«Ο άγιος Θεόδωρος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου (τις πρώτες δεκαετίες του 3ου μ.Χ. αιώνα). Καταγόταν από τα Ευχάϊτα, αλλά κατοικούσε στην Ηράκλεια του Πόντου. Υπερείχε από τους περισσοτέρους ως προς το κάλλος της ψυχής του, το μέγεθος του σώματος και τη δύναμη των λόγων. Όλοι, γι’ αυτό, προσπαθούσαν να αποκτήσουν τη φιλία του. Για τον ίδιο λόγο και ο Λικίνιος ήθελε πάρα πολύ να τον συναντήσει, μολονότι είχε ακούσει ότι είναι χριστιανός και βδελύσσεται τους λεγόμενους θεούς. Έστειλε λοιπόν από τη Νικομήδεια μερικούς, του ιδίου αξιώματος με τον Θεόδωρο, και τους πρόσταξε να του φέρουν τον μάρτυρα με ευγενικό τρόπο. Όταν αυτοί επέστρεψαν λέγοντας ότι ο μακάριος Θεόδωρος έφερε ως αντίρρηση ότι πρέπει ο βασιλιάς μάλλον να έλθει μαζί με τους μεγαλύτερους από αυτόν θεούς, αμέσως ο βασιλιάς ήλθε στην Ηράκλεια.
Ο άγιος Θεόδωρος, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να συναντήσει τον Λικίνιο μετά από νυκτερινό όραμα που του έστειλε ο Θεός, όταν πληροφορήθηκε ότι ο βασιλιάς πλησιάζει, ανέβηκε σε άλογο, τον συνάντησε και τον τίμησε όπως έπρεπε. Ο βασιλιάς τότε του έδωσε το δεξί του χέρι και χαιρέτισε τον Θεόδωρο πολύ θερμά. Εισήλθε έπειτα στην πόλη κι αφού κάθισε σε υψηλό βήμα, προέτρεπε τον μακάριο Θεόδωρο να προσφέρει στους δικούς του θεούς θυσία. Ο άγιος ζήτησε να πάρει στο σπίτι του τα αγάλματα των επισημοτέρων θεών, να προσφέρει εκεί πρώτα τις προσευχές του, και έπειτα πάλι δημόσια να προσφέρει στους θεούς αυτούς σπονδές. Ο βασιλιάς συμφώνησε κι έδωσε εντολή να του δοθούν τα χρυσά και τα αργυρά αγάλματα, ο άγιος τα έλαβε και κατά το μέσο της νύκτας τα συνέτριψε, τα έκανε μικρά κομμάτια και τα έδωσε στους ενδεείς και τους πένητες.
Την επομένη ημέρα, όταν ο Μαξέντιος ο Κομενταρήσιος είπε ότι είδε την κεφαλή της μεγάλης θεάς Αφροδίτης να περιφέρεται από κάποιον πτωχό, ο Λικίνιος διέταξε και αμέσως ο άγιος συνελήφθη από τη φρουρά του Λικινίου. Και πρώτα μεν τον ξέντυσαν, τον κράτησαν τεντωμένο τέσσερις, και τον κτύπησαν με μαστίγια από νεύρα βοδιών: επτακόσιες πληγές στην πλάτη, πενήντα στην κοιλιά, όπως και κτυπήματα με μολύβδινες σφαίρες στον αυχένα. Έπειτα τον έξυσαν μέχρι αίματος, τον κατέφλεξαν με λαμπάδες, και έτριψαν με όστρακα τις πρησμένες και καμμένες πληγές, οπότε τον έριξαν στη φυλακή, ασφαλίζοντας τα πόδια του σε ξύλινη μέγγενη.
Έμεινε χωρίς φαγητό και νερό στη φυλακή επί επτά ημέρες. Τον έβγαλαν πάλι και κάρφωσαν τα χέρια και τα πόδια του σε σταυρό, κι εκεί του πέρασαν περόνη από το κάτω μέρος του σώματος, που έφθασε μέχρι τα έγκατά του. Γύρω του στέκονταν και παιδιά, που τόξευαν τον άγιο στο πρόσωπο και τα μάτια, ενώ από τις βολές των βελών που κτυπούσαν τα μάτια, έπεσαν κάτω οι κόρες των οφθαλμών του. Άλλοι δε, έκοψαν τα γεννητικά του όργανα, κάνοντας εγκάρσιες τομές σ’ αυτά. Πέρασε τη νύκτα πάνω στο σταυρό και νόμισε ο Λικίνιος ότι είχε ήδη πεθάνει. Αλλά απατήθηκε. Διότι άγγελος Κυρίου τον έλυσε από τα δεσμά και έγινε ολόκληρος υγιής, και έψαλλε και ευλογούσε τον Θεό.
