Ετούτο τον καιρό της κρίσης, κάπως συχνότερα λένε πολλοί πως βλέπουν το Χριστό να τριγυρίζει στους μεγάλους διαδρόμους με τα προϊόντα, στα απέραντα σούπερ μάρκετ.
Πώς να βρέθηκε άραγε Αυτός μες στους ναούς του κέρδους, που χρόνια τώρα υπηρετούσαν και συντηρούσαν την ακόρεστη επιθυμία μας να καταναλώνουμε; Μες στους ναούς του κέρδους, που απέμειναν τώρα χαμένοι καταναλωτικοί παράδεισοι για τον έκπτωτο καταναλωτή της εποχής του ΔΝΤ, τι φέρνει το Χριστό;
Τον φέρνουν οι φωνές, οι προσευχές. Τώρα στα δύσκολα αρχίσαμε και πάλι να Του ζητάμε να παρέμβει, να Του ζητάμε όπως άλλοτε το θαύμα.
–Βοήθα, Χριστέ μου, για να θρέψω τα παιδιά μου.
–Βοήθα σε αυτή την ξένη πόλη να τα βγάλω πέρα…
Οι γονείς, οι μετανάστες, οι απολυμένοι, οι συνταξιούχοι.
Και βαδίζει ο Χριστός, ανάμεσα στα κατάφορτα από αγαθά ράφια. Ανάμεσα στους ηλικιωμένους που κρατούν σφιχτά το πορτοφόλι τους, στις νοικοκυρές που αναζητούν την καλύτερη τιμή, στους άνεργους που μετράνε τα ψιλά τους.
Βαδίζει ανάμεσα στα ράφια ο Χριστός. Σαν σε βυζαντινή εικόνα ξετυλιγμένο το ειλητάριο στο χέρι του:
“Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν“.
Και ύστερα γεμίζει ράφια και καλάθια. Στη θέση των προϊόντων καθαρισμού, βάζει την άφεση. Στα τρόφιμα, την προσευχή. Αντί για νερό, το Λόγο του κι αντί για μέσα επικοινωνίας την Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Κι αντί για άλλες “προσφορές” προσφέρεται ο Ίδιος, ολόκληρος, αθέατος.
Στο ταμείο, δε ζητά αντίτιμο. Πάνε δυο χιλιάδες χρόνια τόσα τώρα, που τα ΄χει όλα αυτά με το Αίμα του εξαγοράσει.
Πού και πού (ξέρεις Εκείνος πότε), χορταίνει τους πεντακισχιλίους. “Οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ“.
–Βοήθα, Χριστέ μου, για να θρέψω τα παιδιά μου.
–Βοήθα σε αυτή την ξένη πόλη να τα βγάλω πέρα…
Οι γονείς, οι μετανάστες, οι απολυμένοι, οι συνταξιούχοι.
Και βαδίζει ο Χριστός, ανάμεσα στα κατάφορτα από αγαθά ράφια. Ανάμεσα στους ηλικιωμένους που κρατούν σφιχτά το πορτοφόλι τους, στις νοικοκυρές που αναζητούν την καλύτερη τιμή, στους άνεργους που μετράνε τα ψιλά τους.
Βαδίζει ανάμεσα στα ράφια ο Χριστός. Σαν σε βυζαντινή εικόνα ξετυλιγμένο το ειλητάριο στο χέρι του:
“Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν“.
Και ύστερα γεμίζει ράφια και καλάθια. Στη θέση των προϊόντων καθαρισμού, βάζει την άφεση. Στα τρόφιμα, την προσευχή. Αντί για νερό, το Λόγο του κι αντί για μέσα επικοινωνίας την Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Κι αντί για άλλες “προσφορές” προσφέρεται ο Ίδιος, ολόκληρος, αθέατος.
Στο ταμείο, δε ζητά αντίτιμο. Πάνε δυο χιλιάδες χρόνια τόσα τώρα, που τα ΄χει όλα αυτά με το Αίμα του εξαγοράσει.
Πού και πού (ξέρεις Εκείνος πότε), χορταίνει τους πεντακισχιλίους. “Οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ“.
Ε.Κ.
Φοιτήτρια Αγγλικής Φιλολογίας Παν/μίου Αθηνών
Φοιτήτρια Αγγλικής Φιλολογίας Παν/μίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου