"Η ζωή εκ τάφων"Το βιβλίο "Η ζωή εκ τάφων" περιγράφει αναλυτικά τα συγκλονιστικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τα έτη 1959-1962 στην περιοχή Θερμή της Λέσβου. Τρείς άγιοι, ο Άγιος Ραφαήλ, ο Άγιος Νικόλαος και η Αγία Ειρήνη εμφανίστηκαν πολλές φορές και σε πολλούς κατοίκους της Θερμής και των γύρω χωριών, και αποκάλυψαν ότι το έτος 1463 επιτέθηκαν οι Τούρκοι σε ένα μοναστήρι που βρίσκονταν στον λόφο πάνω από την Θερμή, βασάνισαν φρικτά και σκότωσαν τους τρεις αγίους καθώς και πολλούς μοναχούς και κατοίκους που είχαν καταφύγει στο μοναστήρι.
Οι άγιοι αποκάλυψαν τα ονόματα τους, την ζωή τους, και -το εκπληκτικώτερο- τα ακριβή σημεία όπου ήταν θαμένοι. Και όλα αυτά με εμφανίσεις σε πολλούς ανθρώπους, έτσι ώστε οι μαρτυρίες του ενός να επιβεβαιώνουν και να συμπληρώνουν τις μαρτυρίες του άλλου.
Οι άγιοι επίσης υπέδειξαν πού να σκάψουν για να βρεθούν άγια εικονίσματα και το αγίασμα του αρχαίου μοναστηριού, ενώ από τις πρώτες εμφανίσεις επιβεβαίωσαν την αγιότητά τους με την επιτέλεση θαυματουργικών ιάσεων.
Μια ιερή ιστορία, ένας ιερός τόπος αναδύθηκαν από την απόλυτη λήθη μετά 500 χρόνια, καθώς τίποτε δεν είχε απομείνει από το ολοκαύτωμα της αρχαίας μονής, ούτε στην μνήμη των κατοίκων, ούτε στην επιφάνεια της γης, αφού τα χώματα και τα ελαιόδενδρα κάλυψαν τα πάντα. Μόνο κάποια χαλάσματα από παλαιό εξωκκλήσι απέμειναν στόν τόπο αυτό, χωρίς οι ντόπιοι να γνωρίζουν την προέλευσή τους. Και όταν, κατά θεία ευδοκία, αποφάσισαν να το αναστηλώσουν, η ώρα των θείων αποκαλύψεων είχε έρθει.
Στην συνέχεια παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο μαζί με αυθεντικές φωτογραφίες της εποχής των αποκαλύψεων.
Απροσδόκητο εύρημα
[.......................................]
Οι εργασίες άρχισαν στις 22 Ιουνίου του έτους 1959, ημέρα Δευτέρα. Την προηγούμενη μέρα είχαν ανεβή επάνω ο Άγγελος Ράλλης με τον Δούκα Τσολάκη και τον οικοδόμο Ιωάννη Ψαρρό γιά να συνεννοηθούν επί τόπου. Θα έκτιζαν το Εκκλησάκι στη θέση ακριβώς όπου ήταν τα ερείπια από το παλιό Ερημοκλήσι. Ο Τσολάκης ανέλαβε να ισοπεδώσει μόνος του τον χώρο και να ανοίξει τα θεμέλια. Τη Δευτέρα λοιπόν χάραξε το σχέδιο και προγραμμάτισε το σκάψιμο γιά την επομένη. Μπροστά από την παλιά Αγία Τράπεζα εξείχε από το χώμα η κορυφή μιας πέτρας που έπρεπε να βγεί. Πολλές φορές στο παρελθόν είχε σκοντάψει πάνω της, αλλά προσπαθώντας να τη βγάλει, έβλεπε ότι ήταν χωμένη βαθειά στη γη και δεν την πείραζε. Τώρα όμως δεν χωρούσε αναβολή.
Πραγματικά την άλλη μέρα, 23 Ιουνίου, άρχισε τις εργασίες γιά το άνοιγμα των θεμελίων. Οταν έβγαλε την πέτρα που εξείχε, διαπίστωσε με έκπληξη ότι είχε ένα με ένάμισυ μέτρο ύψος και ότι δεν ήταν από την περιοχή, αλλά ξένη, "σαρμουσακόπετρα" όπως λένε στην τοπική διάλεκτο. Αποκάτω υπήρχε μια μικρή στρογγυλή κολωνίτσα σπασμένη, που στηριζόταν πάνω σε μια πλάκα. Κτυπώντας την πλάκα με τον κασμά, άκουσε ένα υπόκωφο κρότο. Ένιωσε ένα περίεργο αίσθημα χαράς. «Ή σε πηγάδι έπεσα ή σε θησαυρό» μονολόγησε. «Την άνοιξα, αλλά είδα σκοτάδι, αφηγείται ο ίδιος. Την ίδια ώρα με κτύπησε μια ευχάριστη μυρουδιά. Κολώνια δεν έχω, για να μυρίζει· από που προέρχεται αυτή η μυρουδιά, αναρωτήθηκα. θα θυμιάζουν ως φαίνεται οι γυναίκες στο χωριό και την φέρνει ο αέρας ως εδώ.
Εκείνη την ώρα ήρθε ο οκτάχρονος γιος μου ο Δημητράκης με το μεσημεριανό φαγητό. Ήταν ο πιό κατάλληλος γιά να κατεβή στο μικρό σκοτεινό άνοιγμα. Πρώτα έριξα μια πέτρα στο κενό και με τον κρότο που έκανε βεβαιώθηκα ότι είχε μικρό βάθος και δεν υπήρχε νερό. Έπιασα τότε τον μικρό από τους ώμους και τον κατέβασα από το μικρό άνοιγμα. Με τα λεγόμενα του ο Δημητράκης μου έδωσε να καταλάβω ότι πρόκειται γιά τάφο. Μεγάλωσα το άνοιγμα γύρω στο ένα μέτρο πλάτος και χρησιμοποιώντας γιά λοστό ένα ξύλο σήκωσα την πλάκα και αντίκρισα ένα ανθρώπινο σκελετό...».
Μια μαύρη πάχνη σκέπαζε όλα τα οστά και, μόλις διαλύθηκε στο φύσημα του αέρα, φάνηκαν κατακίτρινα. Ο νεκρός είχε τα χέρια σταυρωμένα, με λυγισμένα τα δάκτυλα. Το κεφάλι, αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, απείχε περίπου μια πιθαμή. Το κάτω σαγόνι έλειπε και στη θέση του υπήρχε ένα κεραμίδι με τρείς βυζαντινούς σταυρούς χαραγμένους. Για προσκέφαλο είχε μια λιγδόπετρα. Ο τάφος ήταν φτιαγμένος στα πλάγια με πέτρες και στον πυθμένα με κόκκινες πλάκες. Ανάμεσα στις πέτρες, κεραμίδια παλιάς εποχής μαυρισμένα, μάλλον από φωτιά. Στο κεφάλι και στα πόδια του νεκρού ο τάφος σχημάτιζε καμάρα και στη μια πλευρά είχε μια θυρίδα με ένα χωματένιο καντήλι.
Η ευωδία συνέχισε να βγαίνει κατά κύματα. Προσπάθησε με το φτυάρι να βγάλει τα οστά, αλλά κατά παράδοξο και ανερμήνευτο τρόπο δεν μπορούσε να βάλει κανένα στο φτυάρι. Με πολλά ερωτηματικά κατέβασε και πάλι το γιό του στον τάφο. Το παιδάκι έπιασε με τα χεράκια του ένα-ένα όλα τα οστά, και ο ίδιος από πάνω τα έπαιρνε και τα έβαζε πάνω σ’ ένα σακί στη ρίζα ενός δέντρου.
Το βράδυ κατέβηκε στο χωριό, πήγε στο καφενείο, όπου και συνάντησε τον Άγγελο Ράλλη. "Τι γίνεται Δούκα; ρωτάει ο Άγγελος. Κοντεύεις να τελειώσεις με τα θεμέλια;". "Αύριο μεθαύριο τελειώνω, αφεντικό" απάντησε ο Τσολάκης και του εξιστόρησε την ανακάλυψη του τάφου πάνω στις Καρυές.
Το είπαν στον εφημέριο της Θερμής π. Ευθύμιο Τσόλο και σε άλλους ντόπιους θερμιώτες. Κανένας όμως δε θυμόταν να έχει ενταφιασθή εκεί χριστιανός. Όλοι τους απαντούσαν "Πως θα πήγαιναν να θάψουν χριστιανό μέσα στο κτήμα του Χασάν-εφέντη που ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων;".
"Έτσι αφεντικό και επιστάτης δεν έδωσαν καμιά απολύτως προσοχή στα οστά που βρέθηκαν. Αντίθετα, η Βασιλική Ράλλη με τη μητέρα της συγκινήθηκαν ιδιαίτερα. "Μας βάραινε ο καημός του συχωρεμένου του πατέρα μου, εκμυστηρεύθηκε η Βασιλική, που δεν τον ενταφιάσαμε όπως αρμόζει σε χριστιανό, αφού χάθηκε αιχμάλωτος στους Τούρκους. Σκεφθήκαμε λοιπόν να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άγνωστο νεκρό· με την πρώτη ευκαιρία να τα πλύνουμε και να πούμε στον παπά του χωριού μας να τα διαβάσει. Πιστεύαμε ότι ήταν χριστιανού, γιατί είχε το κεραμίδι με τους σταυρούς στο στόμα και ήταν θαμμένος μέσα στο παλιό Ερημοκλήσι μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Γι’ αυτό και είπαμε στον Τσολάκη να τα προσέχει μέχρι να τα τακτοποιήσουμε.
Εκείνες τις μέρες ανέβηκε στις Καρυές η Θερμιώτισσα Μυρσίνη Ψάνη μαζί με το εγγονάκι της τον Μιχαλάκη. Ξαφνικά το μικρό βλέποντας τα οστά, σαν παιδί που ήταν, πήρε το κρανίο και το πέταξε, με αποτέλεσμα να σπάσει. Ο Δούκας στενοχωρημένος, γιατί θα του ζητούσαν εξηγήσεις, έβαλε τα οστά μέσα στο σακί και τα απόθεσε στη ρίζα ενός διχαλωτού δέντρου γιά μεγαλύτερη ασφάλεια.
Όταν το σκάψιμο των θεμελίων τελείωσε, ο Τσολάκης συνεννοήθηκε με τεχνίτες γιά να αρχίσουν το κτίσιμο. Ο ίδιος συγκέντρωνε πέτρες από την περιοχή τριγύρω και τις κουβαλούσε εκεί με το ζώο. Κάποια στιγμή επιχείρησε να περάσει πηδώντας πάνω από το χαμηλό άνοιγμα του διχαλωτού δέντρου, στη ρίζα του οποίου είχε αφήσει τα λείψανα του άγνωστου νεκρού. Έμπλεξε το πόδι του στο σακί, σκόνταψε κι έπεσε κάτω. Οργισμένος σηκώνεται, το αρπάζει και το πετάει πέρα φωνάζοντας "Τι λέτε; θα με σκοτώσετε πάνω στις πέτρες;". Πεταμένο το σακί έμεινε μέχρι το δειλινό της ίδιας μέρας.
Την προηγουμένη όμως που είχε ανεβή πάνω ο παπά-Ευθύμιος κι έκανε τον Αγιασμό της θεμελιώσεως, του είχε πεί να τα φυλάξει σε μιαν άκρη, ώσπου να τελειώσει το Εκκλησάκι, να διαβάσει Τρισάγιο και να τα θάψουν πίσω από το Ιερό. Σκέφθηκε λοιπόν ο Δούκας να συμμαζέψει το σακί. "Καθώς έσκυψα" αφηγείται ο ίδιος "νόμιζες πως με πιάσαν δύο χέρια από τους ώμους και με ταρακούνησαν γερά σαν να με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Σκυφτός όπως ήμουν, γυρνώ προς τα πίσω σαστιμένος, αλλά δεν είδα κανέναν. Ξαναεπιχειρώ... τα ίδια! Τολμώ γιά τρίτη φορά... τίποτα! Μια αόρατη δύναμη με εμπόδιζε να αγγίξω το σακί. Περίεργο πράγμα, μονολόγησα και έκανα το σταυρό μου μετά από εικοσιτρία ολόκληρα χρόνια. Τότε ένιωσα ότι η ανεξήγητη αυτή δύναμη έπαψε να με εμποδίζει, πήρα το σακί και το κρέμασα σε μιά ελιά. Απ’ το μυαλό μου πέρασε η σκέψη ότι εκείνος ο νεκρός θα ήταν δίκαιος άνθρωπος".
Η αρχή των αποκαλύψεων
Οι εργασίες συνεχίζονταν. Οι εργάτες έκτιζαν το Εκκλησάκι σύμφωνα με το σχέδιο που χάραξε ο Δούκας. Στα μισά περίπου του κτισίματος οι πέτρες τελείωσαν, και έσκαψαν λίγο πιο πέρα γιά να βρουν άλλες. Σκάβοντας ανακάλυψαν βαθειά στο χώμα κάτι σπασμένα μάρμαρα και εκκλησόπετρες, όπως έλεγαν. Ήταν 3 Ιουλίου 1959, όταν προχωρώντας στο βάθος βρήκαν ένα τοίχο θολωτό με αγιογραφίες. Επρόκειτο, όπως αργότερα εξακριβώθηκε, γιά τη δεξιά αψίδα του Ιερού αρχαίας Εκκλησίας. Αυτοί όμως, χωρίς να το πουν σε κανέναν, άρχισαν να "ξηλώνουν" τον τοίχο και να βάζουν στην άκρη τις πέτρες, γιά να τις χρησιμοποιήσουν.
Την ώρα εκείνη ανέβηκε στις Καρυές η Μαρία Τσολάκη μαζί με τον τετράχρονο γιό της τον Παναγιώτη, γιά να φέρει φαγητό στον άντρα της, τον Δούκα. Βλέποντας τον αρχαίο τοίχο με τις αγιογραφίες, λυπήθηκε. "Κρίμα είναι, καλέ. Πώς τον χαλάτε έτσι;". Αυτοί δεν της έδωσαν σημασία. Η Μαρία προχώρησε προς το μέρος όπου είχαν μεταφέρει την Αγία Τράπεζα από το Ερημοκλήσι, γιά να ανάψει κανένα κερί. Προχωρώντας, βλέπει από το μονοπάτι που οδηγεί στα Πάμφιλα να έρχεται ένας παπάς. Νόμισε πως ήταν ο π. Παχώμιος, εφημέριος του γειτονικού χωριού, γιατί είχε ακούσει ότι ήταν ύψηλόσωμος, σαν τον κληρικό που ανέβαινε.
Όταν την πλησίασε, η Μαρία έσκυψε να του βάλει μετάνοια γιά να πάρει την ευχή του. Πρόσεξε τότε ότι ο κληρικός δεν πατούσε στη γη και, σηκώνοντας το βλέμμα της, είδε τα μάτια του να λάμπουν σαν το φως του ήλιου. Σαστισμένη φοβήθηκε να του φιλήσει το χέρι και δεν του μίλησε. Τον προσπέρασε, προχώρησε λίγο και, γυρίζοντας σε μια στιγμή να δει προς τα που πήγε, αποσβολώθηκε. Ο κληρικός βρισκόταν στην ίδια θέση ακέφαλος! "Έντρομη έβγαλε μια φωνή "Παναγία μου!", και ο ιερέας χάθηκε από τα μάτια της μέσα σε μια λάμψη.
Πανικόβλητη αρπάζει το παιδί και αρχίζει να τρέχει γιά το χωριό, ρίχνοντας φοβισμένη ματιές προς τα πίσω, γιατί την ακολουθούσε η σιλουέτα εκείνου του κληρικού. Οι άλλοι εργάτες μόλις την είδαν να τρέχει, είπαν παραξενεμένοι στον άντρα της "Η γυναίκα σου τρέχει και βλέπει καταπόδι της". Ο Δούκας ανησύχησε κι έτρεξε να την προφθάσει. "Γιατί φεύγεις σαν να σε κυνηγάν και δεν στέκεσαι να πάρεις τα πράγματα; Τι έπαθες στα καλά καθούμενα;". "Καλά το λένε πως φαντάζει· εγώ, μαθές, είδα τον παπά χωρίς κεφάλι" του άπαντα εκείνη. "Βρε, δεν είσαι με τα καλά σου, διάβασμα θέλεις. Εμείς δουλεύουμε δέκα άτομα, δεν είδαμε τίποτε. Εσύ θα τον έβλεπες μέρα μεσημέρι;". "Εγώ δεν ξανανεβαίνω πάνω. Το φαγητό να το παίρνεις μόνος σου".
Αυτά τα λόγια αντάλλαξαν, και η Μαρία αναστατωμένη έφυγε τρέχοντας γιά το χωριό. Σ’ όλο το δρόμο την ακολουθούσε ο κληρικός. Στα μισά περίπου συναντά μια γριά Θερμιώτισσα, τη Σοφία Καρανικόλα, η οποία, βλέποντας την σ’ αυτήν την κατάσταση, τη ρώτησε "Τι έπαθες, κόρη μ'; Μην είδες τον παπά; Αυτή η Παναγία εκεί πάνω φάνταζε από παλιά, αλλά κανένας δεν έπαθε ποτέ κακό". Η Μαρία ντράπηκε να της το πει· την χαιρέτησε και συνέχισε το δρόμο της.
Το ίδιο βράδυ είδε ένα ολοζώντανο όνειρο, που ήταν η αρχή των αποκαλύψεων. Μια πανέμορφη μαυροφόρα γυναίκα ήρθε δίπλα της, έβαλε το κρύο χέρι της στο μέτωπο της και της είπε: "Μαρία, δεν έπρεπε να φοβηθής. Αυτός που είδες δεν ήταν φάντασμα, ούτε ο παπάς του χωρίου. Ήταν ο καλόγερος που ασκήτευε εκεί πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Μια μέρα θα μάθετε το όνομα του, την καταγωγή του και τα μαρτύρια του όλα. Εκεί πάνω είμαστε δύο χάρες, Παναγία και αγία Παρασκευή. Δεν θέλω κεριά, θέλω καντήλι ακοίμητο. Σήκω τώρα και πάρε το μωρό σου, που κλαίει. Άλλη βραδιά θα σε ξαναεπισκεφθώ, γιατί εκεί θα αρχίσει μεγάλο ιστορικό. Πολλά θα πάθεις, πολλά θα ακούσεις, αλλά εσύ να μη λαθέψεις από το δρόμο που σου χάραξα". Μ’ αυτά τα λόγια, η Παναγία υψώθηκε και χάθηκε.
Η Μαρία ξύπνησε και ένιωθε την κρυάδα στο μέτωπο της. Τόσο ζωντανό ήταν το όνειρο αυτό, ώστε ρώτησε τον άντρα της "Μήπως άφησες την πόρτα ανοιχτή; Λίγο πιο πριν μπήκε μια μαυροφόρα μέσα". "Σίγουρα σάλεψαν τα λογικά σου, της αποκρίθηκε εκείνος. Την ήμερα βλέπεις έναν παπά, τη νύχτα μια μαυροφόρα. Τι θα γίνει με σένα;". Η Μαρία δεν ξαναμίλησε, αλλά μ’ ένα αίσθημα χαράς και φόβου ξημερώθηκε με το παιδί στην αγκαλιά.
Το πρωί παρ’ όλη την περιπέτεια της προηγούμενης ημέρας, ανέβηκε στις Καρυές, πήρε το πήλινο καντήλι που είχε βρεθή στον τάφο του άγνωστου νεκρού και το άναψε πάνω στην παλιά Αγία Τράπεζα. Από τότε φρόντιζε να καίει νύχτα μέρα ακοίμητο. Στενοχωρημένη μάλιστα καθώς ήταν από τα λόγια του άντρα της, παρακάλεσε με θερμή πίστη την Παναγία· ""Ας ήταν να έβλεπε κάτι και ο άντρας μου, να πιστέψει κι εκείνος πως αυτά που είπα δεν τα έβγαλα από το μυαλό μου".
Εντωμεταξύ μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό ότι η Μαρία Τσολάκη είδε τον παπά στο κτήμα του Ράλλη, και άρχισαν τα σχόλια. Ο γέρο-Ηλίας όμως ο Διγιδίκης βρήκε τον Δούκα και τον καθησύχασε λέγοντας του ότι κι εκείνος μικρός είχε δεί όχι μόνο έναν, αλλά δύο παπάδες να εμφανίζονται και να χάνονται ξαφνικά στο κτήμα αυτό.
Την Κυριακή, δύο τρείς μέρες δηλαδή μετά, ο Δούκας ανέβηκε πρωί πρωί στις Καρυές με το κυνηγετικό όπλο στο χέρι. Πήγε γιά να σκοτώσει μια αλεπού που πρίν λίγες μέρες του έπνιξε ένα κατσίκι στο λαγκάδι. Η ώρα περνούσε χωρίς αποτέλεσμα. Άπρακτος κάθησε σε μια καμπουρωτή ελιά να ξαποστάσει, θα ήταν η ώρα της θ. Λειτουργίας, γιατί ηχούσαν οι καμπάνες του χωριού. Καθώς το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς το μονοπάτι γιά τα Πάμφιλα, βλέπει να έρχεται από μακριά ένας αξιωματικός με χακί ρούχα, χρυσά κουμπιά, χωρίς καπέλο όμως ή άλλα διακριτικά. Όπως ερχόταν, τον είδε να κάνει πρώτα το σημείο του Σταυρού κι έπειτα να σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος. «Απόστρατος αξιωματικός θα είναι, σκέφτηκε, και έρχεται από τα Πάμφιλα να δει κανένα κτήμα. Κυριακή μέρα, είδε που κτίζεται η Εκκλησία και κάνει το σταυρό του...».
Με τις σκέψεις αυτές ο Δούκας συνέχισε να κάθεται αμέριμνος. Ο αξιωματικός πλησίαζε και σε κάθε του βήμα σταυροκοπιόταν. "Μπα, αγαθός είναι ετούτος" είπε ο Δούκας και τον κοίταξε πιο προσεκτικά. Η μορφή του ασυνήθιστη, αλλιώτικη. Τα μάτια του άστραφταν σαν καθρέφτες που αντανακλούν το φως του ήλιου. Ο Δούκας άρχισε να ανησυχεί. "Μήπως έρχεται με σκοπό να μου πάρει το όπλο από τα χέρια;" Σηκώθηκε όρθιος και του φώναξε χειρονομώντας. "Τι γυρεύετε, κύριε; Κανένα κτήμα; Να σας το δείξω... Ε! δεν με βλέπεις, δεν μ’ ακούς;". Ο αξιωματικός δεν αποκρίθηκε. Συνέχισε να προχωράει, ώσπου πλησίασε στα τρία μέτρα. Έκανε γιά πολλοστή φορά το σημείο του Σταυρού. Τα μάτια του έλαμψαν μ’ ένα ανερμήνευτο τρόπο. "Τι πράγμα είναι αυτό πάλι;" είπε ο Δούκας κι έκανε να αρπάξει το όπλο που είχε ακουμπησμένο δίπλα του. Καθώς όμως τον είδε να έρχεται κατεπάνω του, έχασε την ψυχραιμία του και βλασφήμησε.
Την ίδια στιγμή ο αξιωματικός χάθηκε μέσα σ’ ένα φως σαν αστραπή. Τα μάτια του Δούκα θόλωσαν και έχασε το φως του γιά αρκετά λεπτά. «Από την τρομάρα μου μήτε όπλο λογάριασα μήτε τίποτε άλλο. Άρχισα να τρέχω προς το χωριό και γιά πότε έφθασα σπίτι μου δεν το κατάλαβα» αφηγείται ο ίδιος. Η γυναίκα του καθώς τον είδε να φθάνει ταραγμένος, ανησύχησε. "Να δείς που θα μάλωσε με τον ιδιοκτήτη του διπλανού κτήματος γιά το νερό". Στην επιμονή της να μάθει τι του συνέβη, της αποκρίθηκε "Τσιμουδιά δε θα βγάλεις. Εσύ τον είδες παπά, εγώ τον είδα αξιωματικό! Αλλά προσοχή, να μην το μάθει κανείς. Αυτά τα περίεργα που γίνονται στις Καρυές, γιά σε πολύ καλό θα μας βγουν, γιά σε πολύ κακό".
[.......................................]
"Ραφαήλ το όνομα μου"
Λίγες μέρες αργότερα γίνεται και άλλο θαύμα από τον άγνωστο Άγιο. Η Βασιλική Ράλλη υπέφερε αρκετό καιρό από το στομάχι της. Ό,τι φάρμακα κι αν έπαιρνε, δεν έβλεπε καμιά βελτίωση, και η εγχείρηση ήταν αναπόφευκτη. Μόλις όμως πληροφορήθηκε το θαύμα του Αγίου στην Παρασκευή Δουργκούνα, ανέβηκε με την Μαρία Τσολάκη στις Καρυές και παρακάλεσε με δάκρυα τον Άγιο να την θεραπεύσει. Όταν κατέβηκε στο χωριό, ο άντρας της και η μητέρα της την μάλωσαν, που πήγε στο βουνό και ταλαιπωρήθηκε, ενώ είχαν προγραμματίσει να κάνουν την επομένη μια σειρά ιατρικών εξετάσεων στη Μυτιλήνη. Εκείνη στενοχωρήθηκε πολύ και με κλάματα έπεσε να κοιμηθή.
Μόλις την πήρε ο ύπνος, βλέπει ένα μοναχό με γλυκύτατη και ασκητική μορφή να στέκεται στο πλάι της. "Μην κλαίς. Εμένα μ’ έσφαξαν γιά τον Χριστό, ας σε μάλωσαν και σένα γιά χάρη μου. Θα αποδείξω μια μέρα σε όλους ότι έχουν άδικο. Τα οστά που βρήκατε είναι δικά μου, είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα. Που πονάς, παιδί μου;". "Στο στομάχι μου" απαντά η Βασιλική. Απλώνει τότε το χέρι του και την σταυρώνει τρεις φορές λέγοντας: "Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος... Βασιλική, είσαι καλά. Προχώρει, μη δειλιάζεις, κι εγώ θα μεσιτεύω στον Κύριο γιά σένα".
Την ίδια στιγμή ξύπνησε κι έκανε το σταυρό της με δάκρυα ευγνωμοσύνης. Η γαλήνια μορφή του Αγίου ήταν βαθειά αποτυπωμένη στο νου της. Το πρωί σαν ξημέρωσε, διηγήθηκε το θαύμα στους δικούς της. Εκείνοι δεν πίστεψαν ότι έγινε καλά και επέμεναν να κάνει τις εξετάσεις. Η Βασιλική όμως ήταν υπερβέβαιη γιά την ευεργεσία και τους αγνόησε. Πραγματικά, από τότε μέχρι σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δεν την ξαναενόχλησε το στομάχι της κι ούτε χρειάστηκε να πάει σε γιατρό η να πάρει φάρμακα. Μετά τη θαυμαστή θεραπεία της, ανέβαινε σχεδόν κάθε μέρα στις Καρυές και προσευχόταν. Ασπαζόταν το κασονάκι όπου είχαν τοποθετήσει τα λείψανα και θερμοπαρακαλούσε: "Ποιός είσαι, άγνωστε μου Άγιε; Σε πιστεύω με όλη μου την καρδιά. Πες το όνομα σου να το δοξάσουμε όπως σου αξίζει".
Μια νύχτα λοιπόν ξαναείδε στον ύπνο της τον μοναχό με την χαρακτηριστική επιβλητική φυσιογνωμία. "Είμαι ο οσιομάρτυς Ραφαήλ, της λέει. Δικά μου είναι τα οστά που βρέθηκαν. Ζούσα στο Μοναστήρι των Καρυών και μ’ έσφαξαν οι Τούρκοι, αφού προηγουμένως με βασάνισαν σαν τον Χριστό. Είμαι άγιος και θα κάνω πολλά θαύματα". Ξύπνησε και θυμόταν καλά το όνομα: Ραφαήλ, θα ήταν τρείς η ώρα. Από τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό της ξύπνησε και τον άντρα της να του το πει. Το πρωί το συζήτησαν και με τη μητέρα της. Την συμβούλεψαν να μην πει λέξη σε κανένα, γιά να μην τους σχολιάζουν στο χωριό.
Μετά από λίγο, την ώρα που έτρωγαν το πρωινό τους, ήρθε οτό σπίτι τους η Μαρία Τσολάκη και κοντοστεκόταν σαν να ήθελε κάτι να τους πει. "Τι είναι, Μαρία; Μην είδες πάλι εκείνον τον πάπαδο;" την πείραξε ο Άγγελος, γιατί έτσι έλεγε η Μαρία τον κληρικό που είχε δει ακέφαλο πάνω στις Καρυές, επειδή ήταν υψηλόσωμος. "Όχι, Άγγελε. Μόνο είδα την ίδια μαυροφόρα γυναίκα, την Παναγία, και μου είπε ότι το όνομα εκείνου του παπά είναι Ραφαήλ".
Ακούγοντας τα λόγια της, έμειναν και οι τρεις άναυδοι. "Τι πάθατε, Άγγελε; Εγώ στ’ αλήθεια είδα την Παναγία και μου είπε τρεις φορές το όνομα". "Σε πιστεύω, Μαρία, αποκρίθηκε ο Άγγελος, γιατί το ίδιο όνομα έμαθε και η Βασιλική απόψε το βράδυ. Είμαστε ξυπνητοί από τις τρεις τα χαράματα και, τώρα μόλις, πάλι την ίδια συζήτηση είχαμε. Αν μεσολαβούσε λίγη ώρα και κατέβαινα στην αγορά χωρίς να με προλάβεις, θα έλεγα ότι είχατε συνεννοηθή. Ενώ τώρα είναι ολοφάνερο πως κάτι σπουδαίο έγινε και στις δυό σας. Αλλά πες μας τι ακριβώς είδες".
"Χθες το απόγευμα ανεβήκαμε με την γυναίκα σου την Βασιλική και τον γιο μου τον Παναγιώτη στις Καρυές να ανάψουμε τα καντήλια. Πλησιάζοντας στο Εκκλησάκι, μου λέει το παιδί "Μαμά, στην ελιά έξω από την Εκκλησία κάθεται μια γριούλα και με καλεί με το χέρι της". Εμείς δεν βλέπαμε τίποτε και το ρώτησα που ήταν η γριά. "Μπήκε μέσα στην Εκκλησία" μας απάντησε κι έτρεξε να πάει κι εκείνο μέσα. Βγήκε όμως έκπληκτο και μας είπε ότι η γριούλα βγήκε από το παράθυρο. Δεν το πιστέψαμε και το μάλωσα, νομίζοντας ότι μας κορόιδευε. Τη νύχτα όμως είδα την Παναγία στον ύπνο μου και μου είπε: "Το παιδί δεν είπε ψέματα, Μαρία. Εγώ ήμουν, και αν τ’ άφηνες μόνο του, θα του έδινα την εικόνα μου στην αγκαλιά του. Εδώ μ’ έχει θαμμένη με τα χέρια του ο πάτερ Ραφαήλ, ο καλόγερος που ζούσε εδώ πάνω και τον έσφαξαν οι Τούρκοι".
Την ίδια στιγμή παρουσιάσθηκε στα δεξιά της ο παπάς εκείνος, τον έδειξε με το χέρι της και μου είπε: "Δικά του είναι τα οστά που βρήκατε. Αύριο να πάς στον παπά-Παχώμιο που είναι στο διπλανό χωριό, να του πείς ν’ ανεβή στο Εκκλησάκι, να λειτουργήσει και να μνημονεύσει τα οστά με το όνομα Ραφαήλ, όχι αγνώστου. Να κάνετε και κόλλυβα. Αν δεν πάς, χειρότερα από τον άντρα σου θα πάθεις!". Την ρώτησα, γιατί να πάμε στον παπά-Παχώμιο και όχι στον παπά του χωριού μας, και μου απάντησε. "Γιατί είναι καλογερόπαπας". Τρείς φορές είδα το ίδιο όνειρο, γιατί κάθε φορά που ξυπνούσα, ξεχνούσα το όνομα. Που να το θυμάμαι; Μαθές, έχουμε τέτοιο όνομα στο χωριό μας; Την τρίτη φορά μου λέει η Παναγία "Σήκω, κόρη μου, και γράψε το όνομα του, να μην το ξεχάσεις"...".
Δόξασαν το όνομα του Θεού και πήραν την απόφαση να πάνε να ειδοποιήσουν τον ιερομόναχο Παχώμιο, εφημέριο της γειτονικής Κοινότητας των Πύργων. Αλλά η μητέρα της Μαρίας, όταν της το είπαν, αντέδρασε και ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά με τις φωνές της. Έτσι, αναγκάσθηκαν να στείλουν τη γειτόνισσα τους Βιργινία Αδάμ. Ο π. Παχώμιος αμφέβαλε γιά τη γνησιότητα των ονείρων και της είπε "Την Λειτουργία θα σας την κάνω με όλη μου την καρδιά, αλλά μη μου ζητάτε να μνημονεύσω αυτό το όνομα. Χρειάζεται προηγουμένως να πάρω άδεια από τη Μητρόπολη". Ήταν 6 Όκτωβρίου 1959.
Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, που θα τελούσε τη Λειτουργία, είδε το ακόλουθο όνειρο και μάλιστα δε δίστασε να το περιγράψει με γραπτή κατάθεση του προς τον Μητροπολίτη. "Βρέθηκα στο νεόκτιστο Εκκλησάκι του λόφου των Καρυών, που έλαμπε ολόκληρο από φως. Στα αριστερά της Αγίας Τραπέζης είδα ένα κληρικό με άσπρα μαλλιά και γένια που έμοιαζε με τον παπά-Ευθύμιο, τον εφημέριο της Θερμής. Του λέω "Ούτε ιερό έκανες, αλλά ούτε και νιπτήρα να πλύνω τα χέρια μου". Αμέσως εκείνος άλλαξε όψη και φάνηκε με διαφορετική μορφή· υψηλός, με μαύρα μαλλιά και μαύρα γένια, σοβαρός, επιβλητικός. "Έμαθα ότι ο νέος ασκητής που φανερώθηκε ονομάζεται Ραφαήλ" του είπα, κι εκείνος συμπλήρωσε με έμφαση "Καί η καταγωγή μου εξ Ιθάκης". "Σκέφτομαι, συνέχισα, να παραγγείλω την εικόνα του στο Άγιον Όρος, όπου αγιογραφούν με ευλάβεια". "Και την Ακολουθίαν μου μαζί" αποκρίθηκε ο "Άγιος".
Την άλλη μέρα το πρωί λειτούργησε στο Εκκλησάκι των Καρυών και μνημόνευσε γιά πρώτη φορά το όνομα Ραφαήλ. "Αν δεν πιστεύετε, είπε στο εκκλησίασμα, αυτές τις γυναίκες που πληροφορήθηκαν το όνομα του Αγίου, πιστέψτε εμένα που βαστώ τα Άγια και τρέμει η γη κι ο ουρανός· Ραφαήλ είναι το όνομα του Αγίου".
Εντωμεταξύ μέσα στον Οκτώβριο του 1959 πολλαπλασιάζονται οι εμφανίσεις του Αγίου κατά τις οποίες ο ίδιος φανερώνει το όνομα του σε πολλά πρόσωπα. Ένας απ’ αυτούς, ο Κώστας Τσαλίκης, πήγε στο Εκκλησάκι των Καρυών μια εικόνα του Ταξιάρχη γιά αφιέρωμα και άκουσε μια φωνή "Κώστα, Κώστα, το όνομα μου είναι Ραφαήλ!" Τρομοκρατημένος άφησε την εικόνα και έφυγε τρέχοντας γιά το χωριό.
Η ανεψιά του εφημερίου της Θερμής π. Ευθυμίου, Μυρσίνη Λυκαρδοπούλου, είδε στον ύπνο της τον "Άγιο αυστηρό να την πιάνει από το χέρι και να επαναλαμβάνει: "Ραφαήλ, Ραφαήλ, Ραφαήλ είναι το όνομα μου! Μην αμφιβάλλεις".
Η συνταξιούχος καθηγήτρια Ευγλωττία Σβορώνου, από τους Πύργους, τον είδε μέρα μεσημέρι μέσα στο σπίτι της με λαμπερό μαύρο ράσο, επανωκαλύμμαυχο και κομποσχοίνι περασμένο στο λαιμό. Συγκλονισμένη η Εύγλωττία πήγε αμέσως στον π. Παχώμιο και του ζήτησε να ανεβούν στις Καρυές, όπου και έψαλαν Παράκληση μπροστά στα λείψανα του Αγίου.
Η Μαρία Δουργκούνα είδε στον ύπνο της, στα μέσα Νοεμβρίου 1959, ότι μπήκαν στο σπίτι τους δύο γυναίκες μαζί με ένα μοναχό. Η μία γυναίκα κρατούσε ένα άρτο και της είπε ότι ήταν η Θεοτόκος, ενώ η άλλη με τον Σταυρό στο χέρι ήταν η αγία Παρασκευή. Ο μοναχός την πλησίασε και την ρώτησε τι βιβλία διαβάζει. "Να διαβάζεις την Αγία Γραφή" της είπε. Εκείνη τότε τον ρώτησε ποιος ήταν, και της απάντησε: "Ο άγιος Ραφαήλ από την Ιθάκη".
[.......................................]
Η εύρεση της σιαγόνας του Αγίου Ραφαήλ
Οι αποκαλύψεις συνεχίζονται και τα γεγονότα παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις. Τον Ιανουάριο του 1960, η Μαρία Τσολάκη είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ και της έδειξε μια ελιά κοντά στο Εκκλησάκι των Καρυών, λέγοντας ότι εκεί, στη θέση αυτής της ελιάς, υπήρχε στα χρόνια τους μια καρυδιά· σ’ εκείνην την καρυδιά τον είχαν κρεμάσει ανάποδα οι Τούρκοι και στο τέλος τον πριόνισαν στο στόμα. Της έδωσε μάλιστα εντολή να σκάψουν οπωσδήποτε σ’ εκείνο το σημείο, γιατί εκεί βρισκόταν η σιαγόνα του, η οποία έλειπε από τα ανευρεθέντα λείψανα του. Την ίδια στιγμή είδε την αναπαράσταση όλων των μαρτυρίων και του πριονισμού του Αγίου. Χρειάστηκε όμως να δεί τον Άγιο κι άλλα δύο βράδια, γιά να νικήσει τους δισταγμούς της και να το πεί στον άντρα της. Ενημέρωσαν την οικογένεια Ράλλη, ιδιοκτήτες του κτήματος, κι εκείνοι συμφώνησαν να υπακούσουν στην υπόδειξη του Αγίου.
Μια Κυριακή μετά την Εκκλησία, η Μαρία με τον Δούκα ανέβηκαν στο λόφο των Καρυών γιά να σκάψουν. Συνάντησαν εκεί την Αγγελική Μαραγκού, τον Γεώργιο Μυκονιάτη και μερικές γυναίκες που είχαν ανεβή γιά να προσευχηθούν. Η Μαρία έδειξε στο Δούκα το σημείο που υπέδειξε ο Άγιος· ήταν το σημείο όπου τον είχε δει γιά πρώτη φορά, ακέφαλο. Ο Δούκας ξερίζωσε το δένδρο και άρχισε να σκάβει. Οι ώρες περνούσαν, η εργασία συνεχιζόταν, χωρίς να βρίσκεται όμως τίποτε, και ο Δούκας άρχισε να εκνευρίζεται και να τα βάζει με τη γυναίκα του. Σε λίγο, το σκάψιμο έφθασε σε σημείο αδιέξοδο. Στη θέση του δέντρου είχε ανοιχθή ένας λάκκος διαμέτρου διόμισυ μέτρων και βάθους ενάμισυ, ενώ στον πυθμένα υπήρχε ένας μεγάλος βράχος. Για μιά στιγμή ο Δούκας σκέφθηκε να τα παρατήσει. “Αλλά μέχρι σήμερα δεν μπορώ να καταλάβω, εξομολογείται ο ίδιος, ποιά δύναμη με έσπρωχνε να συνεχίσω".
Έσκαψε γύρω γύρω τα χώματα, στήριξε έπειτα τις πλάτες του στα τοιχώματα του λάκκου, βάζοντας όλη του τη δύναμη, έσπρωξε με τα πόδια του το βράχο. Ο βράχος μετακινήθηκε και τότε έκπληκτοι όλοι είδαν αποκάτω μιά ανθρώπινη σιαγόνα. Ήταν κατακίτρινη, ανέδιδε μια έντονη ευωδία και δεν της έλειπε κανένα δόντι. "Αυτό είναι το σαγόνι του Αγίου, μονολόγησε ο Δούκας. Άν δεν μας έδειχνε ο ίδιος το σημείο, δεν θα το βρίσκαμε ποτέ". Μ’ αυτές τις σκέψεις το έπιασε με ευλάβεια και το έδωσε στη γυναίκα του, λέγοντας της να το βάλει με προσοχή μέσα στο κασονάκι, με τα υπόλοιπα λείψανα. Εκείνη το πήρε, πήγε στο Εκκλησάκι, αλλά επειδή φοβήθηκε να πλησιάσει στο κασονάκι, το έρριξε βιαστικά στο περβάζι του παραθύρου, χωρίς να πει σε κανένα τίποτε. Μέχρι το βράδυ, όμως που έπεσε να κοιμηθή, κάτι την βασάνιζε μέσα της.
Τη νύχτα είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ, ο όποιος την έπιασε από τον ώμο, την τράνταξε δυνατά και της είπε αυστηρά: "Γιατί φοβήθηκες και πέταξες το σαγόνι μου; Το σαγόνι που βρήκατε είναι το δικό μου, που το έκοψαν οι Τούρκοι και το πέταξαν. Παρασύρθηκε από τα αίματα μέχρι τη ρίζα του βράχου, εκεί που το βρήκατε. Όταν ανέβηκαν οι Χριστιανοί και μας έθαψαν κρυφά, δεν το βρήκαν να το θάψουν μαζί με το υπόλοιπο σώμα μου. Δεν φοβήθηκες τότε που πλύνατε με τη Βασιλική τα οστά μου, και φοβήθηκες τώρα; Να σηκωθής αύριο πρωί πρωί, να πάς να το πάρεις, να το πλύνεις και να το βάλεις μέσα στο κιβώτιο με τα οστά μου. Άν δεν το κάνεις, θα τιμωρηθής όπως ο άντρας σου!".
Πράγματι, την άλλη μέρα το πρωί, μαζί με την κουμπάρα της Μαριάνθη Ορφανέλλη και τη Βασιλική Ράλλη, παρά το τσουχτερό κρύο και το χιονόνερο που έπεφτε, ανέβηκαν στις Καρυές, έπλυναν τη σιαγόνα του Αγίου, τη θύμιασαν και την τοποθέτησαν μαζί με τα άλλα λείψανα του.
Οι ενδοιασμοί του Μητροπολίτη
Η εύρεση της σιαγόνας του αγίου Ραφαήλ ήταν η πρώτη από το πλήθος των θαυμαστών ευρέσεων που επακολούθησαν. Προς το παρόν αποτελούσε σοβαρό αποδεικτικό στοιχείο γιά τη γνησιότητα του ιστορικού των Αγίων που τότε είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται. Μετά απ’ αυτό το γεγονός, αποφάσισαν να ξαναεπισκεφθούν τη Μητρόπολη, γιά να βρουν τον ίδιο τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης και να του αναφέρουν γιά την ανεύρεση των λειψάνων και τις εμφανίσεις του Αγίου. Πήγαν λοιπόν οι Επίτροποι της Εκκλησίας με τον Άγγελο Ράλλη, αλλά επειδή δεν είχαν οι ίδιοι προσωπική εμπειρία, δεν κατόρθωσαν να γίνουν πιστευτοί. Όταν γύρισαν, είπε ο Ράλλης στη Μαρία Τσολάκη "Εσύ τον είδες πρώτη, εσύ να πας να τα πεις στο Δεσπότη".
Με τα πολλά εκείνη δέχθηκε και μαζί με την πεθερά του Ράλλη, την Αγγελική Μαραγκού, πήγαν στον Μητροπολίτη. Ο Μητροπολίτης, αφού άκουσε όλα όσα του διηγήθηκε η Μαρία Τσολάκη γιά τα θαύματα και τις εμφανίσεις του αγίου Ραφαήλ, της είπε "Είναι τόσο παράδοξα αυτά που μου λέτε, ώστε δεν μπορώ να τα πιστέψω, θέλω χειροπιαστές αποδείξεις!". "Και τι είναι, Σεβασμιώτατε, ο Άγιος, γιά να τον πιάσω από το χέρι και να τον φέρω εδώ να τον δείτε; Εμφανίζεται γιά λίγο κι ύστερα χάνεται" του αποκρίθηκε με πρωτόγνωρο θάρρος. Τη στιγμή εκείνη της ήρθε στο νου και του διηγήθηκε ένα όνειρο που το είχε δει τρεις φορές τρία διαφορετικά βράδυα πριν λίγο καιρό.
"Σαν να βρισκόμουν στις Καρυές. Βλέπω τον άγιο Ραφαήλ με επανωκαλύμμαυχο έξω από το Εκκλησάκι. Του έβαλα μετάνοια και φίλησα το χέρι του. "Δεν ήρθα εδώ μόνος μου, μου είπε. Ήρθα με το διάκονο Νικόλαο, που μαρτύρησε μαζί μου. Το μνημείο του είναι στο αριστερό προαύλιο της αρχαίας Εκκλησίας, τρία μέτρα αριστερά. Όταν το βρείτε, δεν θα πειράξετε τις πλάκες που έχει επάνω. Ν’ ανεβή αμέσως ο ιερεύς. Εκείνο το βράδυ θα αγρυπνήσετε κοντά του".
Την ίδια στιγμή μου έδειξε που βρίσκεται το μνημείο. Είναι στη βάση μιας ξερολιθιάς. Έκανε τότε τρεις σταυρούς αποπάνω με το χέρι του, λέγοντας "Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος". Άνοιξε η γη, και είδα πως ακριβώς είναι το μνημείο. Σκεπασμένο με μαύρες μισοκαμένες πλάκες, κόκκινες πλάκες στα πλάγια, δύο πέτρες δεξιά κι αριστερά να βαστούν το κρανίο, άλλη πέτρα κάτω από το κεφάλι, στο στόμα ένα κεραμίδι με δύο σταυρούς και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
"Λίγο πιο πέρα είδα μια μαυροφόρα που έκλαιγε και μου είπε "Περπατάς, με πατάς και δεν σκύβεις να με πάρεις”».
Όση ώρα τα έλεγε αυτά, ο Δεσπότης τα έγραφε όλα. Στο τέλος την έβαλε και τα υπέγραψε. "Άν πραγματικά, της είπε, ευρεθούν έτσι όπως μου τα είπατε, τότε μόνον θα πιστεύσω ότι όλα είναι αλήθεια".
Όταν γύρισαν στο χωριό και τα διηγήθηκαν, εκνευρισμένος ο άντρας της έβαλε τις φωνές· "Καλά, εσύ στα βαφτίσια τους ήσουν και έβγαλες τον ένα Ραφαήλ και τον άλλο Νικόλαο;". Κι ο Άγγελος Ράλλης της είπε "Εδώ εμείς δεν σιγουρέψαμε ακόμη τον ένα Άγιο, κι εσύ μίλησες και γιά άλλον; Αν δεν βρεθή ο τάφος, τι θα γίνει με τον Δεσπότη; Δεν είναι, μετά, να εμφανισθούμε πουθενά". “Ε, αν δεν βρεθούν, Άγγελε, έτσι ακριβώς όπως τα είπα στον Δεσπότη, τότε θα πούμε πως όλα όσα είδαμε μέχρι τώρα είναι ψέματα".
Καμένα παιδικά οστά (η εύρεση του πιθαριού με οστά της Αγίας Ειρήνης)
Εκείνο τον καιρό, μια άλλη θερμιώτισσα, η Βιργινία Αδάμ, είχε δει στον ύπνο της ότι αριστερά από το Εκκλησάκι, δυό-τρία μέτρα όμως ανατολικότερα από εκεί που έδειχνε η Μαρία Τσολάκη, υπάρχουν μαυρισμένα οστά· μιά άγνωστη γυναίκα της εξήγησε ότι αυτά τα οστά ανήκουν σε μάρτυρα. Το πρωί διηγήθηκε το όνειρο της στον π. Ευθύμιο, στον Άγγελο Ράλλη, στο Δούκα Τσολάκη και σε μερικούς άλλους Θερμιώτες.
Ο Δούκας, πιστεύοντας ότι στο σημείο που είχε δει η γυναίκα του ήταν απίθανο να είχαν θάψει νεκρό, αφού το έδαφος ήταν επικλινές και βραχώδες, αποφάσισε να σκάψει εκεί που έδειξε η Βιργινία Αδάμ, γιατί το χώμα ήταν μαλακό και χωρίς πέτρες. Άρχισε το σκάψιμο και σε μικρό βάθος ήρθαν στο φως μερικά οικιακά σκεύη αρχαίας εποχής, όλα πήλινα, σπασμένα φλυτζάνια, σπασμένες κούπες με ζωγραφισμένους σταυρούς και διάφορα άλλα σχέδια, κρύσταλλα από πολυέλαιο, ένδειξη ότι ήταν αντικείμενα μοναστηριού. Συνεχίζοντας το σκάψιμο, βρήκε τρία μεγάλα πιθάρια.
Το μεγαλύτερο από αυτά ήταν μέσα μαυρισμένο από φωτιά και στον πυθμένα του υπήρχε μια μεγάλη πέτρα μαυρισμένη και καμένη. Κάτω από την πέτρα βρέθηκαν λίγα παιδικά οστά μισοκαμένα: ένα χεράκι, ένα ποδαράκι, δυό-τρία δαχτυλάκια, καρβουνιασμένα πλευρά και μία ωμοπλάτη. Την έκπληξη τους διαδέχθηκε η απογοήτευση· έσκαβαν γιά τον τάφο του διακόνου Νικολάου και αντί γι’ αυτόν βρήκαν ένα πιθάρι με καψαλισμένα παιδικά οστά.
"Να δούμε τώρα, πως θα τα βγάλεις πέρα με τον Δεσπότη, θυμάσαι τι του είπες; Τα υπέγραψες κιόλας" είπε ο Άγγελος Ράλλης στενοχωρημένος στη Μαρία Τσολάκη. "Καί μη χειρότερα, του αποκρίθηκε απογοητευμένη κι εκείνη. Μνημείο γυρεύαμε και κιούπι βρήκαμε. Τέλος πάντων, εδώ επάνω άλλους έσφαξαν, άλλους έκαναν ψητούς και άλλους κρομμυδάτους!" Λέγοντας τα αυτά γέλασε με απλότητα, γέλασαν και οι άλλοι μαζί της. "Εγώ πάντως επιμένω στο σημείο που μου έδειξε κι όχι εκεί που σκάψατε εσείς", συνέχισε.
Την ίδια νύχτα παρουσιάσθηκε στον ύπνο της ο άγιος Ραφαήλ θυμωμένος, την έπιασε από τον ώμο, την τράνταξε με δύναμη και της είπε με πολύ αυστηρό ύφος: "Γιατί περιγέλασες τα οστά που βρέθηκαν στο πιθάρι; Δε φθάνει μόνο αυτό, αλλά εξαιτίας σου γέλασαν και οι άλλοι. Αν ήξερες τι θρήνος έγινε μέσα σ’ αυτό το κιούπι, θα ράγιζε η καρδιά σου! Εκεί μέσα οι αγριότουρκοι βασάνισαν τη Ρηνούλα, το κοριτσάκι του προεστού, με τον πιό βάρβαρο τρόπο μπροστά στους γονείς του, και συ τώρα που βρέθηκαν τα κοκκαλάκια του γέλασες; Όταν οι Χριστιανοί μας έθαψαν νύχτα, έθαψαν και την Ρηνούλα κοντά στον πατέρα της. Αυτά τα κοκκαλάκια ξεχάστηκαν μέσα στο πιθάρι, γιατί τα σκέπαζε η πέτρα που έπεσε από τον γκρεμισμένο τοίχο. Ήταν το δεξί χέρι και το αριστερό πόδι που της έκοψαν οι Τούρκοι".
Ταυτόχρονα της έδειξε την αναπαράσταση αυτού του φρικτού μαρτυρίου. Η Μαρία πετάχθηκε από τον ύπνο τρομαγμένη και έβαλε τα κλάματα. Ο ώμος της, αλλά και το χέρι της ολόκληρο ήταν πιασμένο γιά πολλές μέρες.
Τα λιγοστά οστά της μάρτυρος Ειρήνης τα τοποθέτησαν σ’ ένα ξύλινο κιβώτιο και τα φύλαξαν μέσα στο Εκκλησάκι.
[.......................................]
Περίοδος αναβολής και δοκιμασίας
Ήταν Ιούνιος του 1960. Παρ’ όλους τους δισταγμούς και τις αμφιβολίες, αποφάσισαν να ξανασκάψουν, μιάς και όλα τα ενύπνια μέχρι τότε συμφωνούσαν ως προς το ακριβές σημείο του τάφου. Ανέθεσαν το σκάψιμο στο Δούκα Τσολάκη. Εκείνος όμως συνέχιζε να αμφιβάλλει γιά το υποδεικνυόμενο σημείο. Έσκαψε λίγο και, διαπιστώνοντας ότι το έδαφος εκεί ήταν πετρωμένο, σταμάτησε. "Καλά σας το 'λεγα εγώ ότι δεν μπορεί να υπάρχει τάφος" είπε με σιγουριά πλέον. Κατέβηκαν λοιπόν απογοητευμένοι στο χωριό και στεναχωρημένοι, επειδή θα άρχιζαν πάλι να τους ειρωνεύονται. Πραγματικά, έβλεπαν στην αγορά τον Ράλλη μαζί με τον Τσολάκη και έλεγαν: "Να ο ηγούμενος με τον διάκονο".
Τη νύχτα η Μαρία Τσολάκη είδε στον ύπνο της ότι βρέθηκε στις Καρυές και, λίγο πιο πέρα από το σημείο όπου είχε σκάψει ο άντρας της, πάνω στο μονοπάτι, καθόταν η μαυροφορεμένη γερόντισσα που είχε ξαναδεί και σιγόκλαιγε. "Γιατί, θεία, κλαις; Μήπως έχασες το δρόμο;" την ρώτησε η Μαρία. "Όχι, κόρη μου, δεν έχασα το δρόμο. Κλαίω, γιατί ο άντρας σου σκάλισε λίγο μόνο το χώμα και σταμάτησε χωρίς να σκάψει. Περνάτε και με πατάτε. Σκάψετε να με βγάλετε".
Το ίδιο βράδυ η Βασιλική Ράλλη σε όνειρο της βρέθηκε σ’ ένα δρόμο κοντά στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και είδε τον άγιο Ραφαήλ αυστηρό να της φωνάζει "Βασιλική, Βασιλική, γιατί δεν συνεχίσατε το σκάψιμο γιά το μνημείο του αγίου Νικολάου;". Αυτή προσπάθησε να δικαιολογηθή, αλλά ο Άγιος την διέκοψε απότομα. "Εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις. Να σκάψετε εξάπαντος. Δεν καταλαβαίνετε ότι η Μητρόπολη και όλος ο κόσμος αυτό το μνημείο περιμένουν γιά να πιστέψουν; Μην απογοητευθήτε. Τρία στρώματα χώμα θα βγάλετε και μετά θα βρεθή ο τάφος".
Αποφάσισαν να ξανασκάψουν στις 13 Ιουνίου. Οι εργάτες που θα έσκαβαν ήταν ο Δούκας Τσολάκης και ο Νίκος Ποδάρας. Ο Άγγελος Ράλλης φοβούμενος τα σχόλια των απίστων, σε περίπτωση που δεν θα βρισκόταν το μνημείο, σκέφθηκε να φύγει εκείνη τη μέρα. "Βασιλική, είπε στη γυναίκα του, αύριο θα πάω στο χωριό μου. Σκάψετε εσείς γιά τον τάφο". Την άλλη μέρα πρωί πρωί έφυγε γιά το χωριό που γεννήθηκε, την Πέτρα της Λέσβου. Αλλά και ο Τσολάκης την παραμονή της ανασκαφής αποφάσισε να μην ανεβή να σκάψει. "Μαρία, μπορεί ο τάφος να υπάρχει, αλλά όχι σε κείνο το σημείο. Εγώ δεν ανεβαίνω να σκάψω, θα κάνω τον άρρωστο. Ας σκάψει μόνο ο Ποδάρας η ας βρουν άλλον εργάτη".
Η γυναίκα του όμως δεν απογοητεύθηκε. "Όλη τη νύχτα προσευχόταν με δάκρυα και θερμή πίστη στο Θεό και Τον παρακαλούσε να φωτίσει τον άντρα της. Καθώς κοιμόταν ο Δούκας, κατά τα μεσάνυχτα, είχε μιάν απροσδόκητη και συγκλονιστική εμπειρία. Χωρίς ο ίδιος να καταλάβει πως, σαν να ήταν μέρα και ανέβαινε στις Καρυές. Στο σημείο που έλεγαν ότι υπήρχε ο τάφος, στο πλάι, κάτω από μιά ελιά βλέπει να κάθεται ένας μικρόσωμος μοναχός με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Μπροστά του υπήρχε μαρμάρινο μνημείο με Σταυρό και πάνω στο Σταυρό ακάνθινος στέφανος. Μόλις ο Δούκας τον πρόσεξε, ο μοναχός του μίλησε "Δούκα, είμαι ο διάκονος Νικόλαος. Γιατί αμφιβάλλεις ότι εδώ υπάρχει ο τάφος μου; Ξέχασες τι έπαθες από τον άγιο Ραφαήλ; Χειρότερα θα πάθεις από μένα". Σήκωσε τότε το δεξί χέρι και σχημάτισε το σημείο του Σταυρού πάνω από το μνημείο. "Εδώ να σκάψετε γιά να με βρείτε" πρόσθεσε.
Ο Δούκας ξύπνησε αναστατωμένος. Χίλιες σκέψεις στριφογυρνούσαν στο μυαλό του. Όταν τον ξαναπήρε ο ύπνος, άκουσε και ο ίδιος και η γυναίκα του μια φωνή απέξω που τον καλούσε "Δούκα... Δούκα... Δούκα..., αυτό που σου είπα μην το ξεχάσεις!". Σηκώθηκε, βγήκε έξω, έκανε ένα γύρο, αλλά πουθενά δεν υπήρχε ψυχή στα έρημα καλντερίμια της Θερμής. Έπεσε ξανά στο κρεβάτι, αλλά δεν πρόλαβε να ξανακοιμηθή· ξαφνικά αισθάνθηκε το σπίτι του να ταρακουνιέται συθέμελα, σαν να γινόταν σεισμός. Ήταν τρεις με τέσσερις τα χαράματα· σηκώθηκε και είπε στη γυναίκα του "Φεύγω γιά τις Καρυές, θα σκάβω συνέχεια μέχρι να βρω νερό..." Εκείνη δεν έβρισκε λόγια να ευχαριστήσει τον Θεό, που μ’ αυτόν τον θαυμαστό τρόπο διέλυσε κάθε αμφιβολία του άντρα της τόσο γιά το μέρος που ήταν θαμμένος ο άγιος Νικόλαος, όσο και γιά τα ονόματα των δύο Αγίων, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν τα πίστευε.
Το ίδιο βράδυ η μητέρα της Μαρίας Τσολάκη, η Ελένη Καραδημητράκη, είδε στον ύπνο της τον θείο της Βασιλικής Ράλλη, που είχε πεθάνει πριν από χρόνια. "Ξημερώνοντας, θα ρθει η κόρη σου να σου πει ότι ανεβαίνει στις Καρυές, θα σκάψουν και θα βρουν αυτήν την εικόνα της Παναγίας κάτω από ένα ανάχωμα" της είπε, δείχνοντας μια στρογγυλή εικόνα της Παναγίας. Το πρωί η Μαρία, πριν ανεβή στις Καρυές, πέρασε από τη μητέρα της. Έμεινε όμως έκπληκτη, γιατί η μητέρα της αντί να της φωνάξει, όπως το συνήθιζε όποτε πήγαινε στις Καρυές, της μίλησε γιά εικόνα της Παναγίας που είχε δει στον υπνο της.
Η Βασιλική Ράλλη όμως είχε μια διαφορετική επίσκεψη. Αποβραδίς είδε στον ύπνο της σαν να βρισκόταν μέσα στο Εκκλησάκι των Καρυών. Προσευχόταν και παρακαλούσε την Παναγία να βρεθή ο τάφος του αγίου Νικολάου, γιά να αποστομωθουν οι άπιστοι. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα, μπήκε μέσα ένας μοναχός και της λέει "Να μην σκάψετε, παιδί μου, αύριο, γιατί θα γίνετε ρεζίλι, δεν πρόκειται να βρείτε τίποτα". "Ποιός είσαι πάτερ;" ρώτησε η Βασιλική, κι αυτός απάντησε "Είμαι ο άγιος Ραφαήλ!". Χαμογέλασε όμως και φάνηκαν δύο σειρές μαύρα δόντια πολύ άσχημα.
Κατάλαβε ότι δεν ήταν ο άγιος Ραφαήλ, αλλά ο αντίδικος, και κάνοντας το σημείο του Σταυρού είπε "Εις το όνομα της αγίας Τριάδος να εξαφανισθής". "Σταυρό μην κάνεις, γιατί θα με σκάσεις" ξεφώνησε απεγνωσμένα ο πονηρός, αλλά η Βασιλική άφοβα συνέχιζε να σταυροκοπιέται και να λέει "Ο Σταυρός, το ακαταμάχητο όπλο του Χριστού μας, θα σε κάψει παμπόνηρε". Τότε το Εκκλησάκι γέμισε με φλόγες που έγλυφαν την Βασιλική χωρίς να την καίνε, ενώ ο πονηρός πήρε το σχήμα του σκύλου και με αποτροπιαστικά ουρλιαχτά έφυγε ταπεινωμένος.
Λίγες μέρες πρίν, η Μαρία Τσολάκη είχε μια παρόμοια εμπειρία. Παρουσιάστηκε στον ύπνο της ένας καβαλάρης και της είπε με στόμφο "Εγώ είμαι ο άγιος Δημήτριος, και ήρθα να σου πω να μη σκάψετε γιά τον τάφο, γιατί δεν πρόκειται να τον βρείτε". Η Μαρία από την πρώτη κιόλας στιγμή ένιωσε μια ταραχή κι ένα περίεργο αίσθημα απέχθειας που ποτέ της δεν είχε ξανανιώσει. Κάτι μέσα της την πληροφορούσε ότι δεν ήταν άγιος αυτός. Του ζήτησε λοιπόν να κάνει το σταυρό του, ενώ σταυροκοπιόταν και η ίδια.
Αυτό ήταν, ο πονηρός έσβησε μέσα σ’ ένα πάταγο. Η Μαρία ξύπνησε τρομαγμένη, αλλά δόξασε το όνομα του Θεού που δεν επέτρεψε να την πλανέψει ο αντίδικος. Όταν ξανακοιμήθηκε, είδε μια μαυροντυμένη γυναίκα που της είπε να μην αμφιβάλλει γιά το μνημείο του αγίου Νικολάου. Την διαβεβαίωσε ότι είναι θέλημα Θεού να σκάψουν στο συγκεκριμένο σημείο, γιατί θα τον βρουν οπωσδήποτε κι αυτό θα είναι τρανή απόδειξη γιά όλη την υπόθεση των Αγίων.
Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι γιά την αποκάλυψη του παρόντος ιστορικού η Πρόνοια του Θεού επιστράτευσε ανθρώπους με πίστη, απλότητα και ταπείνωση, που θέλησαν να υπηρετήσουν με ειλικρίνεια και φόβο Θεού τους Αγίους. Βρήκε σ’ αυτούς καλό εσωτερικό κόσμο και τους έδωσε διάκριση στις κρίσιμες περιστάσεις, ώστε να ξεχωρίσουν τις αποκαλύψεις του Θεού από τις πλάνες του πονηρού, σαν να είχαν μαθητεύσει γιά χρόνια στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας, θωρακισμένοι με τη Χάρη Του, εξαιτίας της ταπεινοφροσύνης τους, έμειναν σταθεροί και με το όπλο του Σταυρού διέλυσαν τις πανουργίες του πονηρού.
Αλλά και το γεγονός ότι ο αντίδικος μετήλθε πρώτα όλους τους άλλους τρόπους χωρίς αποτέλεσμα, και την έσχατη ώρα επιχείρησε ο ίδιος πλέον να τους παραπλανήσει και να ματαιώσει την ανασκαφή, πρόδιδε την καθοριστική και ανυπολόγιστη σημασία της ευρέσεως του μνημείου. Δεν χωρούσε πλέον άλλη αναβολή, αφού, έστω και με τα αρνητικά αυτά περιστατικά, κατάλαβαν ότι δεν έπρεπε να καθυστερήσουν είχε φθάσει η ώρα γιά την ανεύρεση του αγίου Νικολάου.
Αναμφίβολο καύχημα (η εύρεση του Αγίου Νικολάου)
Η 13η Ιουνίου ήταν μιά καλοκαιρινή ηλιόλουστη μέρα με ανυπόφορη ζέστη. Στον τόπο της ανασκαφής είχαν άνεβή, εκτός από τους δύο εργάτες, η Βασιλική Ράλλη, η μητέρα της Αγγελική Μαραγκού, η Ανθούλα 'Αλατερού και η Μαρία Τσολάκη. Ο Τσολάκης και ο Ποδάρας έσκαβαν μουσκεμένοι στον ιδρώτα. Στίς δώδεκα παρά τέταρτο το μεσημέρι, στο σημείο που η Μαρία Τσολάκη και η Μαρία Δουργκούνα είχαν δει την γερόντισσα να κλαίει, βρήκαν ένα μικρό στρογγυλό μολύβδινο εικόνισμα με μιά οπή στην άκρη σαν να κρεμόταν από αλυσίδα. Από τη μια μεριά είχε ανάγλυφη την εικόνα της Παναγίας και από την άλλη την εικόνα του Ταξιάρχη Μιχαήλ. Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη. Άρχισαν να το ασπάζονται και να σταυρώνονται μ’ αυτό, κι έπειτα το τοποθέτησαν μέσα στο Εκκλησάκι.
Ο Δούκας κατέβηκε στο χωριό και ειδοποίησε τον παπαΕυθύμιο, ο οποίος ανέβηκε και έψαλε την Παράκληση. Σε λίγη ώρα ανέβηκαν και οι αδελφές Δουργκούνα.
Μετά απ’ αυτή τη διακοπή, το σκάψιμο συνεχίσθηκε. Τόσο η κούραση, όσο και ο καυτερός ήλιος έκαναν τους εργάτες να πλέουν στον ιδρώτα. Κατά τις δύο το μεσημέρι ο ουρανός άρχισε να γεμίζει ξαφνικά από σύννεφα. Η λαμπρή καλοκαιρινή ήμερα μεταβλήθηκε σε μελαγχολική φθινοπωρινή. Μια παγωμένη νοτιά, που σηκώθηκε απότομα και λύγιζε τα κλαδιά των δέντρων μέχρι το έδαφος, προμήνυε την μπόρα που θα ξεσπούσε σε λίγο.
Κατά τις τρείς, άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες χοντρές σταγόνες βροχής. Ο παπά-Ευθύμιος έφυγε γιά το χωριό. "Βασιλική, σε λίγο θα ξεσπάσει άγρια μπόρα και αναγκαστικά θα πρέπει να σταματήσουμε" είπε ο ένας από τους εργάτες. Εκείνη όμως θυμήθηκε ότι σε ενύπνιο της Μυρσίνης Δουργκούνα ο άγιος Ραφαήλ είχε πεί ότι το μνημείο του αγίου Νικολάου θα το έβρισκαν μια μέρα βροχερή. Από το στόμα της βγήκαν λόγια πίστως "Προς Θεού, παιδιά, μη σταματάτε! θα τον βρούμε, μη σταματάτε!".
Με υπεράνθρωπο, θαρρείς, κουράγιο οι εργάτες εξακολούθησαν να σκάβουν. Μια ολόθερμη προσευχή έβγαινε από την καρδιά όλων "Θεέ μου, αποστόμωσε τους απίστους! Κάνε να βρούμε το μνημείο!". Ήταν τέσσερις παρά τέταρτο, και η βροχή είχε πλέον δυναμώσει.
Η Βασιλική φοβήθηκε πως θα 'πρεπε πια να σταματήσουν. Απεγνωσμένα έτρεξε μέσα στο Εκκλησάκι, και ο πόνος της έγινε θερμή προσευχή με δάκρυα "Παναγία μου, καλύτερα να με έβρισκε μια συγκοπή, να μην κατεβώ στο χωριό άπρακτη". "Σκεπτόμουν, εξομολογείται η ίδια, ότι, εάν δεν βρίσκαμε τον τάφο του αγίου Νικολάου, δεν θα είχαμε πιά το δικαίωμα να ξανασκάψουμε. Ουτε η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ούτε η Μητρόπολη θα μας επέτρεπαν να επαναλάβουμε τις ανασκαφές. Αλλά και οι άπιστοι θα χλεύαζαν τους Αγίους και την ιερή υπόθεση των Καρυών".
Ξαφνικά ακούστηκε μιά κραυγή χαράς και συγκινήσεως· "Βασιλική, έλα έξω. Τον βρήκαμε, τον βρήκαμε!" Κάτι σαν ηλεκτρισμός διαπέρασε το κορμί της. "Πετάχτηκα έξω από το Εκκλησάκι και η σκηνή που αντίκρισα θα μου μείνει αξέχαστη ως την τελευταία μου πνοή. Ο λατρευτός μας νεκρός είχε βρεθή. Γύρω από τον τάφο του όλοι, γονατισμένοι επάνω στο λασπωμένο χώμα, έκλαιγαν με λυγμούς". Τι είχε συμβή;
Καθώς έσκαβαν ο Τσολάκης και ο Ποδάρας, βρήκαν δύο μεγάλες πλάκες. Ανοίγοντας το μέρος, παρουσιάσθηκαν και άλλες μικρότερες πλάκες κτισμένες μεταξύ τους, κι έτσι φάνηκε ολόκληρο το μνημείο. Σήκωσαν τότε μια μεγάλη πλάκα και φάνηκε από το άνοιγμα ο σκελετός. Καθώς όμως έβγαζαν τις υπόλοιπες, από απροσεξία έσπασαν το αριστερό πόδι.
Ο σκελετός του Αγίου βρέθηκε όπως ακριβώς τον περιέγραφαν τα ενύπνια· το κεφάλι στηριγμένο ανάμεσα σε δύο πέτρες, άλλη πέτρα άποκάτω γιά προσκέφαλο, ένα κεραμίδι με δύο σταυρούς στο στόμα, τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Αλλά και ο τάφος βρέθηκε στο ακριβές σημείο που υποδείκνυναν όλα τα άτομα, σε μεγάλο βάθος. Διακρίνονταν καθαρά τρία στρώματα χώμα. Τέλος, η βροχή την ώρα που βρέθηκε ο Άγιος ήταν άλλη μια επιβεβαίωση των αποκαλύψεων που είχαν προηγηθή.
Η Μυρσίνη Δουργκούνα με τη Βασιλική Ράλλη, σαν νέες μυροφόρες, έτρεξαν γρήγορα στο χωριό, γιά να φέρουν την χαρμόσυνη είδηση. Πήγαν κατευθείαν στην Εκκλησία και ενημέρωσαν τον παπά-Ευθύμιο, όπως είχε υποδείξει ο άγιος Ραφαήλ σε ένα από τα ενύπνια. Ο παπά-Ευθύμιος χτύπησε την καμπάνα, το νέο διαδόθηκε αμέσως απ’ άκρη σ’ άκρη της Θερμής, και πολύς κόσμος μαζί με τον Εφημέριο ανέβηκε στις Καρυές να προσκυνήσει και να βεβαιωθή. Από τους πρώτους κατέφθασε και ο Πρωτοσύγκελλος π. Νικόδημος. Η ανεύρεση του τάφου του αγίου Νικολάου έγινε πλέον το αναμφίβολο καύχημα των πιστών.
[.......................................]
Νέες ανασκαφές
Η εύρεση του τάφου του αγίου Νικολάου ήταν καθοριστικής σημασίας γιά την άγια υπόθεση των νεοφανών Μαρτύρων. Το γεγονός αυτό απετέλεσε το κέντρο βάρους της, την ατράνταχτη απόδειξη της, το σημείο αναφοράς κάθε καλοπροαίρετου αναζητητή της αλήθειας; Γιατί ήταν η πρώτη σημαντική εύρεση με βάση αποκαλυπτικά ενύπνια που τα είδαν επτά διαφορετικά πρόσωπα σε διάστημα ενός εξαμήνου.
Νέες όμως αποκαλύψεις έρχονται να ολοκληρώσουν την ιστορία του ιερού λόφου.
Εύρεση νέου Μάρτυρα
Τέλη Δεκεμβρίου του 1960, η Θερμιώτισσα Κωνσταντίνα Δουγκούρη είδε ότι κάτω από μιά ελιά, στο προαύλιο της μικρής Εκκλησίας των Καρυών υπήρχε τάφος με λείψανα μάρτυρα κι έπρεπε χωρίς καθυστέρηση να σκάψουν εκεί. Η ελιά αυτή ήταν δίπλα στο μνημείο του αγίου Νικολάου.
Στο ίδιο σημείο είδε και η Ακίνδυνα Χατζηαντωνίου, πεθερά του διδασκάλου της Θερμής Ελευθερίου Διγιδίκη, έναν άνδρα ανάμεσα σε μερικά παιδιά κι έψελναν το τροπάριο "Τη ύπερμάχω". Ο ίδιος άνδρας της υπέδειξε να πεί στον γαμπρό της να πιστεύει όσα του λέει ο μαθητής του ο Ψυρούκης.
Ο Κώστας Ψυρούκης έλεγε συχνά στο δάσκαλο του όσα θαυμαστά έβλεπε γιά τους Αγίους και τους άλλους μάρτυρες των Καρυών, αλλά εκείνος αμφέβαλλε.
Τα παραπάνω, καθώς και άλλα ενύπνια που αποκάλυπταν ότι πολλά αντικείμενα κρύβονταν κάτω από τα αγιασμένα χώματα των Καρυών (εικόνα της Θεοτόκου, άλλες εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη, κτίσματα κλπ.) ώθησαν τους ευσεβείς Θερμιώτες να πάρουν μιά άδεια γιά ανασκαφή σε περιορισμένη έκταση. Ήταν καρδιά του χειμώνα, 11 Ιανουαρίου 1961, όταν ανέβηκαν να σκάψουν. Στίς ανασκαφές επιτηρούσε ο τότε αστυνόμος των Παμφίλων Σταύρος το μικρό του όνομα που καταγόταν από τη Λήμνο, μαζί με ένα χωροφύλακα. Άρχισαν να σκάβουν από το σημείο που υποδείχθηκε στην Κωνσταντίνα Δουγκούρη.
Εκείνες τις μέρες ο Νίκος Ποδάρας, αυτός πού έσκαψε μαζί με το Δούκα Τσολάκη γιά το μνημείο του αγίου Νικολάου, βρισκόταν σε ένα γειτονικό χωριό, στις Νέες Κυδωνίες. Είδε στον ύπνο του τον άγιο Νικόλαο, ξαπλωμένο στο μνημείο του, και του είπε "Νίκο, να πάς στη Θερμή, γιατί αύριο θα βρουν στο πλευρό μου και τον αδελφό μου". Την επομένη άφησε τη δουλειά του, γύρισε στη Θερμή και διηγήθηκε τι είχε δεί.
Τη δεύτερη μέρα των ανασκαφών, βρήκαν ένα μικρό μέρος από τα τείχη του αρχαίου Μοναστηριού, που προχωρούσαν κάτω από τις ρίζες των ελαιοδένδρων. Βρήκαν επίσης τμήμα από ένα τοίχο της αρχαίας Εκκλησίας, την οποία επικάλυπτε το νεόκτιστο Εκκλησάκι, πολλά πήλινα οικιακά σκεύη και, τέλος, έναν τάφο δίπλα στο μνημείο του αγίου Νικολάου.
Ήταν φτιαγμένος με μια σειρά από μεγάλες πέτρες γύρω γύρω και σκεπασμένος με στενόμακρες πλάκες από πέτρα, κτισμένες μεταξύ τους, όπως και ο τάφος του αγίου Νικολάου. Ανοίγοντας τον, αντίκρισαν ένα κουβαριασμένο σκελετό, με το κρανίο χωμένο ανάμεσα στα σκέλη και τα χέρια σταυρωμένα επάνω στο κεφάλι. Στο στόμα είχε ένα κεραμίδι με ένα βυζαντινό σταυρό χαραγμένο, θέαμα ανατριχιαστικό και μυστηριώδες, που έκανε τον αστυνόμο να γονατίσει και να πεί "Κακομοίρη μου, σε κλαίω, στα χάλια που σε βρήκαμε. Ποιος ξέρει τι φρικτά μαρτύρια έπαθες και τι πόνους τράβηξες!". Η ώρα όμως ήταν ήδη περασμένη, και γι’ αυτό έφυγαν, αφήνοντας τον σκελετό όπως τον βρήκαν.
Το ίδιο βράδυ ο Κώστας Ψυρούκης είδε σε όνειρο ότι βρέθηκε στο Εκκλησάκι, όπου προσευχόταν ένας άγνωστος άνδρας. "Κώστα, είμαι ο διδάσκαλος του χωριού, του είπε. Ο τάφος που βρέθηκε χθες είναι δικός μου. Όταν πριόνισαν τον άγιο Ραφαήλ, με έσφαξαν κι εμένα και έβαλαν το κεφάλι μου ανάμεσα στα πόδια. Έτσι κουβαριασμένο και παγωμένο καθώς με βρήκαν οι Χριστιανοί, με έθαψαν δίπλα στον άγιο Νικόλαο. Να πείς πως πρέπει πια να μαζέψουν τα κόκκαλα μου".
Τον σκελετό τον άφησαν όπως τον βρήκαν γιά αρκετές μέρες. Πλήθος κόσμου ανέβηκε στις Καρυές και έμειναν άναυδοι από αυτό που αντίκρισαν. Μια νύχτα έπεσε δυνατή βροχή κι αμέσως μετά έκανε παγωνιά· το νερό μέσα στον τάφο πάγωσε και "ύφανε" κρυστάλλινο σάβανο γύρω από τα οστά. Όταν πήγαν να τα μαζέψουν, τα έβγαλαν κομματιασμένα μέσα από τους πάγους.
Εκείνες τις μέρες η Μαρία Τσολάκη είδε σε ενύπνιο μια μαυροφόρα γυναίκα και της είπε· "Ο νεκρός που βρήκατε, να ξέρατε τι μαρτύρια τράβηξε εκεί πάνω, η καρδιά σας θα ράγιζε. Αυτός δεν ήταν καλόγερος, αλλά ήταν ο διδάσκαλος του χωριού που μαρτύρησε μαζί με τους καλογήρους".
Μιά άλλη νύχτα είδε ο Ψυρούκης πως βρέθηκε μαζί με μερικούς φίλους του σ’ ένα εξοχικό σπίτι κι εκεί συζητούσαν γιά το μνήμα που είχαν βρεί. "Ψέμματα είναι όλα αυτά" είπε κάποιος απ’ αυτούς. Την ίδια στιγμή άκουσαν ένα δυνατό κτύπημα στην πόρτα και μιά φωνή που τους έλεγε· "Ποιό μνημείο κατηγορείτε; Αυτός είναι ο διδάσκαλος του χωριού, και το όνομα του είναι Θεόδωρος".
[.......................................]
Αρχές Οκτωβρίου του 1959, η Βασιλική Ράλλη είδε στον ύπνο της τον άγιο Ραφαήλ ντυμένο μεγαλοπρεπέστατα με μαύρα λαμπερά ράσα, επανωκαλύμμαυχο και επιστήθιο σταυρό. "Ήρθα να συμπληρώσω την ιστορία μου" της είπε και της ανέφερε συνοπτικά πως έφυγε από την ακτή της σημερινής Αλεξανδρουπόλεως και έφθασε στη Λέσβο και ποιο ήταν το μαρτυρικό του τέλος.
Την ίδια στιγμή η Βασιλική σαν μέσα από ένα φακό άρχισε να βλέπει σαν κινηματογραφική ταινία τη φυγή του Αγίου. Ένα πλοιάριο της εποχής εκείνης ασφυκτικά γεμάτο τον μετέφερε μακριά από τον κίνδυνο των Τούρκων. Στα πρόσωπα όλων ήταν ζωγραφισμένος ο τρόμος και η αγωνία. Ανάμεσα στο πλήθος ήταν δύο μοναχοί. Ο ένας, μεγαλόσωμος, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια προσηλωμένα στον ουρανό, όρθιος, έδινε κουράγιο στους άλλους. Δίπλα του ο άλλος, αδύνατος και μικροκαμωμένος, έσφιγγε στην αγκαλιά του μιά εικόνα της Παναγίας. Ήταν ο άγιος Ραφαήλ με τον άγιο Νικόλαο.
Αποβιβάσθηκαν στην παραλία της Θερμής και αναζήτησαν κάποιο μέρος γιά να μονάσουν. Στο χωριό γνωρίσθηκαν με τον προεστό Βασίλειο και τον δάσκαλο Θεόδωρο, όπως φανερώθηκε σε ενύπνιο της Μαρίας Τσολάκη στις 14 Μαρτίου 1961. Αυτή τη νύχτα είδε στον ύπνο της ότι στεκόταν στην πόρτα του σπιτιού της και συνομιλούσε με μιά άγνωστη μαυροντυμένη γυναίκα. Ήταν βράδυ, αλλά είχε αστροφεγγιά.
Εκείνη τη στιγμή πέρασαν από μπροστά τους με βιαστικό βήμα δύο μοναχοί με σκονισμένα ράσα και δύο λαικοί κι ανηφόρισαν το δρόμο που οδηγεί στις Καρυές. "Ποιοί είναι αυτοί;" ρώτησε η Μαρία και η μαυροφορεμένη γυναίκα της απάντησε: "Ο άγιος Ραφαήλ κι ο άγιος Νικόλαος μαζί με τον προεστό Βασίλειο και τον διδάσκαλο Θεόδωρο. Σαν σήμερα ακριβώς ήρθαν πρόσφυγες οι καλόγηροι, και ο προεστός με τον δάσκαλο τους ανέβασαν στο Μοναστήρι. Από τότε είχαν αδελφική φιλία και ανέβαιναν τακτικά στο Μοναστήρι".
[.......................................]
"Σφαγιασθέντες ώσπερ άρνες"
Πέρασαν έτσι εννιά περίπου χρόνια από τότε που ήρθαν οι Άγιοι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι της Παναγίας. Το φθινόπωρο του 1462, μετά από πολιορκία δεκατεσσάρων ημερών, οι Τούρκοι κυρίευσαν τη Μυτιλήνη και ολόκληρο το νησί. Κατέστρεψαν, τότε, όλα τα Μοναστήρια της Λέσβου. Εγκαταστάθηκαν ασφαλώς και στη Θερμή, αλλά σύμφωνα με τις πληροφορίες των αποκαλυπτικών ενυπνίων δεν πείραξαν τότε το Μοναστήρι των Καρυών.
Ωστόσο, από την πρώτη κιόλας στιγμή, ήταν τυραννικοί απέναντι στους Χριστιανούς. "Υποφέραμε πολύ" αποκάλυψε ο ίδιος ο άγιος Ραφαήλ στη Βασιλική Ράλλη σε ένα ενύπνιο το Μάρτιο του 1960. "Μαζί μας υπέφεραν και πολλοί χριστιανοί εξαιτίας ενός γερμανού γιατρού φίλου των Τούρκων, που τους υποκινούσε διαρκώς εναντίον μας, και μας καταπίεζαν ονομαζόταν ντόκτορ Σβάιτσερ".
Όπως φανερώθηκε λίγες μέρες αργότερα σε ένα άλλο ενύπνιο της Βασιλικής Ράλλη, οι Χριστιανοί ταλαιπωρημένοι από την τουρκική καταπίεση, έκαναν μιά ανταρσία και πολλοί βγήκαν στα βουνά. Οι Τούρκοι υποψιάσθηκαν τότε πως είχαν γιά κρησφύγετο το Μοναστήρι.
Γιά να καταπνίξουν την ανταρσία, κάλεσαν ενισχύσεις από την απέναντι περιοχή της Μικρασίας. "Εμάς δεν μας έσφαξαν οι Τούρκοι που κάθονταν στό χωριό, αλλά ξένοι Τούρκοι που ήρθαν από τη Μικρά Ασία μ’ ένα καίκι" είπε η αγία Ειρήνη στον Κώστα Κανέλλο σε ένα ενύπνιο στις 2 Δεκεμβρίου 1961. "Μόλις μάθαμε ότι ένα καίκι γεμάτο Τούρκους άραξε στο λιμάνι του χωριού μας, τρέξαμε αμέσως στο Μοναστήρι να κρυφθούμε και να ειδοποιήσουμε και τους καλογήρους. Ο δάσκαλος μας ειδοποίησε πρώτος και ανέβηκε κι αυτός μαζί μας".
Στίς 9 Μαίου 1961 ο Παναγιώτης Μπάκας, ένας από τους εργάτες που δούλευαν στις ανασκαφές, είδε στον ύπνο του ότι βρέθηκε στις Καρυές. Το μέρος ήταν διαφορετικό απ’ ό,τι είναι σήμερα· υπήρχε ένα Μοναστήρι περασμένης εποχής και γύρω γύρω δάσος. Ο ίδιος βρισκόταν από το πίσω μέρος και ξαφνικά άκουσε φωνές και αναταραχή από τη μεριά της εισόδου.
Προχώρησε με προφύλαξη προς τα εκεί και αντίκρισε μιά συνταρακτική σκηνή. Κάτι Τούρκοι με αρχαίες φορεσιές και σαρίκια στο κεφάλι είχαν καταγής τον άγιο Ραφαήλ και τον κτυπούσαν, τον έβριζαν, χωρίς όμως να καταλαβαίνει τι έλεγαν. Σε μιά στιγμή ο Άγιος σηκώθηκε όρθιος, τράβηξε από το λαιμό του ένα μεγάλο Σταυρό που φορούσε και τους είπε "Εμείς αυτόν προσκυνούμε και ποτέ δεν θα τον εγκαταλείψουμε". Τότε εκείνοι άρχισαν να τον τραβούν από τα γένια και να τον σέρνουν στη γη.
Ένα ακόμη ενύπνιο της Βασιλικής Ράλλη τον Ιανουάριο του 1960 έρχεται να συμπληρώσει τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου. Είδε τον άγιο Ραφαήλ να συνομιλεί με τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης και να του διηγείται: "Οι Τούρκοι μου έκαναν πολλά μαρτύρια. Πρώτα με χτύπησαν με τα ρόπαλα τους και με έριξαν κάτω παράλυτο. Έπειτα με κεντούσαν με τα κοντάρια τους, με τραβούσαν από τα γένια και με έσερναν καταγής. Ύστερα με έδεσαν σε μια καρυδιά και με χτυπούσαν απάνθρωπα επί ένα εικοσιτετράωρο".
"Όταν με βασάνιζαν, είπα "θα αντέξω τα πάντα γιά το θέλημα του Κυρίου, μέχρι την τελευταία μου πνοή". Κρεμασμένος έβλεπα που κλωτσούσαν και κτυπούσαν τους άλλους καλογήρους, αλλά έλεγα "Εδώ, στον αγώνα μέχρι την τελευταία μου πνοή". Γι αυτό είχα και έχω αυτές τις δυνάμεις" φανέρωσε σε ενύπνιο της Μαρίας Τσολάκη. Σε ένα άλλο ενύπνιο, τον Ιανουάριο του 1960, ο Άγιος της παρουσίασε σε αναπαράσταση τα μαρτύρια του.
Της έδειξε ένα σημείο κοντά στο Εκκλησάκι και της είπε: "Από εδώ με έσερναν από τα γένια και με κτυπούσαν. Με κατέβαζαν έως κάτω και πάλι με ανέβαζαν επάνω και με ξανακατέβαζαν, σέρνοντας με στις πέτρες που είχαν βαφή κόκκινες από το αίμα μου. Έπειτα με κρέμασαν ανάποδα είκοσιτέσσερις ώρες σ’ αυτήν την καρυδιά. Σ’ αυτό το δέντρο τελούσαμε κάθε χρόνο την Ανάσταση. Στο τέλος με πριόνισαν μέσα στο στόμα και με αποκεφάλισαν". "Ήμουν τότε πενηντατριών ετών" της είπε σε όνειρο ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1961.
[.......................................]
"Οι συναθλήσαντες θεοφρόνως"
Την Άνοιξη του 1960 σε πολλά ενύπνια αποκαλύφθηκε ότι πάνω στις Καρυές μαρτύρησαν και άλλα πρόσωπα. Όπως έχουμε δει, εξαιτίας της επιδρομής των Τούρκων κατέφυγαν στο Μοναστήρι ο δάσκαλος του χωριού Θεόδωρος και ο προεστός Βασίλειος με την οικογένεια του.
Η Βασιλική Ράλλη στις 7 Μαίου 1961 είδε ότι βρέθηκε στις Καρυές, όπου ήταν πολλά παιδιά και έπαιζαν. Της έκανε εντύπωση ένα χαμογελαστό κοριτσάκι περίπου δώδεκα χρονών και το ρώτησε "Τίνος είσαι, καλέ;". "Η Ρηνούλα είμαι που με βασάνισαν εδώ οι Τούρκοι" της αποκρίθηκε. Η Βασιλική αμέσως το άγκάλιασε και άρχισε να το φιλά. Την αγκάλιασε κι εκείνο και της έλεγε με δάκρυα στα μάτια: "Να ξέρατε τι υποφέραμε όλοι! Να ξέρατε τι μαρτύρια μας έκαναν οι Τούρκοι! Εμένα, μπροστά στους γονείς μου, μου έριχναν βραστό νερό μέσα στο στόμα, αλλά ο πατέρας μου δεν πρόδωσε τους Έλληνες. Έκλαιγε μόνο, που έβλεπε να με βασανίζουν και η μητέρα μου φώναζε σπαρακτικά".
Στις 3 Οκτωβρίου 1961 η Μαρία Τσολακη είδε ότι ήταν στις Καρυές και κοντά στο κιούπι της αγίας Ειρήνης στεκόταν μια όμορφη γυναίκα, λίγο ψηλή και παχειά, γύρω στα σαράντα. Γυρίζει και της λέει: "Ξέρεις ποιά είμαι εγώ; Είμαι η μητέρα της Ειρήνης. Το όνομα μου είναι Μαρία. Να ήξερες τι υποφέραμε από τους Τούρκους! Όταν μας συνέλαβαν εδώ που είχαμε ανεβή να κρυφτούμε, πρώτα άρχισαν να βασανίζουν τη Ρηνούλα μου μπροστά στα μάτια όλων.
Άρπαξαν και το βρέφος, το μικρό Ραφαήλ που σήκωνα στην αγκαλιά μου, το πέταξαν κάτω και το τσαλαπάτησαν με τα πόδια τους. Το σκότωσαν μπροστά στα μάτια μου. Από τον πόνο μου παραφρόνησα, φώναζα και ορμούσα να το πάρω. Με έδεσαν τότε σ’ ένα δένδρο και με υποχρέωσαν μ’ αυτόν τον τρόπο να παρακολουθήσω το μαρτύριο των παιδιών μου. Δεν άντεξα όμως, παρόλο που έκλεινα τα μάτια μου να μη βλέπω ενώ βασάνιζαν τη Ρηνούλα μου, απελπίστηκα πάρα πολύ και μου ήλθε συγκοπή. Εγώ δεν μαρτύρησα, αλλά ο άνδρας μου τράβηξε πολλά μαρτύρια".
[.......................................]
"Το φως του κόσμου"
Στις 25 Ιουλίου 1961 ο Κώστας Κανέλλας είχε άλλη μιά αποκαλυπτική εμπειρία. Ψάρευε με τα γριγρί στο Πλωμάρι. Κατά τις 9 το βράδυ ξάπλωσε μέσα στο αμπάρι του καικιού να κοιμηθή λίγο. Γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Βλέπει σαν να βρισκόταν στη Θερμή και πλήθος κόσμου ανέβαινε στις Καρυές. Μαζί τους ανηφόριζε κι εκείνος. Ρώτησε τότε "Πού πηγαίνετε;". "Πηγαίνουμε στην Παναγία, γιατί λειτουργούν σήμερα ο άγιος Ραφαήλ κι ο άγιος Νικόλαος" του απάντησαν. Μόλις έφθασαν, αντίκρισε μια αρχαία Εκκλησία. Άκουσε τους Αγίους που έψελναν, είδε τον κόσμο συγκεντρωμένο και σκέφθηκε "Τώρα που τελειώνει η Λειτουργία, τώρα ήρθα". Την ίδια στιγμή βγήκε ο άγιος Ραφαήλ και του λέει "Κώστα, έλα. Σε περιμένουμε".
Πλησίασε, έβαλε μετάνοια, φίλησε το χέρι του Αγίου, κι εκείνος συνέχισε "Πάρε, Κώστα, αυτόν τον κασμά και έλα μαζί μου". Τον οδήγησε πίσω από το Ιερό της αρχαίας Εκκλησίας. Δείχνοντας τον τοίχο, τον πρόσταξε "Χάλασε τον, Κώστα, γκρέμισε τον". Αυτός όμως από συστολή και φόβο δίσταζε, αλλά μπροστά στην επιμονή του Αγίου πήρε την απόφαση. Έριξε τρείς κασμαδιές και άνοιξε ένα μεγάλο χάσμα, από το όποίο βγήκε μια εκτυφλωτική λάμψη. Από το άνοιγμα ο Κανέλλος μπήκε στην Εκκλησία. Στη μέση της Εκκλησίας είδε τον τάφο του αγίου Ραφαήλ και στα πόδια του τάφου ξαπλωμένη την αγία Ειρήνη.
Μόλις τον είδε, σηκώθηκε. Φορούσε ένα μακρύ ευρύχωρο άσπρο φόρεμα. Σε μιά δίπλα του φορέματος της έκρυβε ένα Σταυρό κι ένα μικρό στρογγυλό εικόνισμα. Του έδωσε τον Σταυρό και του είπε "Πάρε αυτόν τον Σταυρό και να γυρίσεις σ’ όλο το χωριό, να φωνάξεις: Αυτή είναι η πίστη μας! Πάρε κι αυτό το εικόνισμα κι έλα να σκάψεις σ’ αυτό το μέρος που στέκομαι, κάτω από τις πλάκες". Ήταν μια μικρή εικόνα του Χρίστου που έμοιαζε με σφραγίδα.
Εκείνη τη στιγμή ξύπνησε και συλλογιζόταν "Να το πω; Να μην το πω; Μη τυχόν, σκάβοντας, δεν βρουν τίποτε και με κοροϊδεύουν". Αποφάσισε να μην πει σε κανέναν τίποτε. Την ίδια νύχτα όμως, εμφανίσθηκε ξανά στον ύπνο του η αγία Ειρήνη και τον διαβεβαίωσε "Μην το σκέφτεσαι καθόλου, Κώστα. Στο σημείο που σου έδειξα, εκεί είναι το εικόνισμα".
Την άλλη μέρα ήρθε στο χωριό και τα διηγήθηκε στη γυναίκα του προσθέτοντας "Τόσο ζωντανό ήταν αυτό το όνειρο, ώστε, αν δεν βρεθή τίποτε, δεν θα ξαναπιστέψω ποτέ δικό μου όνειρο". Την επομένη ανέβηκε στις Καρυές και είπε τι είχε δεί στον Άγγελο Ράλλη και σε όσους άλλους βρίσκονταν εκεί. Δεν τον πίστεψαν. "Βρε Κανέλο, του λέει ένας εργάτης, μια φορά είδες τους Αγίους· κάθε μέρα θα τους βλέπεις;". Στην επιμονή του όμως αποφάσισε ο Ράλλης να πάνε μαζί στη Μητρόπολη, θα χρειαζόταν να μεσολαβήσει ο Μητροπολίτης γιά να δοθή η άδεια ανασκαφής σ’ εκείνο το σημείο, επειδή αναγκαστικά έπρεπε να "ξηλώσουν" μέρος του δαπέδου της αρχαίας Εκκλησίας, πράγμα που τους το είχε απαγορεύσει κατηγορηματικά ο αρχαιολόγος. Ο Δεσπότης άκουσε προσεκτικά όσα του είπε ο Κανέλλος και έδωσε εντολή να βγάλουν τέσσερις μόνο πλάκες και με μεγάλη προσοχή, γιά να μην σπάσουν.
Ήταν 1 Αυγούστου 1961, ημέρα Τρίτη. Πολύς κόσμος ανέβηκε στις Καρυές. Ο π. Ευθύμιος από το πρωί είχε αρχίσει την Ακολουθία στο προσωρινό Εκκλησάκι. Οι εργάτες έβγαλαν τις πλάκες, κομματιασμένες δυστυχώς, και άρχισαν προσεκτικά την ανασκαφή. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά, όταν ξεχώρισε ένας σβώλος χώμα, και μέσα κάτι έλαμπε. Ο Τσολάκης το πήρε στα χέρια του νομίζοντας ότι ήταν σπασμένο καντήλι, αλλά, καθαρίζοντας τα χώματα, είδε ότι ήταν μια μικρή στρογγυλή εικόνα του Χριστού ανάγλυφη.
Μαζί με αυτήν βρέθηκαν και μερικά κομμάτια από ξύλο εικόνας και λίγα φύλλα, μάλλον από Ευαγγέλιο η άλλο λειτουργικό βιβλίο, τα οποία όμως θρυμματίσθηκαν με το πρώτο φύσημα του αέρα. Φώναξαν τον π. Ευθύμιο, ο οποίος συγκινημένος σταμάτησε την Ακολουθία, πήρε το εικόνισμα και το τοποθέτησε πάνω στην αγία Τράπεζα. Έδωσε αμέσως εντολή να χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες στο χωριό και να ειδοποιήσουν τον Πρωτοσύγκελλο. Πολύς κόσμος πληροφορήθηκε το γεγονός και ανέβηκε γιά να προσκυνήσει το εικόνισμα.