Το ξημέρωμα, απέστειλε ο Λικίνιος να σηκώσουν το σώμα του Μάρτυρα και να το ρίξουν στη θάλασσα. Όταν όμως έφθασαν οι απεσταλμένοι και είδαν τον άγιο να είναι ακόμη ζωντανός και όλος υγιής, πίστεψαν στον Χριστό, άνδρες περίπου ογδόντα πέντε στον αριθμό. Και μετά από αυτούς, άλλοι τριακόσιοι στρατιώτες, στους οποίους ηγείτο ο ανθύπατος Κέστης, που στάλθηκαν για να φονεύσουν τους πρώτους, και αυτοί πίστεψαν στον Χριστό. Όταν είδε ο Λικίνιος την πόλη αναστατωμένη, διέταξε να κοπεί η κεφαλή του αγίου. Στάθηκαν όμως τότε πάμπολλα πλήθη χριστιανών και εμπόδιζαν τους στρατιώτες. Μόλις λοιπόν ο άγιος τους ησύχασε και προσευχήθηκε στον Χριστό, του έκοψαν το κεφάλι και πήρε τέλος ο δρόμος του μαρτυρίου. Μετατέθηκε δε από την Ηράκλεια στα Ευχάϊτα, στο γονικό οίκημά του, καθώς ο μάρτυς είχε δώσει τις κατάλληλες εντολές από πριν στον γραμματέα του Αύγαρο. Ο Αύγαρος, που ήταν μαζί με τον άγιο καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του, έγραψε το μαρτυρολόγιο του αγίου κατά πλάτος, δηλαδή και τις ερωτήσεις που του έθεσαν και τις απαντήσεις που έδωσε και τα ποικίλα είδη των βασανιστηρίων που πέρασε, και τις εκ Θεού φανερώσεις και βοήθειες».
Ο πυρπολημένος από θείο πόθο νους του αγίου Θεοδώρου αποτελεί το κλειδί που ερμηνεύει την καρτερία του στα τόσα βασανιστήρια που υπέστη, όπως βεβαίως και τη δύναμή του να υπερβεί πρώτα όλες τις προσφορές του ίδιου του βασιλιά. Απαιτείται να έχει κάποιος ολοκληρωτικά στραμμένο τον νου του στον Θεό, να φλέγεται από την αγάπη Εκείνου, για να μπορεί να περιφρονεί τη φιλία ενός βασιλιά, και μάλιστα με τέτοιες εξουσίες την εποχή εκείνη, και να καταφρονεί τα μαρτύρια που τσακίζουν το σώμα του ανθρώπου. Κι αυτό είναι το διαρκώς ζητούμενο από την Εκκλησία για τον πιστό άνθρωπο: όχι απλώς να τον περιορίσει με κάποιες εντολές και κανόνες – αυτό αποτελεί εξιουδαϊσμό της πνευματικής της ζωής – αλλά να τον προσανατολίσει στην αγάπη προς τον Θεό, την πρώτη και μεγάλη εντολή που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο. «Με πυρπολημένο τον νου από τον θείο πόθο, με γενναιότητα και μεγάλη τόλμη προχώρησες στον θάνατο της φωτιάς» («τω γαρ θείω πόθω τον νουν πυρπολούμενος, του εν πυρί θανάτου γενναίως κατετόλμησας»), σημειώνει στο κάθισμα του όρθρου ο υμνογράφος του αγίου. «Ο πόθος σου προς τον Θεό διέγραψε κάθε εμπαθή σχέση με τα γήινα, παμμακάριστε, δηλαδή και την ηδονή της δόξας, τον πλούτο και την τρυφή, και το περιβόητο ύψος της αναγνώρισης από όλους» («Ο προς Θεόν πόθος σου πάσαν ημαύρωσε προσπαθείας ύλην, παμμακάριστε, δόξαν τερπνήν, πλούτον και τρυφήν, και περιφανείας το περιβόητον ύψωμα») (ωδή δ΄ ).
Με το μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου όμως έχουμε και ένα είδος επιβεβαίωσης της αναστάσεως των σωμάτων που θα φέρει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Θέλουμε να πούμε ότι ο Κύριος δίνοντας τη χάρη Του δι’ αγγέλου να αποκαταστήσει το διαμελισμένο από τα βασανιστήρια σώμα του αγίου, να το ξανακάνει υγιές καθ’ ολοκληρίαν όπως ήτανε, πριν από την αποτομή της κεφαλής του, μας δίνει με μεγάλη ενάργεια μία εικόνα της εκ νέου δημιουργίας των σωμάτων που θα πραγματοποιήσει. Διότι υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι διερωτώνται: μα πώς τα διαλυμένα σώματα από τον θάνατο ή τα πυρπολημένα από τη φωτιά ή τα φαγωμένα από θηρία θα αναστηθούν; Και η απάντηση βεβαίως είναι απλή: ο Θεός θα προβεί σε μία νέα δημιουργία τους. Αυτός που «εξ ουκ όντων» δημιούργησε τα πάντα, ο Ίδιος και πάλι θα δημιουργήσει τα φθαρμένα και διαλυμένα. Κι εδώ ακριβώς, στο μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου, παίρνουμε μία εικόνα αυτής της μελλοντικής δημιουργίας: με μία απλή ενέργειά Του, και μάλιστα δι’ αγγέλου Του, το σώμα αποκαθίσταται. «Φάνηκες νικητής, ολοκληρωτικά άρτιος, μετά τη σταύρωση και την κάθε άλλη αποκοπή των μελών σου και νέκρωση, συ που νίκησες τον κόσμο. Διότι ο Χριστός με το χέρι του αγγέλου σαν αρχηγός της ζωής, σου ξανάδωσε ζωή» («Νικηφόρος ωράθης, άρτιος ολόκληρος μετά την σταύρωσιν και την άλλην πάσαν των μελών συγκοπήν τε και νέκρωσιν, ο νικήσας κόσμον∙ σε γαρ Χριστός χειρί αγγέλου, ως ζωής αρχηγός, ανεζώωσεν» (ωδή ε΄).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου