαν» ἐμπρὸς εἰς κάθε βιτρίναν τοῦ ψευδοπολιτισμοῦ τῆς Δύσεως, διεμόρφωσαν τὴν νέαν ἑλληνικὴν κοινωνίαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ χριστιανικὴ ζωὴ διαρκῶς ἀποχρωματιζόμενη ἔχανεν ὀλονὲν τὴν λάμψιν της, διὰ νὰ γίνη ὁ λαμπρὸς ἀστὴρ τῆς Ἑλλάδος ὡς ἀστὴρ τῆς Ἀποκαλύψεως σβεννύμενος καὶ πίπτων. Οὕτως, ἵνα διὰ παραδειγμάτων ὁμιλήσωμεν, ἡ Παιδεία, ἡ ὁποία ἐστηρίζετο ἐπὶ ὀρθοδόξων κειμένων, ἐξέκλινε τῆς εὐθείας γραμμῆς. Τὸ Ψαλτήριον καὶ ἡ Ὁκτώηχος ἐξωβελίσθησαν. Ἐκ τῶν ἀναγνωστικῶν τῶν ἑλληνοπαίδων ἐξεβλήθησαν ὑπέροχοι περικοπαὶ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀντʼ αὐτῶν εἰσήχθησαν οἱ μύθοι, οἱ ὁποῖοι διηγοῦντο τὰς γεννήσεις, τὰς μάχας καὶ τὰ ἄθλα τῶν ψευδοθεῶν τοῦ Ὀλυμπου. Αἱ ὥραι τῶν θρησκευτικῶν περιωρίσθησαν εἰς τὸ ἐλάχιστον. Ἡ πρωϊνὴ προσευχὴ κατήντησε ξηρὸς τύπος. Ἡ σχολικὴ ἑορτὴ τῶν γραμμάτων, ἡ ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἦλθεν ἐποχὴ ποὺ κατηργήθη ὁλοτελῶς. Φιλόλογοι ἐξεθείαζαν τὸ ἀρχαῖον πνεῦμα, φυσικοὶ ἐμυκτήριζον τὰς περὶ Θεοῦ καὶ Δημιουργίας τοῦ κόσμου Γραφικὰς ἰδέας ὡς μύθους. Ὑλισταὶ ἰατροὶ προέτρεπον εἰς ἀκόλαστον ζωὴν τὴν νεότητα καὶ ἐδίδασκον τὴν ἀθεΐαν. Ἡ Κυριακὴ ἐβεβηλώθη μὲ τὰς λαϊκὰς ἀγοράς, μὲ τὰ ἱπποδρόμια, μὲ τὸ βάρβαρον ποδόσφαιρον. Ἡ περὶ γάμου καὶ διαζυγίου νομοθεσία τοῦ Κυρίου κατεπατήθη διʼ ἀντιχριστιανικῶν διατάξεων. Ἀντιθέτως ἐπίσης πρὸς τὴν νομοθεσίαν τοῦ Κυρίου, διὰ μηδαμινὰ ζητήματα ἐπεβλήθη ὁ ὅρκος, ἵνα μὴ μείνη Ἕλλην καθαρὸς ἀπὸ ὅρκου. Ἡ βλασφημία τῶν Θείω ὡς ἐλάχιστόν τι πταῖσμα λογίζεται ἐν τῆ ποινικῆ νομοθεσία. Αὐτὴ ἡ ἐπικεφαλὶς τοῦ Συντάγματος, «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος», ἡ ὁποία ὡς φωτεινὸν ἀέτωμα ἐστέγαζε τὸ πολίτευμα τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, ἦλθεν ἐποχή, ὅτε ἐν μέσω γελώτων καὶ καγχασμῶν τῶν βουλευτῶν κατεβιβάσθη. Ἀλλὰ καὶ τώρα, ποὺ ὑπάρχει, ποῖος σεβασμὸς πρὸς τὸν ἐν Τριάδι Θεόν; Εἰς ἄλλην τριάδα, σατανικὴν τριάδα, πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Αἱ συνεδριάσεις τῆς Βουλῆς ἀρχίζουν καὶ τελειώνουν ἄνευ προσευχῆς. Θεατρικὰ ἔργα ἐκθεμελειώνοντα τὴν ἠθικὴν τοῦ Εὐαγγελίου καὶ χλευάζοντα τὸν Ἐσταυρωμένον ἀναβιβάζονται ἐπὶ τῆς σκηνῆς καὶ τιμῶνται διὰ τῆς παρουσίας των ἐν τέλει. Δεδηλωμένοι ἄθεοι καὶ μασόνοι κηδεύονται μετὰ τιμῶν. Τὰ σπήλαια τῆς ἀκολασίας λειτουργοῦν εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων βημάτων ἀπὸ τοὺς ναούς. Ὁ ἀλκοολισμὸς ἀλματωδῶς προοδεύει. Τὰ ταβερνεῖα αὐξάνουν καταπληκτικῶς. Τὸ οὔζον καὶ τὰ ἄλλα οἰνοπνευματώδη ποτὰ ὡς πύρινος ποταμὸς κατακαίουν τὰ σπλάχνα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Τὰ τέκνα τῶν ἀλκοολικῶν, ῥέποντα πρὸς τὴν ἀσωτείαν καὶ τὸ ἔγκλημα, ἀποτελοῦν δημόσιον κίνδυνον. Τὸ κάπνισμα ἀνῆλθεν εἰς τοιοῦτον ὕψος καταναλώσεως, ὥστε νὰ σχολιάζεται ὑπὸ καθημερινῶν ἐφημερίδων. Καὶ γυναῖκες καὶ παιδία ἀκόμη καπνίζουν. Ὑπέρμετρος πλοῦτος ἀφʼ ἑνός, συγκεντρούμενος εἰς ὀλίγας οἰκογενείας, καὶ ἀπερίγραπτος πενία ἀφʼ ἑτέρου ἑκατομμυρίων ἀτόμων χαρακτηρίζει τὴν κοινωνικήν μας κατάστασιν. Ὁ Τουρισμὸς ἡ μόνη ἐλπίς! Μετατρέψατε, ὦ Ἕλληνες, τὸν οἶκον τῆς Ἑλλάδος εἰς… διὰ νὰ ἐλκύσητε πελατείαν ἐκ τῶν διεφθαρμένων μεγαλοπόλεων τῆς Εὐρώπης. Καὶ πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς νέας θεότητος τοῦ Τουρισμοῦ συμμορφώνεται ἡ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος. Καὶ ἠ διαφθορᾶ προχωρεῖ βαθύτερον! Καζίνα ἤρχισαν νὰ λειτουργοῦν. Κορυφαὶ ὀρέων, ἔνθα φωλεαὶ ἁγίων, μεταβάλλονται εἰς κέντρα ὀργίων. Νησίς, ἡ ὁποία ἔπαιξε σπουδαιότατον ῥόλον κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν, διατελοῦσα ἤδη ὑπὸ τὴν ὑψηλὴν προστασίαν τοῦ Τουρισμοῦ, εἰς κέντρον ἀφαντάστου ἀκολασίας μετεβλήθη καὶ ὁ γηραιὸς Μητροπολίτης φρικιῶν ἀπειλεῖ νὰ ἐγκαταλείψη τὴν νῆσον…


κλῆρος ἀπαθὴς θεατής;


Ἀρκοῦν, νομίζομεν, τὰ ἀνωτέρω, διὰ νʼ ἀποδείξουν, ὅτι ζωὴ τοῦ Ἔθνους μας δὲν πορεύεται πλέον τὰς εὐθείας ὁδοὺς τοῦ Κυρίου. Ἐξετροχιάσθη ἐπικινδύνως. Καὶ εἶνε μὲν ἀληθές, ὅτι διὰ τὸν ἐκτροχιασμὸν αὐτὸν ἐκ τῆς Ὀρθοδόξου τροχιᾶς, ἐφʼ ἧς ἐπὶ αἰῶνας ἐκινεῖτο, ἠκούσθησαν ἐν τῶ Ἔθνει ἡμῶν φωναὶ διαμαρτυρίας. Ἱεροκήρυκες ἐξεφώνησαν πυρίνους λόγους, θρησκευτικὰ περιοδικὰ ἐδημοσίευσαν ἄρθρα, στηλιτεύοντα τὸ κακόν, ἐγκύκλιοι τῆς . Συνόδου ἐξεδόθησαν καὶ ἀνεγνώσθησαν εἰς ὅλους τοὺς ναούς, χριστιανοὶ κατῆλθον καὶ εἰς πεζοδρομιακὸν ἀκόμη ἀγῶνα. Ἀλλὰ ποῖα τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐνεργειῶν τούτων; Ἐλάχιστα. Διατί; Πολλοὶ οἱ λόγοι. Ἕνας δὲ ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων λόγων, διὰ τὸν ὁποῖον τὸ πολυειδὲς κακὸν ἐξωτερικῶς – ὑπογραμίζομεν τὴν λέξιν – ἔχει λάβει τεραστίας διαστάσεις, εἶνε τὸ ὅτι ὁ πολιτικὸς παράγων, ὅστις θὰ ἠδύνατο διὰ τῆς κρατικῆς ἐξουσίας νὰ περιορίση ἐξωτερικῶς τὸ κακὸν νὰ συντελέση εἰς κάθαρσιν τῆς κοινωνίας, οὐδεμίαν σημασίαν ποτὲ ἔδωκεν εἰς τὰς ἐκκλήσεις καὶ διαμαρτυρίας, ὡς προερχομένας, κατὰ τὴν ἀντίληψιν τῶν κρατοῦντων, ἐξ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἐξακολουθοῦν ἐν εἰκοστῶ αἰῶνι νὰ ἔχουν Μεσαιωνικὰς ἀντιλήψεις. Ἔτσι ὀνομάζουν, Μεσαιωνισμόν, τὴν αὐστηρὰν διδασκαλίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ.


Καὶ ὅμως!
 Διάφορος θὰ ἦτο ἡ κατάστασις εἰς τὸ Ἔθνος μας, ἐὰν ὁ πολιτικὸς παράγων ἐνεπνέετο ἀπὸ τὰ χριστιανικὰ ἰδεώδη καί, συνεπὴς πρὸς τὰς ἀρχάς, εὐθυγράμμιζε τὴν ζωὴν τοῦ Ἔθνους πρὸς τὸν μοναδικὸν κανόνα ἀληθινῆς ζωῆς, τὸ Ευαγγέλιον. Καὶ τὸν πολιτικὸν παράγοντα θὰ ἠδύνατο νὰ έπηρεάση, ὄχι ἀπλῶς νὰ ἐπηρεάση, ἀλλὰ καὶ νὰ κατευθύνη πρὸς εὐαγγελικὰς λύσεις τῶν προβλημάτων τῆς χῶρας μας ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνικὸς κλῆρος.


 Ναί, κύριοι ἀρχηγοὶ πολιτικῶν κομμάτων πάσης φύσεως.
Ὁ κλῆρος, τὸν ὁποῖον σεῖς περιφρονεῖτε καὶ θεωρεῖτε ἀμελητέαν δύναμιν, ἐγκλείει ἐν ἑαυτῶ τεραστίαν καὶ ἀκατανίκητον δύναμιν, τὴν δύναμιν τῆς πίστεως. Ἀλλά, θὰ ἐρωτήσητε, κατὰ ποῖον τρόπον θὰ ἠδύνατο ὁ κλῆρος νὰ ἐπηρεάση καὶ νὰ κατευθύνη εὐαγγελικῶς τὴν ζωὴν τοῦ Ἔθνους;
Νὰ κατέλθη ὁ ἴδιος εἰς πολιτικοὺς ἀγῶνας;
Καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνας, ἐξ ἐπόψεως πολιτικῶν δικαιωμάτων, οὐδὲν σήμερον ἐμπόδιον ἔχει ὁ κλῆρος. Διότι κατὰ τὸν ἰσχύοντα ἐκλογικὸν νόμον, ὁ κληρικὸς ἔχει τὸ δικαίωμα καὶ τοῦ ἐκλέγειν καὶ τοῦ ἐκλέγεσθαι καὶ συνεπῶς δύναται νὰ ὑποβάλη ὑποψηφιότητα βουλευτοῦ.
Καὶ ὑπάρχουν ἐν Ἑλλάδι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι, ὑπηρετήσαντες τὸν λαὸν ποικιλοτρόπως, ἐὰν ἔθετον ἀνεξάρτητον ὑποψηφιότητα ὑπὲρ τῶν γενικῶν συμφερόντων τοῦ Ἔθνους, θὰ ἠδύνατο νὰ ἐκλεγοῦν βουλευταὶ καὶ νὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν Βουλὴν τῶν Ἑλλήνων καὶ νʼ ἀνανεώσουν τὸ παράδειγμα κληρικῶν τοῦ 1821, οἱ ὁποῖοι ὡς βουλευταὶ μετεῖχον τῶν συνεδριάσεων τῶν πρώτων μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν ἐθνοσυνελεύσεων, κατὰ δὲ τῆς παρουσίας αὐτῶν οὐδεὶς τότε διεμαρτύρετο. Ὁ αἰδεσιμώτατος π.χ. ἐφημέριος Καστανιᾶς Καρδίτσης πατὴρ Δημήτριος Κλοῦτσος, σθεναρῶς ὑποστηρίξας τὰ λαϊκὰ συμφέροντα τῆς ἐπαρχίας, θὰ ἠδύνατο νὰ ἐκλεγῆ βουλευτὴς Καρδίτσης. Ἀλλὰ νομίζομεν, ὅτι δὲν ἐνδείκνυται ἡ αὐτοπρόσωπος κάθοδος τοῦ Ὀρθοδόξου κληρικοῦ εἰς τὸν στίβον τῶν πολιτικῶν ἀγώνων, διότι, ὡς ἔχουν σήμερον τὰ παρʼ ἡμῖν πράγματα, ἐν μέσω τῶν φοβερῶν ὕβρεων καὶ ἀντεγκλήσεων τῶν πολιτικῶν, τὸ κῦρος τοῦ κλήρου θὰ ὑφίστατο φθοράν. Συμφωνοῦμεν ἐν τούτω μὲ ὅσα ὀρθὰ ἐν τῶ περιοδικῶ «Ἐφημέριος» (φύλλω 1961 σελ. 510-513), εἰς τὴν στήλην τῶν «Ἀδελφικῶν γραμμάτων», διετύπωσε φίλος ἱεροκήρυξ περὶ μὴ ἀναμείξεως τοῦ κλήρου εἰς τὰς πολιτικὰς διαμάχας τῶν σήμερον ὑφισταμένων κομμάτων.


 Ἀλλʼ ἐὰν ἡ αὐτοπρόσωπος κάθοδος τοῦ Ὀρθοδόξου κληρικοῦ εἰς τὸν στίβον τῶν πολιτικῶν πραγμάτων δὲν ἐνδείκνυται, ὅμως καὶ ἐπιβάλλεται διὰ τὴν κρισιμότητα τῶν καιρῶν, ὅπως ὁ κλῆρος μὴ μείνη ἀπαθῆς θεατὴς τῆς ἐξελίγεως τῆς πολιτικῆς ζωῆς τῆς χώρας, ἀλλʼ ἐνδιαφερθῆ μὲ ἕνα καὶ μόνον τὸν σκοπόν˙ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΜΑΣ ΘΑ ΚΥΒΕΡΝΗΘΗ ΟΧΙ ΕΝ ΛΟΓΟΙΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΕΝ ΕΡΓΟΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ. Καὶ τὸ ἐνδιαφέρον αὐτοῦ εἰς τὸν τομέα τοῦτον πρέπει νὰ μὴ περιορίζηται μόνον εἰς προσευχὰς καὶ δεήσεις ὑπὲρ τῆς καλυτέρας διακυβερνήσεως τῆς χώρας, ἀλλὰ νὰ ἐπεκταθῆ καὶ εἰς σειρὰν ποιμαντορικῶν ἐνεργειῶν, ἵνα τὸ Ἔθνος σωθῆ διὰ τῆς ἐν Χριστῶ διακυβερνήσεως. Πῶς; Ἀκούσατέ μας, φίλοι ἀναγνῶσται.


 Δόξα τῶ Θεῶ!
 Παρʼ ὅλην τὴν διαφθορὰν τῆς ἐποχῆς μας καὶ τὴν κρίσιν τῶν συνειδήσεων, τὸν κλονισμὸν τῶν πολλῶν, ὑπάρχει ἐν τῶ ἔθνει ἡμῶν τὸ «μικρὸν ποίμνιον τοῦ Ιησοῦ». Ὑπάρχουν οἱ ἑπτακισχίλιοι, ποὺ δὲν ἔκλιναν γόνυ τὼ Βάαλ, δὲν προσεκύνησαν τὰ σύγχρονα εἴδωλα. Ὑπάρχουν χριστιανοὶ καὶ χριστιανοὶ ποὺ ἀναστενάζουν διὰ τὴν σημερινὴν ἀθλιότητα.ὑπάρχουν καὶ ἐκλεκτοὶ ἄνδρες, διεσκορπισμένοι εἰς ὅλους τοὺς κλάδους τῶν ἐπαγγελμάτων, οἱ ὁποῖοι πρωτοστατοῦν, εἰς ἔργα χριστιανικῆς διαφωτίσεως καὶ φιλαλληλίας καὶ ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν ταῖς ἐπαρχίαις καὶ ποθοῦν ἕν ἀναμορφωτικὸν κίνημα ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Ἐκκλησίας.


Νὰ ὑψωθῆ νὲον λάβαρον


 Πρὸς τοὺς τελευταίους τούτους ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία θὰ ἠδύνατο νὰ στραφῆ καὶ διὰ τοῦ στόματος τῶν Ἱεραρχῶν της νὰ εἴπη˙


 «Ἀγαπητά μας πνευματικὰ τέκνα.
Σεῖς ποὺ εἶσθε ζῶντα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀκούσατε τὴν φωνὴν τῶν ποιμένων σας. Ἐπὶ 130 ἔτη τὸ μικρὸν Βασίλειόν μας κυβερνᾶται ὑπὸ πολιτικῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ζοῦν τὸν Χριστόν. Πλὴν τοῦ ἀειμνήστου Καποδιστρίου καὶ εἴ τινος ἑτέρου, οἱ πολιτικοὶ ἄνδρες ὑπῆρξαν ψυχροί, ἀδιάφοροι, εἴρωνες τῶν πατρικῶν παραδόσεων, καταφρονηταὶ τοῦ Εὐαγγελίου, ἐμπαῖκται τοῦ Θεοῦ, βλάσφημοι, ἄπιστοι, ἀσεβεῖς, πολλοὶ δʼ ἐξ αὐτῶν καὶ ἐνεργὰ μέλη μασονικῶν στοῶν, ὑπὲρ ὦν καὶ ἐργάζονται καταχθονίως. Ὁποία ὑπῆρξεν συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν ἀπέναντι τῆς ἁγίας ἡμῶν θρησκείας, εἶνε γνωστὸν εἰς ὅλους σας. Ἡ τεραστία περιουσίας τῆς Ἐκκλησίας ἐδημεύθη ὄχι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ, ἀλλʼ ὑπὲρ τῶν κομματικῶν φίλων. Ἡ Ἐκκλησία κατήντησε τὸ «κλωτσοσκούφι» τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ μέσον αἰσχρᾶς ἐκμεταλλεύσεως διὰ τοὺς πολιτικοὺς σκοπούς. Δὲν αἰσθανόμεθα, ἀγαπητά μας τέκνα, πικρίαν διὰ τὴν ἀχαριστίαν των, οὔτε τρέφομεν αἰσθήματα ἐκδικήσεως διὰ τὰς ὕβρεις των. Ἐμάθομεν νὰ ὑποφέρωμεν. Τὸ θέμα ὅμως εἶνε ἄλλο: Ἡ ἐκ τοιούτων πολιτικῶν ἀνδρῶν προερχομένη τεραστία ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ βλάβη εἰς τὸν λαόν. Σᾶς θέτομεν τὸ ἐρώτημα: Ἐπιτρέπεται αἱ ψῆφοι χιλιάδων πιστῶν, ποὺ ζοῦν τὴν ἐν Χριστῶ λύτρωσιν, ἐπιτρέπεται νὰ δίδωνται ὑπὲρ τοιούτων πολιτικῶν ἀνδρῶν καὶ διὰ τῆς δυνάμεως τῶν ψῆφων τούτων νὰ ἐκλέγωνται βουλευταὶ καὶ νὰ κυβερνοῦν τὸν τόπον μας; Διὰ τῆς σιωπῆς σας καὶ διὰ τῆς ψήφου σας δὲν εἶσθε ὑπεύθυνοι διὰ τὴν διαφθορὰν εἰς τὴν ὁποίαν βυθίζουν τὸ Ἔθνος αἱ ἀντιχριστιανικαὶ ἐνέργειαι τῶν τοιούτων πολιτικῶν ἀνδρῶν; Διὰ τοῦτο ἡ Ἱεραρχία, φέρουσα τὴν εὐθύνην διὰ τὸ μέλλον τοῦ ἱστορικοῦ τούτου Ἔθνους, σᾶς καλεῖ διὰ τὴν ἐκχριστιάνισιν τῆς πολιτικῆς ζωῆς τῆς χώρας. Πρὸς τοῦτο, ἐξέλθετε ἐκ τῶν διαφόρων πολιτικῶν σχημάτων τῆς ἐποχῆς μας, ἀποτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν σας, σχηματίσατε ἱερὰν παράταξιν μὲ σύνθημα «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΡΧΗΓΟΣ ΜΑΣ ΕΝ ΠΑΣΙ», καταρτίσατε πρόγραμμα ἐμπεποτισμένον ἀπὸ τὰ χριστιανικὰ ἰδεώδη καὶ διασκορπισθῆτε εἰς ὅλον τὸ Ἔθνος καί, ἄν ἄλλοι ὁμιλοῦν περὶ γεφυρῶν καὶ δρόμων, σεῖς διακηρύξατε μὲ ὅλην τὴν θέρμην καὶ τὸ πάθος τῆς ψυχῆς ὅτι ἑνὸς ἐστι χρεία, ὅτι τὰ δεινὰ τῆς Ἑλλάδος δὲν θὰ παύσουν, παρὰ μόνον ἐὰν ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς διὰ τῆς ἐλευθέρας ἐκλογῆς του ἀναγνωρίση τὸν Χριστὸν κυβερνήτην του εἰς ὅλας τὰς ἐκφάνσεις τῆς ἐθνικῆς του ζωῆς. Ὅ,τι θέλει Ἐκεῖνος, αὐτὸ ἄς εἶνε καὶ τὸ θέλημα τῆς Ἑλλάδος. Ὁ ὀρθόδοξος κλῆρος τῆς Ἑλλάδος, ὅστις ἄλλοτε ἐν τῶ προσώπω τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ ὕψωσεν εἰς τὴν ἱστορικὴν μονὴν τῆς Λαύρας τὸ λάβαρον διὰ τὴν ἐθνικὴν ἀπελευθέρωσιν, ὑψώνει καὶ σήμερον ἄλλο λάβαρον, ἐξ ἴσου ἤ καὶ σπουδαιότερον ἐκείνου, τὸ λάβαρον διὰ τὴν χριστιανικὴν διακυβέρνησιν τῆς χώρας μας. Διότι ἐλευθερωθεῖσα ἡ Ἑλλὰς ἐκ τῆς Τουρκικῆς δουλείας, ἐξ αἰτίας ἀπίστου καὶ αἰσχρᾶς πολιτικῆς, ὑπεδουλώθη εἰς σκοτεινὰς δυνάμεις καὶ ἤδη τὸ Ἔθνος ἀναστενάζει διʼ ἔλλειψιν γνησίας χριστιανικῆς ἡγεσίας. Σεῖς οἱ λαϊκοί, παιδιά μου ἐκλεκτά, ποὺ ἔχετε ὅλην τὴν εὐχέρειαν νὰ κινηθῆτε πολιτικῶς, ἀφήσατε τὴν ἔνοχον ἀδράνειαν, θεωρήσατε ὕψιστον καθῆκον τὸ ἐνδιαφέρον διὰ τὰ κοινὰ καὶ μὴ ἀφήνετε, κατὰ τὴν παραβολὴν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, νὰ βασιλεύεη τὸ ἀγκάθι. Εἰς τὸ κίνημά σας αὐτὸ πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ λαοῦ καὶ πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ θὰ συμπαρασταθῆ ἡ Ἐκκλησία μὲ ὅλας τὰς δυνάμεις της. Διότι, ἐὰν ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑποστηρίξη τὰ πιστά της τέκνα, ποίους θὰ ὑποστηρίξη;».


