Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Είκοσι πρακτικές συμβουλές για να ταπεινωθείς


1. Σε ξέχασαν; Δε σε πήραν ούτε ένα τηλέφωνο; Δεν πειράζει. Και προπαντός μην παραπονείσαι.
2. Σε αδίκησαν; Ξέχασέ το.
3. Σε περιφρόνησαν; Να χαίρεσαι.
4. Σε κατηγορούν; Μην αντιλέγεις.
5. Σε κοροϊδεύουν; Μην απαντάς.
6. Σε βρίζουν; Σιωπή και προσευχή.
7. Σου αφαιρούν το λόγο; Σε διακόπτουν; Μη λυπάσαι.
8. Σε κακολογούν; Μην αντιμάχεσαι.
9. Σου μεταδίδουν ευθύνες τα παιδιά σου; Οι συγγενείς σου, οι δικοί σου οι άνθρωποι; Μη διαμαρτύρεσαι.
10. Θυμώνουν μαζί σου; Να παραμένεις ήρεμος.
11. Σου κλέβουν φανερά; Κάνε τον τυφλό.
12. Σε ειρωνεύονται; Να μακροθυμείς.
13. Δεν ακούνε τις συμβουλές σου; Ιδίως δεν ακούνε τις συμβουλές σου τα παιδιά σου; Πέσε στα γόνατα και κάνε προσευχή.
14. Εκνευρισμός στο αντρόγυνο; Εσύ φταις. Κι εσύ φταις. Όχι ο άλλος.
15. Έφταιξες; Ζήτησε συγγνώμη.
16. Δεν έφταιξες; Πάλι ζήτησε συγγνώμη.
17. Έχεις υγεία; Δόξαζε τον Θεόν.
18. Έχεις αρρώστια; Έχεις καρκίνο, ταλαιπωρείσαι, υποφέρεις, βασανίζεσαι, πονάς; Δόξαζε τον Θεόν.
19. Γκρίνια, ανεργία, φτώχεια μέσα στο σπίτι; Νήστευσε. Αγρύπνησε. Κάνε προσευχή.
20. Για όλους και για όλα προσευχή. Πολλή προσευχή. Πολλή προσευχή. Νηστεία και προσευχή διότι “τούτο το γένος των παθών και των δαιμόνων ουκ εκπορεύεται παρά μόνο με νηστεία και προσευχή”...

πηγή

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ (28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)



«Ο όσιος Εφραίμ ήταν από την Ανατολή, Σύρος στην καταγωγή. Διδάχτηκε την ευσέβεια και την κατά Χριστόν πίστη από τους προγόνους του κι έζησε στους χρόνους του Θεοδοσίου του Μεγάλου. Ασπάστηκε από τα παιδικά του χρόνια τον μοναχικό βίο, και λέγεται ότι εκχύθηκε χάρη από τον Θεό πάνω του, διά της οποίας, αφού έγραψε πάρα πολλά κατανυκτικά συγγράμματα, καθοδήγησε πολλούς προς την αρετή κι έγινε παράδειγμα ασκητικής αρετής στις επόμενες γενιές. Τελείται δε η σύναξή του στο Μαρτύριο της αγίας Ακυλίνας, στον τόπο του Φιλόξενου, πλησίον του φόρου».

Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος είναι από τους γνωστότερους οσίους της Εκκλησίας μας, με την έννοια ότι τον γνωρίζουν και εκείνοι που δεν τον γνωρίζουν. Τι θέλουμε να πούμε; Μπορεί κανείς να μην έχει υπόψη του ότι η κατεξοχήν προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής, το «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου…», είναι δική του προσευχή, σίγουρα όμως την έχει ακούσει, την έχει και αυτός ψιθυρίσει, μπορεί να την έχει εντάξει και στις δικές του προσευχές. Κι αυτό σημαίνει ότι έχει προκληθεί και προκαλείται κάθε φορά με την προσευχή αυτή να ζήσει τη μετάνοια, ως αγώνα αποφυγής των κακών παθών: της αργίας, της περιεργείας, της φιλαρχίας, της αργολογίας, και αποκτήσεως των αρετών: της σωφροσύνης, της ταπεινοφροσύνης, της υπομονής και της αγάπης, διά των οποίων ζει κανείς την παρουσία του Θεού. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης αφενός τον προβάλλει ως κήρυκα της μετανοίας, αφετέρου ως «θείον κρατήρα της κατανύξεως». Όπως τονίζει το κοντάκιο και ο οίκος του κοντακίου μάλιστα «εν τοις λόγοις και έργοις σου ραθύμους εγείρεις προς μετάνοιαν» (με τα λόγια και με τα έργα σου ξυπνάς όλους για να μετανοήσουν).

Τα δάκρυα της κατανύξεως αποτελούσαν το κύριο στοιχείο της ζωής του οσίου, όπως και δάκρυα κατανύξεως προκαλούσαν και προκαλούν τα συγγράμματα που έγραψε. Κατά τον άγιο Θεοφάνη «αμέμπτως ήνυσας τον βίον δάκρυσι σεαυτόν αποπλύνας» (Πέρασες τη ζωή σου με άμεμπτο τρόπο, αφού ξέπλυνες τον εαυτό σου με τα δάκρυά σου).  Εκείνο που έκανε τον όσιο να ζει με δάκρυα και να έχει την κατάνυξη κυριολεκτικά σύνοικο της ζωής του ήταν η διαρκής μνήμη του θανάτου και της κρίσεως που τον ακολουθεί. Πράγματι, όποιος ενθυμείται τον θάνατό του με επίγνωση, όποιος έχει τη μνήμη ότι ακολουθεί η κρίση, εκείνος είναι που φτάνει σε μεγάλη ύψη αγιότητας, διότι έχει διαρκή αφορμή στο να μη αμαρτάνει. Όπως το λέει και η Γραφή: «Μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμάρτης εις τον αιώνα» (Θυμήσου το τέλος της ζωής σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ). Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας σ’ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό επικεντρώνουν ακριβώς σ’ αυτή τη μνήμη που διακατείχε τον όσιο. «Την του Κριτού παρουσίαν ιστορησάμενος, τοις των δακρύων ρείθροις των ψυχών τας λαμπάδας ανάπτειν εκδιδάσκεις, πάσι βοών, του Νυμφίου την έλευσιν» (Εξιστόρησες την παρουσία του Κριτή και διδάσκεις έτσι να ανάβουμε τις λαμπάδες των ψυχών μας με τους ποταμούς των δακρύων μας, φωνάζοντας σε όλους την έλευση του Νυμφίου Χριστού). Κι αλλού, όπως στο Δοξαστικό του εσπερινού: «Προφητικώς καταβρέχων την στρωμνήν τοις δάκρυσι και μελέτην βίου ποιούμενος την μετάνοιαν, της κρίσεως τον φόβον έργοις ημίν και διά λόγων υπέδειξας» (Καταβρέχοντας το στρώμα σου, σαν τον προφήτη Δαβίδ, με τα δάκρυα και κάνοντας μελέτη της ζωής σου τη μετάνοια, μας υπέδειξες με τα έργα σου και με τα λόγια σου τον φόβο της κρίσεως). Κι επιμένει ο υμνογράφος ακόμη και στο κοντάκιο: «Την ώραν αεί προβλέπων της ετάσεως, εθρήνεις πικρώς, Εφραίμ, ως φιλήσυχος» (Έχοντας μπροστά σου πάντοτε την ώρα της κρίσεως, θρηνούσες πικρά, Εφραίμ, ως φίλος της ησυχίας).

Δεν πρέπει να οδηγηθεί όμως κανείς σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς την αιτία των δακρύων και της κατανύξεώς του. Ο όσιος δεν ζούσε σε μία φοβική, δηλαδή αρρωστημένη, ατμόσφαιρα. Ο φόβος της κρίσεως δεν λειτουργούσε γι’ αυτόν ως μία πνευματική τρομοκρατία, η οποία αλλοιώνει αρνητικά την ψυχή, αλλά και το σώμα του ανθρώπου. Ο φόβος αυτός ήταν καρπός της αγάπης του προς τον Κύριο, μη τυχόν δηλαδή εκπέσει από την αγκαλιά Του, μήπως χάσει τη χάρη Του. «Τρωθείς αγάπη του Παντοκράτορος, όλον σαυτού τον βίον θρηνωδών διετέλεσας, εκβοών μετ’ εκπλήξεως, όσιεάνες τα κύματά σου, Σώτερ, της χάριτος, ταύτην μοι πλουσίως συντηρών, εν τη μελλούση ζωή» (Πληγώθηκες από την αγάπη του Παντοκράτορος Κυρίου, γι’ αυτό και πέρασες όλη τη ζωή σου με θρήνους, όσιε, φωνάζοντας με έκπληξη: πάρε μου πίσω, Σωτήρα, τα κύματα της χάρης Σου, κρατώντας την για μένα πλούσια, κατά τη μέλλουσα ζωή). Ζητούσε ο όσιος να μη έχει τόσο μεγάλη χάρη στη ζωή αυτή, μη τυχόν συμβεί και μειωθεί αυτή κατά τη μέλλουσα ζωή. Το κύριο γνώρισμα της ζωής του δηλαδή ήταν ο βαθύς έρωτάς του προς τον Κύριο. Αυτός ο έρωτας τον έκανε να δακρυρροεί διαρκώς και να ζει πάντοτε με την προσμονή της συναντήσεώς του με τον Κύριο.

Και δεν πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος εκείνο που έκανε τον όσιο να ζει με  καρδιακό πένθος και μετάνοια, προκειμένου να είναι στην αγάπη του Κυρίου: την εγκράτεια. Ο όσιος ζούσε με αδιάκοπη εγκράτεια – την προϋπόθεση της αγάπης προς τον Θεό και της κατανύξεως – κάτι που ο υμνογράφος επισημαίνει στον οίκο του κοντακίου και πάλι, με ένα συγκεκριμένο περιστατικό. «Ιχνηλατείν βουλόμενος, Πάτερ, του Προδρόμου ταις τρίβοις, εκ του κόσμου μόνος αυτός απάρας, εις έρημον κατώκησας. Βλέπων σε ουν ούτω βιούντα ο εχθρός τον δίκαιον, γύναιον πάνυ αναιδές κατά σου διεγείρει, οιόμενος διά του αρχαίου όπλου την σην ανδρείαν καταβαλείν, και την αγνείαν μολύνειν σου» (Θέλοντας να ακολουθείς  τα ίχνη του δρόμου του Ιωάννου του Προδρόμου, έφυγες εσύ μόνος σου από τον κόσμο και κατοίκησες στην έρημο. Βλέποντας λοιπόν ο εχθρός διάβολος εσένα τον δίκαιο να ζεις έτσι, ξεσήκωσε μία πολύ αναιδή γυναίκα του δρόμου, νομίζοντας ότι θα καταβάλει την ανδρεία σου με το αρχαίο όπλο, δηλαδή τη λαγνεία, και θα μολύνει την αγνότητά σου). Το περιστατικό δηλαδή είναι γνωστό: ο εχθρός διάβολος έβαλε στη σκέψη μίας πόρνης γυναίκας να παρασύρει τον όσιο. Πήγε λοιπόν και του έκανε ανήθικες προτάσεις. Κι εκείνος, μη πτοούμενος, μάλλον λυπούμενος βαθιά για την κατάντια της, την πήρε και την οδήγησε στο μέσο μίας πλατείας, κι εκεί την προέτρεψε να του πει τι ακριβώς θέλει να κάνει. Κι εκείνη εκφράζοντας την απορία της ότι αυτά δεν γίνονται στο μέσο του δρόμου, δέχτηκε τον λόγο του: Πώς λοιπόν να κάνω κάτι ενώπιον του Θεού, όταν εσύ ντρέπεσαι να το κάνεις μπροστά στους ανθρώπους;

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

«Συνάντηση με ένα ταξιτζή…» ( Άγιος Νεκτάριος )


Toυ π. Ιεροθέου Ανδρουτσόπουλου



Κάποιος μου είπε λίγες ημέρες πριν πως πάτερ, έχεις καιρό να γράψεις κάτι. Και του απάντησα πως συνηθίζω να λερώνω με μελάνι τις λευκές γραμμές του χαρτιού, μόνο όταν κάτι συμβαίνει και μου προξενεί το ενδιαφέρον ή μου προκαλεί την ευαισθησία. Και είναι αλήθεια, πάει καιρός από τότε.
Πάντα όμως εκεί που δεν το περιμένεις, κάτι έρχεται να σου αναταράξει για λίγο την ησυχία και ίσως και την εφησυχάζουσα συνείδησή σου.
Σκέψεις, λογισμοί, απορίες, αγωνίες όλο αυτό τον καιρό για την νέα αυτή χρονιά, προβληματισμοί του παρόντος, αμφιβολίες για την πορεία του μέλλοντος, την προσωπική ευτυχία και την γενικότερη κατάσταση στον κόσμο, βασανίζουν την καρδιά σου, την σκέψη μου, την ψυχή μας. Γενικότερη η ανησυχία. Μεγάλη η ανεργία. Πλήθυνε λένε η ανομία. Εγκαθίσταται η αναρχία. Στερείται η ελευθερία μας. Χάνεται η γεωγραφική μας κυριαρχία. Τα πάντα αλλάζουν. Και ξαφνικά αισθάνεσαι ότι δεν υπάρχει πια ελπίδα, δεν πρόκειται να σωθείς, σου λένε επίμονα ότι ο Θεός πέθανε, ότι δεν υπάρχει ζωή.
« Θεέ μου τι κόσμος! Βοήθησε με να σωθώ. Να μην σέρνομαι στο χώμα. Αναζωπύρωσε μέσα μου την φλόγα της ελπίδος. Μπορείς άλλωστε. Τι είναι για Σένα ένα θαύμα! Συγχώρεσε την παρρησία μου. Σε αισθάνομαι Πατέρα. Θέλω να νιώθω άνετα μαζί σου».
Αυτές ήταν οι σκέψεις μου. Τις μοιράστηκα μαζί σας. Με βασάνιζαν, δεν σας το κρύβω. Μέχρι που ένας ταξιτζής, άνθρωπος του μεροκάματου, μου έλυσε την απορία. Σου κάνει εντύπωση; Και όμως.
« Πάτερ, μου είπε, άκου αυτό που θα σου πω και πες μου. Σε ένα φίλο, αδελφικό, του διέγνωσαν καρκίνο. Φοβήθηκε. Ταράχτηκε όλη η οικογένειά του. Τον έπιασε τρόμος. Εξετάσεις, αποτελέσματα, επισκέψεις σε γιατρούς, μαγνητικές, αξονικές στο κεφάλι. Τελευταία ελπίδα ,του είπαν, στο εξωτερικό , ένα διαγνωστικό κέντρο στην Γαλλία, για ειδικές εξετάσεις .
Γαλλία, ημέρα Σάββατο , ένα όμορφο πρωινό, στην αναμονή ή στην προσμονή των αποτελεσμάτων , εκεί σε μια στάση, στριμωγμένος με πολύ κόσμο. Ψάχνοντας ταξί. Έπειτα από αρκετή ώρα αναμονής ένα ταξί σταματά εμπρός του και του ανοίγει την πόρτα. «Πηγαίνετε με στο τάδε ξενοδοχείο» , είπε στα γαλλικά, μα κατάλαβε ότι ο ταξιτζής ήταν Έλληνας. «Τι κάνεις στην Γαλλία», τον ρώτησε. «Ήρθα για κάτι εξετάσεις». «Καλά δεν υπάρχουν νοσοκομεία στην Ελλάδα»;.
Ε, για καλύτερα, απάντησε. « Ξέρω ένα καλό νοσοκομείο εκεί στην Αίγινα, πήγαινε εκεί.» Η κούρσα τελείωσε , η απροσδόκητη επαφή με τον ταξιτζή, χάθηκε.
Ελλάδα, λίγες ημέρες μετά, μου συνέχισε την διήγηση ο ταξιτζής που με έφερνε στο μοναστήρι, ο φίλος ρώτησε ποιο νοσοκομείο υπάρχει στην Αίγινα για να πάει. Του απάντησα πως η Αίγινα φημίζεται μόνο για τον Άγιο Νεκτάριο. Δεν έχει νοσοκομείο για ασθενείς με καρκίνο. Πήγε, τελικά, στο Μοναστήρι του Αγίου, και μπαίνοντας μέσα είδε την αγιογραφία με τον Άγιο Νεκτάριο. Λιποθύμησε. Τον ήξερε αυτό τον Άγιο.Ήταν ο ταξιτζής της Γαλλίας!!!»
Και τότε πήρα την απάντηση στα ερωτηματικά που περιέγραψα παραπάνω. Ένας ταξιτζής σε μένα έλυσε την απορία της αγωνίας, κατάλαβα ότι υπάρχει Ζωή και αυτή την ζωή θέλω να ζήσω, και ένας άλλος ταξιτζής ( Άγιος Νεκτάριος) στον ασθενή αδελφό έδωσε την υγεία και την λύση στο αδιέξοδο της αρρώστιας.


Αναπλαστική Σχολή Πατρών το βρήκαμε εδώ

Ευλαβικό αφιέρωμα στην ασκητική μορφή του μακαριστού Μητροπολίτου Λευκάδος & Ιθάκης κυρού Νικηφόρου επί τη συμπληρώσει 6 ετών από τη σεπτή κοίμησή του

Miα από τις πιό ασκητικές μορφές ελλήνων Ιεραρχών είναι και αυτή του μακαριστού Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης κ.κ. Νικηφόρου Δεδούση. Μια ασκητική μορφή που πέρασε και έδρασε στην Λευκάδα επί μισό περίπου αιώνα, οδηγώντας πλειάδα πιστών στον ουρανό και στον θρόνο του Θεού.
 Το ιστολόγιό μας αποφάσισε να δημοσιεύσει ένα μικρό αφιέρωμα στον μακαριστό αυτόν Επίσκοπο, επί τη συμπληρώσει 6 ετών από την Κοίμησή του , τον Ιανουάριο του 2007.
Δημοσιεύουμε το παρακάτω αρθρο του αγαπητού π. Ιωαννικίου Ζαμπέλη,  διακόνου της Ιεράς Μητροπόλεως Λευκάδος & Ιθάκης προς τον αγαπημένο επίσκοπο της Λευκάδας



Με βαθιά συγκίνηση ο πιστός λαός της Λευκάδας και της Ιθάκης προέπεμψε την περασμένη Τετάρτη τον πνευματικό του πατέρα προς την αιωνιότητα. Ο επί σαράντα συναπτά έτη επίσκοπος της τοπικής μας Εκκλησίας παρεδρεύει πλέον στο ουράνιο Θυσιαστήριο, μαζί με την μακρά σειρά των προκατόχων του αρχιερέων από τον άγιο Σωσίωνα, πρώτο επίσκοπο Λευκάδος μέχρι και τον Γέροντα Μητροπολίτη Δωρόθεο. Από την περασμένη Δευτέρα, ημέρα της προς Κύριον εκδημίας του, στέκεται μπροστά στον Θρόνο του Δικαιοκρίτη Θεού, έτοιμος από καιρό. Βρίσκεται όμως πλέον και στο αλάνθαστο κριτήριο της Ιστορίας, που τον καταγράφει ως μια από τις σημαντικότερες μορφές που πέρασαν από την Λευκάδα του 20ου και 21ου αι. Με πολύπλευρο έργο και σημαντική προσφορά στην πνευματική πρόοδο του λαού, που τόσο αγάπησε. Τον παρακολουθήσαμε να βουρκώνει λέγοντας «να είστε καλά, αγαπητοί μου Λευκαδίτες» στην τελευταία Θ. Λειτουργία που τέλεσε, στο πανηγύρι της Κυρα-Φανερωμένης, όπως έλεγε, το καλοκαίρι του 2006.
Ο λαός της κατʼ επιλογήν πατρίδας του, του νησιού όπου έζησε τα 2/3 της επίγειας ζωής του, εκφράστηκε γιʼ αυτόν στο τριήμερο προσκύνημα του σεπτού σκηνώματός του. Εγκωμίασαν την ιερή μνήμη του οι τοπικές αρχές, εκ μέρους των Λευκαδιτών όλων. Επαίνεσαν την εκούσια φτώχεια του, τη λιτότητα, το ασκητικό του ήθος, την αγάπη για τον πλησίον, την πίστη του και τα τόσα χαρίσματά του? Εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους τα πνευματικά του παιδιά. Πολλοί απʼ αυτούς, πρεσβύτες λελευκασμένοι μπροστά στην Αγία Τράπεζα σήμερα, δάκρυσαν ανυπόκριτα, αποχαιρετώντας τον χειραγωγό τους προς την ιερωσύνη.
Η Λευκάδα ομολογεί πόσα του οφείλει και για πόσα τον ευχαριστεί: για την αγάπη και την στοργή του, για την αγωνία του για τον καθένα μας χωριστά, για την υποδειγματική βιοτή του, για το άγιο παράδειγμά του, για την ακατηγόρητη πολιτεία του!Έφυγε πλήρης ημερών, έχοντας συμπληρώσει τα ενενήντα έτη του, για να αναπαυθεί επιτέλους από τους κόπους και τις ασθένειες. Αφήνει ανάμνηση αγαθή, μνήμη αγία! Οι υπόλοιποι Ιεράρχες τον σέβονταν κι ας μην είχε ο ίδιος επιδοθεί σε δημόσιες σχέσεις. Εκτιμούσαν την κρίση και τις επιλογές του -κι ας παρέμενε συνήθως σιωπηλός και προσευχόμενος κατά τις θυελλώδεις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου. Οι αδελφοί του αρχιερείς, όχι μόνον οι δέκα που τον συνόδευσαν στην εξόδιο ακολουθία, αναγνωρίζουν την αγιότητά του και τη διακηρύσσουν.Λιτή η ζωή του. Ασκητική η διατροφή του. Πενιχρή η ενδυμασία του. Άδειο το πορτοφόλι του. Δίχως τραπεζικές καταθέσεις και υλικά αγαθά. Χωρίς πολυτελή άμφια. Δε δεχόταν δεσποτικές τιμές, μήτε τις προβλεπόμενες από την τάξη της αρχιερατικής χοροστασίας. Ένοιωθε την αρχιερωσύνη ως ευθύνη και σταυρό, ζυγό που είχε επιθέσει στους ασθενικούς του ώμους ο Αρχιποίμενας Χριστός.
Διατηρούσε την πόρτα της καρδιάς και του γραφείου του ανοιχτή. Στεκόταν πάνω από τους κομματικούς διαχωρισμούς του ποιμνίου του. Απέφευγε τις συγκρούσεις. Τηρούσε ίσες αποστάσεις από τα πνευματικά του παιδιά, κληρικούς και λαϊκούς. Μοχθούσε για να χειροτονεί καταρτισμένους κληρικούς, με βασικό προσόν την έξωθεν καλή μαρτυρία και φόβο Θεού. Ήξερε από σκληρή δουλειά. Στα φοιτητικά του χρόνια, παρόλο που προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια της Καλαμάτας, αναγκάστηκε να εργάζεται με πλήρες οκτάωρο ως εργάτης στο τυπογραφείο της αδελφότητας ΖΩΗ και να παρακολουθεί παράλληλα τις παραδόσεις των πανεπιστημιακών καθηγητών, μέχρι να λάβει το πτυχίο της Θεολογίας.
Περιόδευσε στην ελληνική επαρχία (Μεσσηνία, Λαχανάς, Λαγκαδάς, Φωκίδα κ.ά.) ως λαϊκός και κληρικός ιεροκήρυκας.Εκάρη μοναχός στο μοναστήρι της Φανερωμένης. Αγαπούσε τον μοναχικό βίο και όσο μπορούσε ακολουθούσε τους τρόπους της μοναχικής πολιτείας. Λυπόταν που δεν μπόρεσε ποτέ να προσκυνήσει τον Αγιώνυμο Άθωνα. Με ιερή νοσταλγία θυμόταν τους μοναχούς της ιδιαίτερης πατρίδας του κι έναν τυφλό, κατανυκτικό ψάλτη του ασκητηρίου Παναγουλάκη. Αναπαυόταν κατά διαστήματα στα μοναστήρια του Ελικώνα Βοιωτίας, Προφ. Ηλία Παρνασσίδος, Αγ. Τεσσαράκοντα Σπάρτης και κάθε καλοκαίρι στην πολυαγαπημένη του Μονή της Φανερωμένης.

Πόθος του ανεκπλήρωτος να ταφεί στη μονή της μετανοίας του. Θελγόταν η ψυχή του από αγιασμένες μορφές του αιώνα μας. Οι φωτογραφίες των γερόντων Πορφυρίου, Παϊσίου, Ιακώβου κ.ά. κοσμούσαν το γραφείο του. Το ίδιο και το πορτραίτου του «Πατριάρχη της αγάπης», μακαριστού Δημητρίου.

Νεότατος ήρθε στο νησί μας και αγκάλιασε τους νέους της μετεμφυλιακής Λευκάδας. Ο λόγος του ιεροκήρυκα τραβούσε σαν μαγνήτης μικρούς και μεγάλους. Ενθρονίστηκε σύντομα στις καρδιές όλων. Μια απλοϊκή γριούλα της Νεάπολης, η κυρα-Κωστάντω, είχε την φωτογραφία του πλάι στα εικονίσματα. Με πόνο οι Λευκαδίτες τον αποχωρίστηκαν, όταν μετατέθηκε ως ιεροκήρυκας στην Άμφισσα.


Πρόσεχε πολύ να μη δίνει αφορμές σκανδαλισμού στο ποίμνιό του. Αυστηρός πρώτα με τον εαυτό του και κατόπιν με τους άλλους, δε συγχωρούσε πολυτέλειες και επιδείξεις, πολύ δε περισσότερο ηθικής φύσεως εκτροπές. Πλήρωνε ο ίδιος τους λογαριασμούς των τηλεφώνων του, τις κυρίες που μαγείρευαν και τον φρόντιζαν. Για να μην προκαλεί τους φτωχούς του ποιμνίου του δεν χρησιμοποιούσε στη Λευκάδα το υπηρεσιακό όχημα, αλλά επιβιβαζόταν σε ΙΧ αυτοκίνητα, αγροτικά, «κλούβες», σαν ένας απλός κληρικός. Λιτά τα ιερά άμφιά του τα «πανιά», που έλεγε κι ίδιος γελώντας. Δεν έμενε μόνος με γυναίκες ούτε επέτρεπε να επιβαίνουν στο ίδιο αυτοκίνητο μʼ αυτόν. Λεπτομέρειες που φαίνονται αστείες στους ανυποψίαστους. Ήταν όμως εκδηλώσεις άκρας προσοχής και ευαισθησίας για να μην πληγώσει τις πνευματικές αντοχές των χλιαρών και ευκολόπιστων. Αυτά τον προφύλαξαν από εύκολες κατηγορίες. Όταν η Εκκλησία κλυδωνιζόταν πρόσφατα από ηθικές παρεκτροπές κληρικών, τον Επίσκοπο που γνωρίσαμε από μικρά παιδιά βλέπαμε και στηριζόταν η πίστη και η αφοσίωσή μας στον υπερανθρώπινο και ιερό θεσμό της Εκκλησίας.Ευαίσθητος και ευσυγκίνητος, συνέπασχε με τους πάσχοντες. Δάκρυζε μπροστά στον ανθρώπινο πόνο. Δεν αδιαφορούσε για την ορφάνια, για τον χαμό των νέων παιδιών, για τον πρόωρο θάνατο συνεργατών του. Φλογερές οι δεήσεις του ανέβαιναν τότε στον Ουρανό και φρόντιζε να παρηγορεί τα εμπερίστατα παιδιά του.Μετά την οσιακή τελευτή του, λησμονούμε τις όποιες ατέλειες του χαρακτήρα του και ενδεχόμενες παραλείψεις στο έργο του ?υπαγορευμένες στην πλειονότητά τους από την απροθυμία του να συγκρουσθεί με τα πνευματικά του παιδιά- και διαπιστώνουμε ότι «τοιούτος ημίν έπρεπεν αρχιερεύς, όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών...»

Ας είναι αιωνία του η μνήμη και ας πρεσβεύει στον Ζωοδότη Κύριο για εμάς τους ταπεινούς και αναξίους δούλους.

ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΝ ΙΕΡΟΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ




Τήν ΤΡΙΤΗΝ, 28 Ἰανουαρίου 2014, στόν Ἱερό Ναό Ἁγ. Μηνᾶ πόλεως Λευκάδος,
 θά τελεσθεῖ Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία καί Ἱερόν Μνημόσυνον χοροστατοῦντος
 τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου μας κυρίου Θεοφίλου, 
μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως ἔξι ἐτῶν ἀπό τῆς εἰς Κύριον ἐκδημίας τοῦ ἀειμνήστου
 Μητροπολίτου Λευκάδος καί Ἰθάκης
κυροῦ Νικηφόρου.
Καλοῦνται ὁ ἱερός Κλῆρος, οἱ τοπικές Ἀρχές καί πάντες οἱ Χριστιανοί.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ



Με την ευκαιρία της εορτής των προστατών της Παιδείας μας, Αγίων Τριών Ιεραρχών το Κέντρο Νεότητας της Ι. Μ. Λευκάδος και Ιθάκης διοργανώνει σε Λευκάδα και Ιθάκη τις εξής δύο εκδηλώσεις:

  1. 1.      Ομιλία Καθηγητή κ. Ιωάννη Πανούση στη Λευκάδα, με θέμα: «Ενδοσχολική βία: Μύθοι και πραγματικότητα» («Καταφυγή» – Δευτέρα, 27 Ιανουαρίου 2014)
«Ενδοσχολική βία: Μύθοι και πραγματικότητα» είναι το θέμα της Σύναξης των εκπαιδευτικών της περιοχής μας που διοργανώνουν από κοινό το Κέντρο Νεότητας της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, το Γραφείο της Σχολικής Συμβούλου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Λευκάδας και η Διεύθυνση Δεςυτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λευκάδας.
Η Σύναξη θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα, 27 Ιανουαρίου 2014, στις 6.30 το απόγευμα στον Τόπο Επικοινωνίαςτης Ιεράς Μητροπόλεως Λευκάδος και Ιθάκης «Καταφυγή», στην πόλη της Λευκάδας (παλαιό Μητροπολιτικό Μέγαρο ή πρώην ΝΕΛΕ – οδ. Μεγανησίου 5 – πλησίον Κεντρικής Πλατείας, έναντι Ι. Ν. Αγ. Ιωάννου Θεολόγου).
Στην εκδήλωση θα μιλήσει ο κ. Γιάννης Πανούσης, Καθηγητής Εγκληματολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών και θα ακολουθήσει ελεύθερος διάλογος πάνω σε αυτό το φλέγον για τις σχολικές μας κοινότητες ζήτημα.

  1. 2.      Ομιλία π. Σπυρίδωνος Βασιλάκου στην Ιθάκη, με θέμα: «Προσεγγίζοντας τις ξεχασμένες πτυχές της Παιδείας μας» (Δημοτικό Σχολείο Βαθέος Ιθάκης – Δευτέρα, 3  Φεβρουαρίου 2014)
Εορταστική σύναξη για τους εκπαιδευτικούς της νήσου Ιθάκης διοργανώνει το Κέντρο Νεότητας της Ιεράς Μητροπόλεως Λευκάδος και Ιθάκης τη Δευτέρα, 3 Φεβρουαρίου 2014 και ώρα 6.30 μ.μ. στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Δημοτικού Σχολείου στο Βαθύ της Ιθάκης.
Θα μιλήσει ο Αιδεσιμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος π. Σπυρίδων Βασιλάκος, Εφημέριος του Ιερού Προσκυνηματικού Ναού Ευαγγελιστού Λουκά Θηβών, με θέμα: «Προσεγγίζοντας τις ξεχασμένες πτυχές της Παιδείας μας», ενώ θα ακολουθήσει εποικοδομητικός διάλογος για το ρόλο του σύγχρονου εκπαιδευτικού.
Φέτος δεν θα αποσταλούν προσωπικές προσκλήσεις, όμως η πρόσκληση είναι ανοιχτή σε όλους τους Εκπαιδευτικούς και σε όσους επιθυμούν να παρακολουθήσουν και τις δύο παραπάνω εκδηλώσεις!
aflefkas afithaki

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Αγαπήστε και την προσευχή. ( Γέροντας Ιερώνυμος της Αιγίνης )


Αγαπήστε και την προσευχή. Ένας έκαμε προσευχή όλην την νύχτα. Τα λόγια της προσευχής του έρχονταν το ένα μετά το άλλο χωρίς δυσκολία.


Είτε έχεις ζήλο είτε όχι, την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Δια πολλούς λόγους την προσευχήν δεν θα κόβεις Ούτε θα αμελής. Προσπάθησε επίσης, ένα κόμπο δάκρυ κάθε βράδυ να έχεις.


Ημέρα να μη πέραση χωρίς προσευχήν, αλλά και προσευχή να μη γίνη χωρίς δάκρυ.


Ή προσευχή πώς πηγαίνει; Εγώ, πολλές ημέρες κρεβάτι δεν βλέπω. Και όταν αρχίζω, γλυκαίνομαι και δεν θέλω να τελειώσω.


Όταν κάμνετε προσευχήν, να λέτε: Πιστεύω.... εις ένα Θεόν... Πατέρα... Παντοκράτορα... Ποιητήν Ουρανού και γης.... δηλ. να μη τα λέγετε, γρήγορα και σας παίρνει ό πονηρός τον λογισμόν, άλλα αργά, για να τα νοιώθετε τα λόγια.


Επιμένετε και αυξάνετε την προσευχήν. θα κάμετε την προσευχήν την οποίαν ορίζει ή Εκκλησία μας, δηλ. Εξάψαλμο, Απόδειπνο, Παράκλησιν κλπ. θα τα διαβάζετε αυτά από τα βιβλία, άλλα ενίοτε αφήνετε τα και δι' ολίγον. Δηλαδή χωρίς το βιβλίον, εκτός τα λόγια, αυτά της προσευχής, μιλήσατε και μόνοι σας στο τον Χριστό μας. Άπλα και από την καρδιά σας, πείτε Του σαν να τον βλέπατε μπροστά σας: «Πατέρα μου, έσφαλλα, δεν πέρασα την ημέρα μου πνευματικά, άλλα με κοσμικά πράγματα. Κατέκρινα, μίλησα πολύ, γέλασα, Έφαγα πολύ, προσευχή δεν έκαμα, είχα τόσες αδυναμίες και πτώσεις. Συγχώρεσέ με Κύριε κλπ.» Έτσι να λέγετε και θα σας λυπηθεί τότε ό Χριστός μας και θα σας στείλει δάκρυα. Και πρέπει να έλθουν δάκρυα, διότι αυτά τα δάκρυα της προσευχής θα σας δώσουν δύναμιν και χαράν. Αυτά θα σας πάρουν τις θλίψεις.


Όπως αν δεν εργασθείς μισθό δεν παίρνεις, Έτσι και χωρίς κόπο, προσπάθειες, επιμέλεια, προσευχήν κλπ. χαρίσματα Ούτε Έρχονται, Ούτε πνευματικές αγίες γεύσεις.


Αν στο μαγκάλι δεν προσθέσουμε κάρβουνα, ή φωτιά θα σβήσει. Προσοχή να μη σβήσει ή φωτιά. Και δεν θα σβήσει αν δεν κόψης την προσευχή.


Μετά τα λόγια της Ακολουθίας, Απόδειπνο κλπ. να παρακαλάς τον Θεόν και με απλά λόγια, με λόγια δικά σου για τα προβλήματα σου για τον πόνο σου, ως να είναι μπροστά σου και τον βλέπεις. Αυτά τα πονεμένα και κατανυκτικά λόγια, είναι σαν τα προσανάμματα δια να πιάσει ή φωτιά, δηλ. ό πόθος δια τον Θεόν. Και τότε έρχονται και τα δάκρυα.


Αγάπησε την κατάνυξιν, φέρνε στο νου σου τις αίτιες πού θα σου φέρνουν δάκρυα.
Μια ψυχή, δεκατέσσερις ώρες, συνεχώς, έκλαιγε από κατάνυξιν. Έλεγε: Τα μάτια μου είναι μικρά, τα δάκρυα πολλά, δεν χωρούν.


Το «Πιστεύω» να μη περνάει ημέρα πού να μη το πεις. Είτε στην ακολουθία είτε χωριστά.


Θεολόγος είσαι και πανδρεύθηκες; Ό θεολόγος πρέπει να ανακατώνει το βάθος της θαλάσσης! Πώς δεν σε αιχμαλώτισε ή Θεολογία! Όταν άρχισες να την σπουδάζεις, είχες εις τον νουν σου να παντρευθής, ή μετά έμπλεξες! (όντως είχε γίνει το δεύτερο).


Εάν έχεις φόβο Κυρίου, έμαθες θεολογία. Εάν δεν έχεις φόβον Κυρίου τέχνη έμαθες δια να ζήσης.


Ταπείνωση, δάκρυα, προσευχή και καθαρή ψυχή. Δεν έρχονται δάκρυα, όταν δεν πέρασε κανείς καλά, πνευματικά την ημέρα του.


Όταν βρεθείς σε δύσκολες στιγμές, το «Πιστεύω» να λες. Αργά και να το αισθάνεσαι. Κάθε μία λέξη του να φθάνει βαθιά στην καρδιά σου, όχι τυπικά και ξηρά. Εγώ, το λέγω πολλές φορές την ημέρα, 5-6 και περισσότερες.


Αν αφήνεις παράθυρο, θα μπει το φως. Αν όλα είναι κλειστά, από που θα μπει φως και ας είναι άφθονο έξω. Έτσι και εις τα πνευματικά: Άνοιξε την καρδιά σου στο Χριστόν μας, παρακάλεσε Τον και Εκείνος θα βοηθήσει!


Μη λες «ό Χριστός» αλλά «ό Χριστός μας».


Το Ψαλτήρι καθημερινή μου τροφή το έχω. Να το αγαπάς πολύ και να το διαβάζεις. Έστω 'ένα ή δύο ψαλμούς την ημέρα. Και όταν έχεις λύπη, όταν έχεις πειρασμόν, διάβαζε με προσοχήν και αγάπην το Ψαλτήρι και θα νιώθεις μεταβολή μέσα σου.


Ή καλύτερη μουσική είναι ή Βυζαντινή. Πολύ την αγαπώ.


Να θεωρείς την Εκκλησία ως Ιατρείο. Διατί πηγαίνει κανείς εις το Ιατρείο; Δια να θεραπευθεί. Να λέγεις, Διατί ήλθα εδώ; (εις την Εκκλησιά) και να παρακαλείς τον Χριστό μας, την Παναγίαν μας και τους Αγίους μας!


Κάθε ημέρα, στην Βηθλεέμ βρίσκομαι. Μπορείς σωματικά να είσαι όπου αναγκαστικά είσαι υποχρεωμένος να είσαι. 'Αλλά με τον νουν σου, όπου εσύ θέλεις. Τον νουν σου δεν εξουσιάζει κανείς.


Όποτε χρειασθείς, οπότε θέλεις ή έχεις κάποιον λύπην, να έρχεσαι εδώ και όποια ώρα νάνε, εγώ θα σε δέχομαι! Αν εγώ πού είμαι άνθρωπος αμαρτωλός σε λυπάμαι και σου λέγω έτσι, πόσον μάλλον ό Χριστός μας, πού είναι Φιλάνθρωπος, πού μας αγαπάει με αγάπην πού δεν μπορούμε να την κατανοήσομε. Οποια ώρα νάνε και για ότι έχεις, θα καταφεύγεις στον Χριστόν μας, στην προσευχήν, και Εκείνος θα σε λυπάται και θα σε ακούει και θα σε βοηθά.
Γέροντα, συχνά δεν προλαβαίνω να κάνω προσευχή στο σπίτι και προσεύχομαι καθ' όδόν κλπ. Μήπως δεν πρέπει; «Στην ανάγκη δεν πειράζει Ό Θεός είναι παντού, είναι Πνεύμα! Όταν πεινάς, μόνο στο τραπέζι τρως; Δεν τρως και όρθια και τρέχοντας και δουλεύοντας; Αρκεί τον νουν σου να έχεις στα λόγια της προσευχής».


Ημέρα πού θα πέραση και δεν ένοιωσες τον Χριστό μας στην καρδία σου, δια της προσευχής, αναγνώσεως Ψαλτηρίου, Ευαγγελίου, κλπ., κλπ., να θεωρείς ότι απώλεσες αύτη την μέρα!
Να παρακαλείς με δάκρυα, όπως ή Μαρία Μαγδαληνή και να λέγεις: Χριστέ μου, μη με εγκατάλειψης! Χριστέ μου μη με αφήνεις μόνο, Χριστέ μου γλυκύτατε, μη πάρεις την ψυχήν μου αν δεν γίνω όλος Σος!


Μετά το Απόδειπνο, να πεις: «Κύριε μου, με βλέπεις πώς είμαι! Κατάνυξιν δεν έχω. Δεν ημπορώ να προσευχηθώ όπως πρέπει. Αδυναμίες έχω πολλές! Δεν αγωνίζομαι ακόμη όπως Εσύ θέλεις. τι θα γίνη αυτή ή κατάστασης; Βοήθησε με Κύριε!» Να του ομιλείς σαν να είναι μπροστά σου, έτσι Όπως ομιλείς σε εμένα.


Όσο κόβεις σχέσεις από τα κοσμικά, τόσο ελευθερώνεται ο νούς σου και καθαρίζει και προσεύχεσαι καλύτερα.


Εγώ, θυσιάζω από τον εαυτόν μου για όποιον προσεύχομαι!


θα παρακαλέσω τον Θεόν δι' εσάς, δηλ. θα κάμω προσευχήν άλλα να ξέρετε, «ένα χέρι κρότο δεν κάνει». Εγώ παρακαλώ για σας, άλλα να παρακαλείται και εσείς.


Απόδειξης αγάπης προς τον Σωτήρα μας, είναι τα δάκρυα κατά την ώραν της προσευχής.
Το χτίσιμο με ξηρούς λίθους δεν είναι καλό. Χρειάζεται ή λάσπη χρειάζεται και ό ασβέστης. Έτσι και ή προσευχή χωρίς δάκρυα δεν είναι προσευχή. Χρειάζονται δάκρυα, αλλιώς ωφέλεια δεν μένει από την προσευχήν.


Σε κάθε προσευχή πρέπει να έχετε ένα κόμπο δάκρυ. Και όταν σας έλθη κατάνυξη, μη το λέτε πουθενά γιατί είναι θείον δώρον μήπως και το χάσετε!


Χαιρέτησε την Χάριν! Όταν αισθάνεσαι κατάνυξιν, είναι επειδή σε επισκέπτεται ή Χάρις του Θεού. Χαιρέτησε την και αγκάλιασε την, δηλ. ζήσε την επίσκεψιν της Στοργής του Θεού εκείνη την ώραν και ταπεινά ευχαρίστησε τον Θεόν δια το δώρον αυτό και παρακάλεσε Τον να μη σε εγκαταλείψει ποτέ!

πηγή / αντιγραφή

Προσευχή σε Απειλή Σεισμού

 Θεός ὁ μέγας, καί φοβερός, καί θαυμαστός, ὁ μόνος ἀληθινός, ὁ ποιῶν πάντα καί μετασκευάζων, ὁ ἐπιβλέπων ἐπί τήν γῆν καί ποιῶν αὐτήν τρέμειν, 
ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καί καπνίζονται, ὁ σείων τήν ὑπ’ οὐρανόν ἐκ θεμελίων, οἱ δέ στύλοι αὐτῆς οὐ σαλεύονται, ὁ τά θεμέλια της γής σαλεύων, 
ἤδρασται δέ τῷ σῶ νεύματι, ὄν πάντα φρίσσει καί τρέμει ἀπό προσώπου τῆς δυνάμεώς Σου, ὅτι ἀνυπόστατος ἡ ὀργή τῆς ἐπί ἠμᾶς τούς ἁμαρτωλούς ἀπειλῆς 
Σου, 
ἀμέτρητον τέ καί ἀνεξιχνίαστον τό ἔλεος τῆς ἐπαγγελίας Σου, αὐτός μνήσθητι τῶν οἰκτιρμῶν Σου, Κύριε, καί τά ἐλέη Σου παρασχου ἠμίν, ὅτι ἀπό τοῦ αἰῶνος εἰσί, 
στήριξον τήν κτίσιν, στερέωσον τήν γῆν, παῦσον τόν κλόνον αὐτῆς, ἔδρασον τήν δονηθείσαν οἰκουμένην, καί μή συναπολέσης ἠμᾶς ταῖς ἀνομίαις ἠμῶν, 
μηδέ καταδικάσης ἠμᾶς ταῖς ἁμαρτίαις ἠμῶν, ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γής.

τι σύ εἰ ὁ Θεός ἠμῶν, Θεός τοῦ ἐλεεῖν καί σώζειν, καί σύ τήν δόξαν ἀναπέμπομεν, 
τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῶ καί τῷ Ἁγίω Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


                                      
                                                      
                                                      πηγή

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Oι δοκιμασίες κάνουν καλό. Μη φοβηθείς. ( Γεροντας Παϊσιος )




Oι δοκιμασίες κάνουν καλό. Μη φοβηθείς. 

Ό Χριστός μας σαράντα μέρες αγωνίσθηκε στην ερημον, αλλά έπειτα Άγγελοι τον υπηρετούσαν. 

Είναι πολύ στοργικός ο Χριστός μας. 

Συχνά, για ωφέλειά μας, επιτρέπει και δυνατή λύπην. Για λίγο νοιώθουμε πώς μας εγκατέλειψε, αλλά μετά επειδή λυπάται, μας αγαπά, μας πνίγει το έλεος Του, ή στοργή Του. 

Μη φοβηθείς ποτέ, μόνον αγάπα τον Χριστό μας. 



Γεροντας Παϊσιος





πηγή

«ΑΝΤΙ ΝΑ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ, ΕΦΟΡΟΛΟΓΗΘΗ ΑΠΟ ΑΥΤΟΝ» Λόγος τοῦ Ἁγίου Ἀμφιλοχίου, Ἐπισκόπου Ἰκονίου

Λόγος το γίου μφιλοχίου, πισκόπου κονίου

«Ες τν Ζακχαον»

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον»,Εἰσαγωγὴ -Ἐπιμέλεια Ἱ. Κελλίον Ἁγ. Νικολάου Μπουραζέρη,
Ἅγιον Ὄρος, σελ. 439 καὶ ἑξῆς.

.             Τίποτα δὲν παρακινεῖ τόσον τὴν ψυχὴ πρὸς εὐφροσύνην, ὅσον ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀποχὴ τῶν κακῶν, ὁ δρόμος τῆς μετανοίας καὶ ὁ τρόπος τῆς ἐξομολογήσεως. Ὅθεν καὶ σήμερα ὁ Δαυὶδ ἐμακάριζεν αὐτοὺς τῶν ὁποίων συνεχωρήθησαν οἱ ἁμαρτίες, φανερώνοντας τὴν φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ, καὶ συγχρόνως προπαρασκευάζοντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ προστρέξουν στὴν μετάνοια. «Μακάριοι», λέγει, «ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι, καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι». Ὅποιος λοιπὸν ἠμπορεῖ νὰ αἰσθανθῆ σὰν τὴν πόρνην καὶ τὸν τελώνην, ἂς τρέξη στὶς ἀκένωτες πηγὲς τῆς σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι δυνατὸν χωρὶς μετάνοια νὰ λάβη κανεὶς τὴν λύση τῶν κακῶν, οὔτε νὰ ἐπιτύχη τὸν μακαρισμόν, ἔστω καὶ ἂν εἶναι Προφήτης ἢ Ἀπόστολος ἢ καὶ Εὐαγγελιστής. Πράγματι ὅλοι ἀπὸ τὴν ἰδίαν πηγὴ ἔχουν ἀντλήσει. Μεταξὺ τῶν Προφητῶν ὁ ἴδιος ὁ Δαυίδ, ὁ ὁποῖος καὶ μετὰ τὴν μοιχείαν παραμένει Προφήτης, μὲ τὴν Χάριν Ἐκείνου ποὺ τὸν συνεχώρησε. Ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ μὲν ἕνας ἔχει «τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας» μετὰ τὴν ἄρνησιν, ὁ δὲ ἄλλος κατέστη Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν μετὰ τὴν δίωξη, μετατρέποντας τὸν ἰουδαϊκὸν ζῆλον σὲ εὐαγγελικὸν τρόπο. Καὶ μέσα στὰ Εὐαγγέλια ἐγνώρισα σωζόμενον τελώνην, ὄχι μόνο τὸν Ματθαῖον, ἀλλὰ μαζὶ μ’ αὐτὸν καὶ ἄλλους δύο. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, προσευχόμενος καὶ κτυπώντας τὸ στῆθος του ὅπου ὑπῆρχε ὁ θησαυρὸς τῶν κακῶν, καὶ μὴ τολμώντας νὰ σταθῆ στὸν ναὸ μὲ τὰ χέρια καὶ τὸ βλέμμα ὑψωμένα, ὄχι μόνον ἐδικαιώθη, ἀλλὰ καὶ ἐστεφανώθη, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν Φαρισαῖον. Καὶ σημερινς Ζακχαος, φο νέβη στ δένδρον, που πολλς φορς εχε σταθεγι ν κατασκοπεύη μ το διαφύγη κάποιος μπορος κα μείνει φορολόγητος, τώρα πρόσεχε μ το διαφύγη παρατήρητος  μπορος το ορανο κα τς γῆς,  ποος εχε μέσα το τν συλον θησαυρν τς Βασιλείας τν Ορανν..         Γιὰ νὰ μὴ συγχέωμεν ὅμως τὶς ἱστορίες τῶν τελωνῶν μεταξύ τους, ἂς διαπραγματευθοῦμε σήμερα, ἐὰν νομίζετε, καὶ ἂς ἐξετάσωμε λεπτομερέστερα τὴν ὑπόθεση μόνον τοῦ Ζακχαίου. «Εἰσελθὼν» ὁ Ἰησοῦς, λέγει, «διήρχετο τὴν Ἱεριχώ. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ οὗτος ἦν ἀρχιτελώνης». Δὲν μνημονεύει ὁ Εὐαγγελιστὴς τὴν Ἱεριχὼ χωρὶς λόγον, ἀλλὰ ἐπειδὴ πρόκειται νὰ εἰπῆ ὅτι ἕνας Τελώνης ἐφιλοξένησε στὸν οἶκο του τὸν Θεόν. Ἦταν ἀπίστευτο τὸ πράγμα. Γι᾽ αὐτὸ ἀναφέρει πρῶτα τὴν πατρίδα, γιὰ νὰ μᾶς ὑπομνήση τὴν πόρνην Ραάβ, καὶ ἔτσι νὰ μᾶς φανῆ παράδοξος ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ζακχαίου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀνέφερε τὴν Ἱεριχώ. Νὰ φέρωμε στὸν νοῦ μας τὴν πόρνην Ραάβ, καὶ νὰ συγκρίνωμε τὸν τρόπο τῆς σωτηρίας αὐτῶν τῶν δύο. Ὅπως δηλαδὴ ἡ Ραάβ, ἡ πόρνη, ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ὡς κατάσκοπο καὶ τὸν ἔκρυψε, ἔτσι καὶ ὁ Ζακχαῖος, ὁ τελώνης, ἐδέχθη καὶ ἔθρεψε στὸν οἶκο του τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, τὸν κατάσκοπο τῆς διανοίας μας. Ἐκείνη ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τὸν λαὸ στὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Αὐτὸς δέχεται τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς εἰσαγάγη στὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ἐκείνη ἐδέχθη τὸν παλαιὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος κατηδάφισε τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς. Αὐτὸς ἐδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος κατεδάφισε τῶν Ἰουδαίων τὸν ναόν, διότι ὁ ἴδιος εἶπεν ὅτι «οὐ μὴ μείνῃ ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον, ὃς οὐ καταλυθήσεται». Ἡ πόρνη ἐδέχθη τὸν Ἰησοῦν ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε διὰ μέσου του Ἰορδάνου τὸν λαὸν «εἰς γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι». Ὁ τελώνης ἐδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε διὰ τοῦ Βαπτίσματος τοὺς πιστοὺς ὅπου «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη». Ἡ Ραὰβ ἐδέχθη ἐκεῖνον τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἐξήγαγε τὸ σταφύλι ἀπὸ τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. Ὁ Ζακχαῖος ὑπεδέχθη τὸν ἀληθινὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τὸν ληστὴν στὸν Παράδεισο. Ἔχει ὅμως καὶ κάποιο ἄλλο μυστικὸν νόημα ἡ πόλις, κρυμμένο μέσα στὴν πηγή της. Ἡ πηγὴ τῆς Ἱεριχοῦς ἦταν κάποτε μητέρα τῆς στειρώσεως, τροφὸς τῆς ἀκαρπίας, ἐπειδὴ τὸ νερό της ἦταν ἐλαττωματικόν. Ἐνῶ εἶχε τὸ ρεῖθρον ἀχανὲς καὶ ἔρεε ἀθόρυβα σὰν λάδι, οἱ προσερχόμενοι περιωρίζοντο μόνο νὰ τὴν βλέπουν καὶ ἀναχωροῦσαν διψασμένοι. Διότι δὲν ἦταν ἀκίνδυνος γι’ αὐτοὺς ἡ πόσις. Ἐπρόκειτο πράγματι περὶ ὕδατος ὀλεθρίου. Τὸ κάλλος τῆς πηγῆς παρακινοῦσε τοὺς περαστικοὺς νὰ σπεύσουν γιὰ νὰ πιοῦν, ὅμως ὁ φόβος τῆς βλάβης ἀνέκοπτε τὴν προθυμία τους. Ὅθεν, ἐπειδὴ ἡ πηγὴ ἔρεε ματαίως, οἱ περίοικοι, ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπήγαιναν ἐκεῖ, ἐγόγγυζαν ἀπὸ τὴν δίψα ποὺ τοὺς προκαλοῦσε ὄχι ἡ ἀνυδρία ἀλλὰ ἡ θέα τῶν ὑδάτων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος αὐτὸ τῆς δίψης, παρεπονοῦντο ἀγανακτισμένοι καὶ ἀπευθύνοντο πρὸς αὐτὴν λέγοντας: «Τί ρέεις ματαίως, ὢ πηγή; Θὰ ἤσουν καλλιτέρα ἂν δὲν φαινόσουν, ἂν εἶχες κρυφθῆ στὰ ὄρη καὶ στὶς ἄμμους καὶ στὶς ἐρημίες, ὅπου δὲν θὰ εἶχες πολλοὺς μάρτυρες τοῦ κακοῦ». Καὶ γιατί τὸ νερὸ δὲν ἦταν πόσιμον; Ἐπειδὴ ἐνέκρωνε τὰ σώματα ὅσων τὸ ἔπιναν. Ἂν ἔπινε ἄνδρας, δὲν ἐγίνετο πατέρας, οὔτε γυναίκα ἐγίνετο μητέρα, διότι ἔχανε τὴν χάρη τῆς μητρότητος. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἡ γῆ ποὺ ἐδέχετο αὐτὸ τὸ νερό, ἠρνεῖτο τὴν συνήθη βλάστησή της, καὶ οἱ εὔσκιοι φοίνικες μὲ τὴν τόσην χάρη τοὺς ἐξεδύοντο τὴν στολὴ τῶν φύλλων καί, γιὰ νὰ τὸ εἰποῦμε μὲ ἕνα λόγον, ὀ,τιδήποτε εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ ἔλθη σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ νερὸν αὐτό, ἐρημώνετο. Τοιαύτη ἦταν ἡ πηγή, ὅταν περιήρχετο παλαιὰ τὴν Ἱεριχὼ, ἕως ὅτου ἦλθεν ὁ Προφήτης Ἐλισαῖος, ἐπῆρε ἁλάτι καὶ τὸ ἔρριψε στὴν πηγή, καὶ ἔτσι ἐζωοποίησε τὰ ὕδατα. «Τάδε λέγει Κύριος», ἀναφέρει ἡ Γραφή. «ἴαμαι τὰ ὕδατα ταῦτα». Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ πάντοτε, ὅταν ὁμιλῆ, τὸν λόγο του τὸν κάνει ἔργο: «Νὰ μὴ προέλθη πλέον ἀπὸ σᾶς ἄγονος καὶ στείρα», εἶπε, καὶ τὸ νερὸ μετεβλήθη, καὶ οἱ γαστέρες ἄρχισαν νὰ ὠδίνουν, καὶ ἡ γῆ νὰ βλαστάνη, καὶ οἱ ἄμπελοι νὰ θάλλουν, καὶ ἡ ἐλαία νὰ ἐπιδεικνύη τὴν ἰδικήν της χάρη. Καὶ ἔτσι οἱ περίοικοι συμφιλιώθησαν μὲ τὴν πηγή τους, καὶ ἐνῶ παλαιὰ πολεμοῦσαν καὶ ἐπολεμοῦντο, τώρα τὴν ποθοῦσαν καὶ τὴν ἐπεσκέπτοντο.
.         Κάτι σπουδαῖον ὅμως θέλει νὰ εἰπῆ τὸ αἴνιγμα τῆς πηγῆς. Αὕτη ἡ πηγή, ποὺ ἔρρεεν ἀφθόνως καὶ παλαιὰ ἔδιδε ἄχρηστο καὶ ἄγονο νερό, ἦταν προτύπωσις τῆς Ἐκκλησίας.
.        Πράγματι, πρὶν ἀπὸ τὸν Χριστόν, κάθε θρησκεία ἦταν τόσον ἀσεβὴς ὥστε, ἂν κάποιος ἄνδρας ἔπινε ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς πηγῆς της, ἔχανε ἀκόμη καὶ τὴν ἰδιότητα νὰ εἶναι ἄνθρωπος, καὶ ἀπὸ τὴν συμπλοκήν του μὲ τὰ εἴδωλα ἠρνεῖτο τὴν λογικὴν φύση τῆς ψυχῆς. Ἡ δὲ γυναίκα δὲν ἐγίνετο μητέρα ἀρετῶν, δὲν ἔτικτε βλαστήματα σωφροσύνης, οὔτε ἀνέβλυζε τὸ λευκὸν τῆς εὐσεβείας γάλα. Ἐνῶ ὅμως αὐτὴ ἦταν ἡ κατάστασις τῆς πηγῆς, ἦλθεν ὁ Κύριος, καὶ ἀφοῦ ἔβαλε μέσα της ὡς ἅλας τοὺς Ἀποστόλους, ἔκαμε τὰ ὕδατά της εὔγευστα καὶ πόσιμα. Καὶ ὅτι ἦσαν ἅλας οἱ Ἀπόστολοι, ἄκου τὸν Χριστὸν ποὺ λέγει πρὸς αὐτούς: «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γῆς». Ἡ στείρα καὶ ἄγονος, ὅταν μετέλαβε ἀπὸ τὰ ἅλατα τῶν Ἀποστόλων, ἔγινε πολύγονος, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης…
.         Ἦλθε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς στὴν Ἱεριχώ, ἡ πηγὴ κοντὰ στοὺς ποτιζομένους ἀπὸ τὴν πηγήν, ἡ πολυδύναμος χάρις πρὸς τὴν πολυδένδρο καὶ πολύρρυτον πόλιν. «Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης». Διπλὸ τὸ κακόν, ὅτι καὶ ἠσχολεῖτο μὲ ἄδικον τέχνη, καὶ ὅτι ἦταν ἀρχηγὸς τῶν κακῶς ἀσχολουμένων μὲ αὐτήν. Ὄχι μόνον ἠμάρτανε, ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν εὐθύνη γιὰ ὅ,τι κακὸν ἔκαμαν οἱ ἄλλοι. Ἀπέκλειε τὶς λεωφόρους γιὰ τοὺς ὁδοιπόρους, καὶ τοὺς ὑπεχρέωνε νὰ περάσουν ἀπὸ τὸν παράπλευρον δρόμο τῆς ἀδικίας του. Οὔτε τοὺς ληστὰς ἐμιμεῖτο, ὅταν παρεμόνευε τοὺς διερχομένους, οὔτε ἀνέμενε τοὺς ὁδοιπόρους ἀπὸ ζῆλον φιλοξενίας, ἀλλά, ἔχοντας ὡς νόμο τὴν ἀδικίαν, ἐφορολογοῦσε τοὺς ξένους κόπους, μιμούμενος τὴν ἄσπλαγχνον ἀδηφαγία τῶν κηφήνων. Ὅπως δηλαδὴ οἱ κηφῆνες τρυγοῦν τὸν κάματο τῶν μελισσῶν χωρὶς νὰ συμμετέχουν στοὺς κόπους των, ἔτσι καὶ οἱ τελῶνες κάθονται ἀργόσχολοι στὰ σταυροδρόμια καὶ ληστεύουν τοὺς κόπους τῶν ξένων ὁδοιπόρων.
.         Κάποιος ἔπλεε στὴν θάλασσα, ἔδωσε μάχες μὲ τὶς τρικυμίες, ἐπολέμησε μὲ τοὺς ἀνέμους, διέσχισε μεγάλο καὶ ἀνυπότακτον πέλαγος, καὶ ὁ Ζακχαῖος ἔσπευδε νὰ τοῦ ἀφαιρέση τὸ κέρδος μὲ τὴν φορολογία. Ἄλλος ἦταν βοσκὸς καὶ ταλαιπωρεῖτο ἀπὸ τὴν ξηρασία καὶ τὸν καύσωνα, συζοῦσε μὲ τὶς βροχές, τὰ χιόνια καὶ τὴν πάχνη, καὶ εἶχε ὡς καλύβη τὶς προεξοχὲς τῶν βράχων, τροφή του τὸ τυρὶ καὶ τὸ γάλα, καὶ ἔνδυμα ἀκατέργαστο τὸ δέρμα τῶν προβάτων. Ἔπεσε ὅμως ὁ πτωχός, ὁ ἀγροῖκος αὐτὸς ποὺ ἔχει ὡς κατοικία του τὰ ὅρη, στὰ χέρια τοῦ Ζακχαίου, ὁ ὁποῖος ἀπεδεκάτισε τὰ ζῶα του, τν λήστευσε νομίμως, χωρὶς ξίφος τὸν ἔσφαξε. Παίρνει ὁ δράστης τὸ μαχαίρι του, καὶ τὸ αἱμόφυρτον ἀποκομμένο μέλος καὶ ἀπομακρύνεται μὲ ἀναισθησία, γιὰ νὰ ἀποφύγη τὴν δυσφορία τοῦ πάθους, ἀφήνοντάς τον ἀπὸ ἀνούσιο πτωχεία πληγωμένο νὰ ἀποθάνη, ἀφοῦ πονᾶ μέχρι θανάτου. Δν φεύγει  ψυχή του παξ δι παντός,λλ θνήσκει σιγ σιγ κα συνεχς. Κα γι ν τ επ συντόμως, τόσοννεπιθύμητος ταν  Ζακχαος γι τος μπόρους, τος δοιπόρους, τος βουκόλους κα τος βοσκούς, σον τ πόρθητα φρούρια γι τος στρατιτες, ο φαλοι γι τος πλοιάρχους κα ο ποπτες κινήσεις γι τος πολεμιστάς..         Ὅμως αὐτός, ὁ ὁποῖος τόσην μανίαν ἐδείκνυε γιὰ τὴν παράλογο συλλογὴ τῶν χρημάτων, ζητοῦσε τώρα νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦν, καὶ δὲν ἠμποροῦσε. Τὸν ἠμπόδιζε τὸ μικρό του ἀνάστημα καὶ τὸ βάρος τῆς ἀδικίας. Τελικὰ ὅμως θεραπεύει τὸ μειονέκτημα τοῦ ἀναστήματος μὲ τὴν συνετήν του ἔμπνευση. Τρέχει ἐνωρίτερα καὶ ἀνεβαίνει σὲ κάποιαν συκομορέα, καὶ κρύπτεται μέσα στὸ πλούσιο φύλλωμά της, πιστεύοντας ὅτι βλέπει χωρὶς νὰ φαίνεται, ἐπειδὴ ἐνόμιζε ὅτι θὰ διαφύγη τῆς προσοχῆς τοῦ Παντογνώστου. Τ διο παθε κα αμορροοσα, νομίζοντας τι θ κλέψη τν ησον, ὁ ποος ρέσκεται σπαρόμοιες περιπτώσεις ν κλέπτεταιἈλλὰ ἐκείνη τουλάχιστον ἐπλησίασε καὶ ἤψατο τῶν ἱματίων του, ἐνῶ αὐτὸς ἔφθασε τὸν Χριστὸν ἀπὸ μακριά, διὰ μέσου τῆς πίστεως. Ἀνεβαίνει λοιπὸν στὸ δένδρο, θεραπεύοντας τὰ κακὰ ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Ὁ ἕνας πλανᾶται ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐνῶ ὁ ἄλλος σώζεται ἀπὸ τὸ δένδρον, ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖ νὰ ἰδῆ τὸν Θεόν. Διότι ὅταν ἤκουσε ὅτι κάνει πολλὰ καὶ παράδοξα θαύματα, καὶ ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σώματα θεραπεύει καὶ τὶς ψυχές, καὶ ἀπὸ τὶς μὲν ψυχὲς ἀφαιρεῖ τὶς ἁμαρτίες, στὰ δὲ σώματα χαρίζει τὴν ἀπάθειαν, ἐπεθύμησε νὰ τὸν ἰδῆ, αὐτὸν ὁ ὁποῖος συγχωρεῖ τὰ πάντα στοὺς πάντες, καὶ συλλογίζετο μέσα του: «Ποῖος νὰ εἶναι ἄραγε αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ποὺ καθαρίζει λεπρούς, θεραπεύει τυφλοὺς καὶ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες ὅσων τοῦ τὸ ζητοῦν; Πῶς μοιάζει ἄραγε, πῶς νὰ εἶναι ἡ μορφή του; Ἄραγε τὰ γνωρίζει ὅλα; Ἔχει ἄραγε ὑπ’ ὄψιν του καὶ τὶς σκέψεις τῶν ἀπόντων, ἢ μόνον τοὺς λογισμοὺς αὐτῶν ποὺ εἶναι κοντά του ἐξετάζει; Ἄραγε ἀνιχνεύει ὡς Θεὸς τὰ νοήματα τῆς καρδίας καθενός; Πῶς λοιπὸν θὰ τὰ μάθω ὅλα αὐτά; Ποῖος θὰ μοῦ τὰ διδάξη; Ποῖος ἄλλος; Ἡ προσωπικὴ πείρα, αὐτὴ εἶναι διδάσκαλος γιὰ ὅλα. Θὰ ἀνέβω στὸ δένδρο, καὶ θὰ καλυφθῶ ἀπὸ τὸ πλούσιο φύλλωμά του. Κρύπτομαι καὶ ἔτσι μαθαίνω ἂν ἠμπορῶ νὰ σωθῶ. Ἐὰν ἀντιληφθῆ τὴν κίνησιν αὐτὴ τῆς ψυχῆς μου, τότε θὰ μάθω ὅτι ἐξαλείφει καὶ τὴν ἁμαρτία τῆς ψυχῆς μου. Μὲ αὐτὸν λοιπὸν τὸν τρόπο θὰ καταλάβω ὅτι γνωρίζει τὰ κρυπτὰ τῶν λογισμῶν. Ἐὰν μὲ ἰδῆ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν συνωστισμό, καὶ ὄχι μόνον μὲ ἰδῆ ἀλλὰ ἀνακαλύψη καὶ τῆς ψυχῆς μου τὸν ἔρωτα, θὰ προτιμήσω νὰ τὰ ἀπορρίψω ὅλα γιὰ νὰ βρῶ τὸ ἕνα. Θέλω νὰ μιμηθῶ τὸν Ματθαῖο. Καὶ ἐκεῖνος τελώνης ἦταν ὅπως ἐγώ, ὅμως δὲν προσέτρεξε αὐθαιρέτως, ἀλλὰ προσεκλήθη ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ καὶ ὑπήκουσε. Ὁ Ματθαῖος, φαντάζομαι, καθὼς εἶδε τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐνόμισεν ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς ὁδοιπόρους. Ἐβαθούλωσε τὶς παλάμες καὶ ἄνοιξε, ὡς συνήθως, τὶς ἀγκάλες του, ἕτοιμος νὰ ἁρπάξη. ντ μως ν φορολογήση, πως θελε, τν Χριστόν, φορολογήθη π ατόνκαὶ ὄχι μόνον φαινομενικῶς, ἀλλὰ προσφέροντας ὅλον του τὸν ἑαυτόν. Πράγματι, τὴν στιγμὴ ποὺ ἤκουσε «ἀκολούθει μοι», ὑπερέβη τὴν κλίση μὲ τὴν προθυμία του, τρέχοντας ὅσον ἠμποροῦσε γρηγορότερα πίσω ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸν προσείλκυσε. Ἐὰν λοιπὸν προσκαλῆ καὶ τελῶνες, καὶ ὄχι μόνον προσκαλεῖ, ἀλλὰ καὶ δικαιώνει, δὲν μὲ βλάπτει ἡ σωρεία τῶν παρελθόντων μου κακῶν. Διότι, ἂν ὁ Ἐλισσαῖος, ρίπτοντας ἁλάτι στὴν πηγή μας, μετέβαλε σὲ γόνιμο τὸ ἄγονο νερό της, ὁπωσδήποτε καὶ αὐτός, ἂν ἁλατίση μὲ τὴν χάρη τὴν ψυχή μου, θὰ τὴν διεγείρη πρὸς καρπογονίαν ἀρετῆς.
.         Καθὼς ἐσυλλογίζετο αὐτὰ «ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀναβλέψας εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν: Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». χεις νεβε στδένδρον ς τελώνης, κατέβα π τ δένδρον ς φιλόθεος. Κατέβα π τ ξύλον ατ στν γ, γι ν νεβς δι το σταυρο πρς τν ορανόν. νλθες σ’ να δένδρον, π τος νθρώπους κρυπτόμενος, νέρχεσαι δι το σταυροστος γγέλους χαριζόμενος. «Σπεύσας» λοιπὸν «κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι». Ὤ, τί ἀνέκφραστη χάρις! Τί ἀπερίγραπτος φιλανθρωπία! Δὲν θὰ εἶναι πλέον ἀκάθαρτος ὁ οἶκος τοῦ τελώνου. Κάθε κακὸ θὰ ἀποδράση ἀπὸ αὐτόν, διότι ὅπου φιλοξενεῖται ὁ Ἰησοῦς, τὰ πάντα μεταβάλλονται πρὸς τὸ καλλίτερον. «Ζακχαῖε», λέγει, «σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκω σου δεῖ με μεῖναι». Τί νὰ εἴπω; Παράδεισος ἔγινε ἡ οἰκία τοῦ τελώνου. Ὅ,τι βλέπω στὴν περίπτωση τοῦ ληστοῦ, τὸ ἴδιο καὶ τώρα στὸν Ζακχαῖον. Εἶπε στὸν ληστὴ «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ Παραδείσω», καὶ συγχρόνως τὸν παρέλαβε ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ τὸν ἔβαλε στὸν Παράδεισον. Εἶπε στὸν Ζακχαῖο. «Σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι», καὶ συγχρόνως τὸν ἔλαβε μαζί του καὶ εἰσῆλθε, κάνοντας τὸν οἶκο του Παράδεισο πρὶν ἀπὸ τὸν Παράδεισο…
.         Καθὼς ὅμως παρακολουθοῦσαν τὰ γενόμενα οἱ ἀπόγονοι ἐκείνων ποὺ παλαιὰ ἀγανακτοῦσαν καὶ παρεπονοῦντο γιὰ τὴν πηγήν, οἱ ἄγευστοί της θείας δυνάμεως καὶ ἀγαθότητος, σὰν νὰ ἐλυποῦντο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀρχιτελώνου, ἐγόγγυζαν μέσα τους λέγοντες ὅτι «παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθεν καταλύσαι». Ὤ, ἐργάτες τῆς καταφρονήσεως, καὶ γεωργοὶ τῆς ραθυμίας! Σεῖς τί εἶσθε, δίκαιοι ἢ ἁμαρτωλοί; Δὲν εἶσθε μοχθηρότεροι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους; Πῶς λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε καὶ ἐσκήνωσε μεταξύ σας; Πῶς ἐγεννήθη μεταξύ σας, ἀνετράφη, ἀνδρώθη, ἔπιεν, ἔφαγε; Γιατί λοιπὸν παραβλέπετε τὰ ἰδικά σας τραύματα, καὶ ἀνιχνεύετε τὰ πταίσματα τοῦ πλησίον; Καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, γιατί ἄλλοτε λέγετε τὸν Χριστὸν ἁμαρτωλόν, καὶ ἄλλοτε δίκαιον; Ὅταν ἐθεράπευσε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, τὸν ἀπεκαλέσατε ἁμαρτωλό, λέγοντας «δὸς δόξαν τῷ Θεῶ. Ἡμεῖς γὰρ οἴδαμεν ὅτι ἁμαρτωλὸς ἐστίν», ἐπειδὴ λύει τὸ Σάββατο. Τώρα ποὺ ἦλθε κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ τελώνου, τὸν διασύρετε ἐνώπιον ὅλων ὡς μὴ δίκαιον, διότι συντρώγει ἀναξίως μὲ ἁμαρτωλούς. Ἂν θεραπεύση τυφλόν, τὸν λέγετε ἁμαρτωλόν, ἂν συμφάγη μὲ ἁμαρτωλοὺς τὸν διασύρετε, ὅτι συντρώγει ἀναξίως μὲ ἁμαρτωλούς. Τί λοιπόν; Νὰ μὴ θεραπεύση τυφλὸν τὸ Σάββατο, γιὰ νὰ μὴ νομισθῆ ἁμαρτωλός; Νὰ μὴ φάγη μὲ τελῶνες, γιὰ νὰ θεωρηθῆ δίκαιος; Γιατί τὸν κατηγορεῖτε; Καὶ ποῦ ἀλλοῦ ἔπρεπε νὰ τεθῆ τὸ φῶς, παρὰ σὲ μέρος σκοτεινό; Ποῦ ἔπρεπε νὰ ἔλθη ὁ ἰατρός; Νὰ μὴ προστρέξη σ’ αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν; «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλὰ οἱ κακῶς ἔχοντες». Ποῦ ἔπρεπε νὰ παρουσιασθῆ ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ; Ὄχι πρὸς τοὺς τελῶνες καὶ ἁμαρτωλούς, ὥστε νὰ λάβη τὸ φορτίο τους ἐπάνω του, νὰ τοὺς ἐλαφρύνη, καὶ ἔτσι νὰ τοὺς καταστήση ἱκανοὺς γιὰ τὰ ὑψηλότερα; Ματαίως τὸν κακολογεῖτε. Ἔχει ἐκπληρωθῆ σὲ σᾶς αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη, ὅτι «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς (σᾶς προλαμβάνουν δηλαδὴ) εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
.         «Σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον. Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς” καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Τώρα ποὺ ἔχω δεχθῆ στὸν οἶκο μου ἐσὲ τὸν προστάτη τῶν πτωχῶν, δὲν ἀνέχομαι πλέον νὰ ἀδικῶ τοὺς πτωχούς, δν μ κατέχει πλέον φόβος μήπως δν συλλέξω χρήματα, φο φιλοξένησα ατν πο χαρίζει τν πλοτον τν κένωτον. Δὲν παραμονεύω πλέον τοὺς ὁδοιπόρους, ἀφοῦ συνήντησα στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μου τὸν Ὕψιστον Θεόν, ποὺ κατέβη στὴν γῆ μὲ μορφὴν ἀνθρώπου, γιὰ νὰ χαρίση ἀμνηστεία καὶ νὰ σχίση τὸ χειρόγραφον τῶν ἁμαρτιῶν μας…
.         Μολονότι ὅμως εἶναι ὁ ὄντως πλούσιος, ἔζησε ὡς πτωχός. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ζακχαῖος ἔλεγε «Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, σὺ δὲ οὐκ ἔχεις ποὺ τὴν κεφαλὴν κλίνη». Ἂς χαθοῦν οἱ ἐπίσημες αὐλὲς καὶ τὰ προαύλια, οἱ οἰκοδομικὲς μεγαλουργίες, οἱ λαμπροὶ καὶ περιφανεῖς οἶκοι. Ἀντὶ ὅλων αὐτῶν μόνον τν κένωτον πλοτο τς πτωχείας σου ζητ. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀδυνατῶ νὰ διηγηθῶ ἐπαξίως τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς τοῦ Ζακχαίου, ἂς ἀφήσωμε τὸν λόγο στὸν πλούσιον σὲ ἀρετὲς Πατέρα, ὁ ὁποῖος θὰ ὁμιλήση στὴν καρδία τοῦ καθενός. Στὸν φιλόξενον ἁρμόζει νὰ διηγῆται τὶς ἀρετὲς τοῦ φιλόξενου, πρὸς αἴνεσιν μὲν αὐτοῦ, στηριγμὸν δὲ ἰδικόν σας καὶ στέφανον τῆς Ἐκκλησίας, τιμὴν δὲ τοῦ Χριστοῦ «ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς


ΠΗΓΗ: «Ἄλλη Ὄψις» (ἀπὸ orp.gr -«ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΟΡΕΙΑ»)