Ἔτσι πρέπει νὰ ὁμιλήση μία ἐλευθέρα καὶ ζῶσα Ἐκκλησία. Καὶ ἕνας λαὸς πιστός, ἐμπνεόμενος καὶ καθοδηγούμενος ὑπὸ τῶν ποιμένων του, θʼ ἀγωνισθῆ καὶ εἰς τὸν τομέα τοῦτον τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. 8000 κληρικοὶ εἰς σταυροφορίαν. Ἕκαστος ἐξ αὐτῶν εἰς τὸν κύκλον τῆς δράσεώς του δὲν δύναται κατὰ μέσον ὅρον νὰ ἐπηρεάση ὑπὲρ τῶν ὑγιῶν ἀπόψεων 50-100 λαϊκούς; Ἐκ τῶν καλπῶν εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι θὰ ἐξέλθουν οἱ δυνατοί. Θὰ ἐκλεγοῦν 10, 20, 30… βουλευταί, ἀντιπροσωπεύοντες γνησίως τὸν πιστεύοντα λαὸν καὶ τότε ἐν τῆ Βουλῆ τῶν Ἑλλήνων θʼ ἀκουσθῆ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ῤυθμίζουσα τὴν ζωὴν τοῦ Ἔθνους. Τὶς οἶδε ἐὰν ἐκ τοῦ ἀναμορφωτικοῦ αὐτοῦ κινήματος δὲν προέλθη ἕνας νεώτερος Καποδίστριας ζῶν τὸν Χριστὸν ἐν τῆ καρδία καὶ πρὸς Αὐτὸν καθοδηγῶν τὸ ταλαίπωρον Ἔθνος μας;


 Μόνον ὑπὸ τὸν ὅρον μιᾶς σθεναρᾶς ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας ὑποστηρίξεως ἡ προσπάθεια, τὴν ὁποίαν καταβάλλουν πρὸς χριστιανικὴν διακυβέρνησιν τῆς χώρας μας μεμονωμένοι εὐγενεῖς ἀγωνισταί, ὡς εἶνε οἱ περὶ τὴν «Χριστιανικὴν Δημοκρατίαν», θέλει τελεσφορήσει. Ἄλλως αἱ φωναὶ τῶν εὐγενῶν ἀγωνιστῶν εἰς τὸν τομὲα τοῦτον θὰ εἶνε ὡς φωναὶ βοώντων ἐν τῆ ἐρήμω γενικῆς καὶ ἐνόχου ἀδιαφορίας.


 Ὤ! Τὶ δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ πράξη μία Ἐκκλησία ἐλευθέρα καὶ ζῶσα, τῆς ὁποίας οἱ ποιμένες, ὑπὸ ἀκραδάντου πίστεως, δονούμενοι, τὸ πᾶν θὰ ἐτόλμων διὰ τὸν Χριστόν, διὰ τὴν ἐπικράτησιν τῶν ἀρχῶν Του ἐν τῆ κοινωνία καὶ πολιτεία. Καὶ οὕτω φθάνομεν εἰς τὸ σπουδαιότερον ὅλων τῶν ἐρωτημάτων:
 Ὑπάρχουν παρʼ ἡμῖν ποιμένες διὰ νὰ ἡγηθοῦν τοιούτων σταυροφοριῶν;


Μία ἔκκλησις


Κατʼ αὐτάς, ἀγαπητοί μας ἀναγνῶσται, συνεδριάζει ἐκτάκτως ἡ σεπτὴ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὡς ἐλάχιστος ἱερομόναχος τῆς Ἐκκλησίας ταύτης τολμῶ νʼ ἀπευθυνθῶ πρὸς τὰς κορυφὰς τῆς Ἱεραρχίας καὶ νὰ εἴπω τὰ ἐξῆς:


Σεβασμιότατοι Ἱεράρχαι! Δὲν ὑπάρχει, νομίζω, σύνοδος Ἱεραρχίας, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ μὴ ἐκφράζετε τὴν λύπην καὶ τὴν ἀγανάκτησίν σας διὰ τῆν ὑπὸ τῆς πολιτείας καταπάτησιν τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τὴν ἀσεβὴ συμπεριφορὰν πολιτικῶν ἀρχόντων πρὸς λειτουργοὺς αὐτῆς, διὰ τὴν ἀδιαφορίαν των πρὸς λύσιν τοῦ ἐφημεριακοῦ καὶ ἄλλων προβλημάτων. Ἀλλὰ θὰ ἀρκεσθῆτε εἰς μόνην τὴν ἔκφρασιν τῆς λύπης καὶ ἀγανακτήσεώς σας; Δὲν νομίζετε ὅτι ἐπέστη ὁ καιρός, ἵνα ἡ Ἐκκλησία πράξη τι γενναιότερον καὶ ὑψηλότερον πρὸς ἀναστήλωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γοήτρου καὶ πρὸς σωτηρίαν τοῦ λαοῦ; Εὔκαιρον νὰ λεχθῆ καὶ πρὸς Ὑμᾶς˙ «Ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαὶ εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη». Ὁ εὐσεβὴς λαὸς διψᾶ δραστηριότητα, ὑψηλὸν φρόνημα, ὑγιᾶ ποιμαντορίαν. – Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες! Πρὸς τὶ νὰ κατατριβώμεθα περὶ τὰ μικρὰ καὶ ἐλάχιστα; Ρίψωμεν ἕν βλέμμα καὶ ἴδωμεν, ὅτι ἑτερόδοξοι Ἐκκλησίαι, διὰ λόγων καὶ ἔργων, διʼ ἀκαμάτου δραστηριότητος, κατώρθωσαν νὰ κάμουν αἰσθητὴν τὴν παρουσίαν τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἐπηρεάσουν βαθέως τὴν πολιτικὴν ζωὴν τῆς χώρας, νὰ δημιουργήσουν χριστιανικὰ κινήματα, ποὺ ἀπέτρεψαν τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν κυριάρχησιν ἀντιχριστιανικῶν συστημάτων καὶ δραστήρια τέκνα τῶν Ἐκκληιῶν τούτων, ὑπὸ τῶν ποιμένων των ἐμπνεόμενα καὶ καθοδηγούμενα, ἡγοῦνται τῆς πολιτικῆς ζωῆς τῶν χωρῶν των. Διατὶ παρʼ ἡμῖν τόση ἀδράνεια;


Ὤ Κύριε!
Βοήθησον καὶ ἔμπευσον τοὺς ποιμενάρχας.
 Ἄς γίνη ἑκάστη ἀρχιερατικὴ ράβδος, ράβδος Μωϋσέως, μοχλός, διὰ τοῦ ὁποίου ἡ Ἑλλὰς ἐκ τοῦ σημερινοῦ τέλματος θὰ μετακινηθῆ εἰς νέαν ζωὴν καὶ δόξαν.
 
Το είδαμε εδώ