Ανάμεσα τους και μια Παμφιλιώτισσα, η Εύστρατία Μιχέλλη. Είχε δεί αποβραδίς να κατεβαίνει από τον ουρανό ο Δεσπότης Χριστός και να στέκεται στο ιερό της αρχαίας Εκκλησίας των Καρυών τον περιέβαλλαν άγγελοι και στο πλάι Του ο άγιος Ραφαήλ κρατούσε ένα αναμμένο τρικέρι. Ήρθε λοιπόν πρωί πρωί στη Θερμή και το διηγήθηκε σε γνωστούς της με την βεβαιότητα ότι κάτι σπουδαίο θα συνέβαινε στις Καρυές. Όταν άκουσε την καμπάνα και έμαθε γιά την ανεύρεση του εικονίσματος, κλαίγοντας από συγκίνηση ανέβηκε ξυπόλυτη στις Καρυές και το προσκύνησε.
Σε λίγη ώρα έφθασε και ο Πρωτοσύγκελλος. Έπλυνε το μικρό εικόνισμα με το άγιασμα και είπε σε όλους ότι επρόκειτο γιά ένα ασημένιο εγκόλπιο που απεικόνιζε τον Παντοκράτορα Χριστό με το Ευαγγέλιο στο χέρι.
[.......................................]
Η μυσταγωγία των Αγίων
Το ίδιο βράδυ μετά την εύρεση, αγρύπνησαν στις Καρυές ο Δούκας Τσολάκης, ο Θεοχάρης Κυριλής, ο Νικόλαος Φύκιας, ο Ευστράτιος Πλιάκας, ο Ζαχαρίας Παφλιώτης, η Βιργινία Αδάμ, η Μαρία Κουνέλη, η εγγονή της Αγγελική Κουνέλη και η Μαρία Τσολάκη με τα παιδιά της Μένη, Παναγιώτη, Δημήτρη και Μανώλη. Είχαν αποφασίσει να μείνουν μέχρι το Δεκαπενταύγουστο εκεί πάνω, να "δεκαπεντίσουν" όπως λένε στη Λέσβο, τιμώντας την Παναγία, θα ήταν 9 το βράδυ, όταν ο Κυριλής μαζί με τον Μανωλάκη βρίσκονταν λίγο πιο πέρα από το Εκκλησάκι. Ξαφνικά το παιδί λέει στον Κυριλή "Γιά δες δύο παπάδες που ήρθαν".
Ήταν πραγματικά δύο κληρικοί, ένας μεγαλόσωμος και ένας κοντός. Από αμηχανία ο Κυριλής φώναξε τη μητέρα του μικρού, τη Μαρία. Εκείνη ανυποψίαστη πλησίασε, έφθασε μπροστά στο Εκκλησάκι και, μόλις τους είδε, αναγνώρισε ότι ήταν οι Άγιοι και άρχισε να φωνάζει "Τρέξτε! Οι Άγιοι! Οι Άγιοι!". Πλησίασαν όλοι σε απόσταση δέκα μέτρων, γονάτισαν με δάκρυα και έλεγαν ό,τι προσευχή ήξεραν. Τότε είδαν πάλι ένα ύπερκόσμιο φως, μέσα στη λάμψη του οποίου διακρίνονταν καθαρά τα πάντα. Οι Άγιοι μπήκαν στο Εκκλησάκι και μονομιάς εμφανίσθηκαν με άμφια.
Ο άγιος Ραφαήλ φορούσε λευκό φαιλόνιο με θαλασσί σειρήτια και σταυρό και μπλε επιτραχήλιο, κι ο άγιος Νικόλαος φορούσε θαλασσί διακονική στολή με χρυσαφί σειρήτια. Κάποια στιγμή, ο άγιος Νικόλαος βγήκε και θύμιασε, βαστώντας στον αριστερό του ώμο μια μικρή εκκλησία. Μετά, φαινόταν μόνο ο άγιος Ραφαήλ. Έβγαινε έξω, σκύβοντας μάλιστα γιά να περάσει από τη χαμηλή είσοδο· ευλογούσε, έκανε υπόκλιση κι έπειτα έμπαινε πάλι μέσα και στεκόταν μπροστά στις λειψανοθήκες, όπου είχαν τοποθετήσει το εγκόλπιο του Παντοκράτορος. Στην Αγία Τράπεζα ήταν ανοιχτό ένα λειτουργικό βιβλίο. Γύρω στα μεσάνυχτα χάθηκαν οι Άγιοι.
Διαπίστωσαν τότε ότι τα καντήλια είχαν σβήσει, και ο Τσολάκης μαζί με τον Πλιάκα και τον Κυριλή πήγαν και τα άναψαν. Ύστερα όλοι προχώρησαν πιο πέρα σε κάτι πρόχειρες σκηνές που είχαν στήσει γιά να μένουν εκείνες τις μέρες. Καθώς πήγαιναν, η Μαρία Τσολάκη και ο Πλιάκας άκουσαν βήματα και είδαν λίγο πιο μακριά δύο σκιές να προχωρούν προς την Εκκλησία. Φώναξαν τότε στον Δούκα που είχε μείνει πιο πίσω, κι εκείνος στρέφοντας το βλέμμα του βλέπει ξανά τους δύο Αγίους και μαζί την αγία Ειρήνη. "Παιδιά, τους φωνάζει, ελάτε από κοντά να δείτε που ήρθε και η Ρηνούλα". Ξαναγύρισαν όλοι και βλέπουν την Αγία έξω από το Εκκλησάκι.
Η μορφή της έλαμπε και φαίνονταν ολοκάθαρα τα χαρακτηριστικά της. Το πρόσωπο της ήταν κατάλευκο με λίγες φακίδες, τα μαλιά της χωρίστρα στη μέση, κατέληγαν σε δύο ξανθές πλεξούδες ριγμένες μπροστά. Φορούσε ένα μακρύ κίτρινο φόρεμα, που έφθανε έως κάτω. Σήκωνε τα χέρια και προσευχόταν, μετά έκανε τον σταυρό της, τα σταύρωνε στο στήθος, γονάτιζε και τους κοίταζε κατάματα ένανεναν. Οι άλλοι δύο Άγιοι, ιεροφορεμένοι όπως και πρίν, συνέχισαν την Ακολουθία. Ο άγιος Νικόλαος με το ένα χέρι βαστούσε τρικέρι και με το άλλο την άκρη από το ωράριο.
Ο άγιος Ραφαήλ έβγαινε και θυμίαζε, άλλοτε ευλογούσε κι άλλοτε πάλι ύψωνε τα χέρια και το βλέμμα του στον ουρανό, έκανε υπόκλιση και έμπαινε μέσα στο Εκκλησάκι. Τις δύο-τρείς φορές που βγήκε έξω, πλησίαζε κοντά του η Αγία προσευχόμενη με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς να μπαίνει μέσα στο Εκκλησάκι. Γύρω στις τρεις το πρωί, εμφανίσθηκε ένα πλήθος μοναχών. Ο άγιος Ραφαήλ μπροστά θυμιάζοντας και οι μοναχοί από πίσω σε δύο σειρές, έκαναν τρείς φορές λιτανεία γύρω από το Εκκλησάκι κι έπειτα όλοι χάθηκαν μέσα στα ερείπια.
[.......................................]
Κι άλλο μαρτυρικό λείψανο
Ενώ όλοι πίστευαν ότι η αποκάλυψη της ιστορίας του λόφου των Καρυών είχε ολοκληρωθή και νέα περίοδος άρχιζε γι’ αυτόν τον τόπο με τις προετοιμασίες γιά την θεμελίωση της Εκκλησίας, από την αρχή κυρίως του 1962 γίνονται νέες αποκαλύψεις που επισφραγίζονται αργότερα με νέα ευρήματα.
Στα μέσα Ιανουαρίου 1962, ο εφημέριος των Πύργων π. Παχώμιος είδε στον ύπνο του πως βρέθηκε στο Ναό της Παναγίας της Τρουλωτής και είδε να μπαίνουν η αγία Ειρήνη και μια νέα στην ηλικία μοναχή με ένα σταυρό κρεμασμένο στο στήθος. "Έρχομαι από τις Καρυές και το όνομα μου είναι Ολυμπία" του είπε. Ξύπνησε και αναρωτιόταν τι γύρευε η μοναχή στις Καρυές, αφού το Μοναστήρι ήταν ανδρικό.
Μια μέρα που συναντήθηκε με τη Βασιλική Ράλλη, της μίλησε γι’ αυτό το ανεξήγητο όνειρο. Τότε του είπε κι εκείνη ένα όνειρο που είχε δεί τον Σεπτέμβριο της προηγούμενης χρονιάς. Είδε ένα κοριτσάκι που έμοιαζε στην αγία Ειρήνη, το όποίο της αποκάλυψε την ιστορία του άρχαίου Μοναστηριού. "Το Μοναστήρι των Καρυών όταν πρωτοκτίσθηκε, ήταν γυναικεία Μονή. Μια νύχτα όμως, έκαναν επιδρομή κακούργοι αλλόφυλοι και κακοποίησαν τις μοναχές. Άλλες έσφαξαν, γιατί αντιστάθηκαν, και άλλες τρελάθηκαν από την απελπισία τους και πήραν τα βουνά. Μετά απ’ αυτό, δεν τόλμησαν πια να ξαναμείνουν γυναίκες στο Μοναστήρι, κι έγινε ανδρική Μονή".
Ένα μήνα αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου 1962, ο Ζαχαρίας Παφλιώτης είδε στον ύπνο του τον άγιο Ραφαήλ, ο οποίος τον κάλεσε να ανεβή μαζί του στις Καρυές. Όταν έφθασαν, αντίκρισε ένα άγνωστο Μοναστήρι με μεγάλη είσοδο, μια βυζαντινή Εκκλησία στο μέσον και δεκαοκτώ κελλιά. "Όπως το βλέπεις, έτσι θέλω να κτισθή" του είπε ο Άγιος και τον οδήγησε στο τελευταίο κελλί, όπου καθόταν μιά μοναχή, νέα στην ηλικία. "Προχώρησε τώρα να σου μιλήσει κι εκείνη" του είπε ο Άγιος και χάθηκε. "Παιδί μου, ονομάζομαι Ολυμπία μοναχή, και μιά μέρα θα σου πω όλη μου την ιστορία". Μ’ αυτά τα λόγια έβγαλε τον επιστήθιο σταυρό της, του τον φόρεσε και συνέχισε· "Αυτός ο σταυρός σώζεται και μια μέρα θα βρεθή". Πίσω από τον σταυρό ήταν γραμμένο το όνομα της.
Ο Παφλιώτης άρχισε να νηστεύει και να προσεύχεται γιά να αξιωθή να μάθει την ιστορία της Μοναχής, όπως του το είχε υποσχεθή. Στις 16 Φεβρουαρίου ξημερώματα ξαναπαρουσιάσθηκε στον ύπνο του. "Παιδί μου, του είπε, ήρθε η ώρα να μάθεις την Ιστορία μου. Είμαι η Ολυμπία η μοναχή. Κατάγομαι από την Πελοπόννησο και δέκα χρονών έχασα τους γονείς μου. ^Ηρθα τότε στο Μοναστήρι των Καρυών, που ήταν γυναικείο, με ηγουμένη τη θεία μου Δωροθέα. Στα δεκαεννιά μου χρόνια έλαβα το μοναχικό σχήμα και εικοσιπέντε χρονών έγινα ηγουμένη.
Στίς 11 Μαίου 1235 ανέβηκαν στο Μοναστήρι μας κακούργοι πειρατές. Είμασταν τότε τριάντα μοναχές. Οι πειρατές άλλες ατίμασαν, ενώ άλλες πρόλαβαν και έφυγαν στα βουνά. Εγώ όμως με την αδελφή Ευφροσύνη υποφέραμε τα πιό πολλά μαρτύρια. Εγώ έμεινα σαν ηγουμένη, κι εκείνη, επειδή ήταν πολύ γριά και δεν μπορούσε να περπατήσει. Την κρέμασαν σ’ ένα δέντρο και την έκαψαν, την έκαναν στάχτη. Εμένα με αναμμένες λαμπάδες μου έκαιγαν τις σάρκες. Έπειτα πύρωσαν μια σιδερένια βέργα, την έβαλαν από το ένα μου αφτί και την έβγαλαν από το άλλο. Δεν μπόρεσα να αντέξω άλλα μαρτύρια και παρέδωσα το πνεύμα μου στον Κύριο στις 11 Μαίου 1235".
Ο Παφλιώτης είχε μια αμφιβολία γιά τη χρονολογία και νόμιζε πως του είπε 1435. Ξαναείδε όμως στον ύπνο του την μοναχή Όλυμπία, η οποία του υπέδειξε· "Θα χρησιμοποιείς τα δάκτυλα του χεριού σου. Ένα, δύο, τρία, θα αφαιρείς το τέσσερα, πέντε".
Πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι να δοθή συνέχεια σ’ αυτές τις αποκαλύψεις. Τον Ιούλιο του 1962 ο Κώστας Κανέλλος είδε στον ύπνο του πως βρέθηκε στις Καρυές και από το πρόχειρο Εκκλησάκι ακουγόταν ψαλμωδία. Εκείνος όμως προχώρησε γιά να προσευχηθή μέσα στα ερείπια της αρχαίας Εκκλησίας. Είδε τότε από τα δεξιά μια μοναχή ξαπλωμένη κάτω, με κλειστά τα μάτια και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ο Κανέλλος γονάτισε και προσπάθησε να την ανασηκώσει. Αμέσως εκείνη άνοιξε τα μάτια της, τον κοίταξε χαμογελαστή κι έπειτα σηκώθηκε όρθια και του είπε "Τι θέλεις, Κώστα, να σου κάνω γιά το καλό που μου έκανες;" "Δεν θέλω τίποτε. Μόνο δείξε μου, σε παρακαλώ, που είναι η εικόνα της Παναγίας" της αποκρίθηκε. "Να, εδώ θέλω να σκάψετε, Κώστα" του είπε η μοναχή δείχνοντας του ένα σημείο προς την δεξιά αψίδα του Ιερού.
Διηγήθηκε το όνειρο του, αλλά βρέθηκαν σε δίλημμα· αν έσκαβαν σ’ εκείνο το σημείο, θα έπρεπε να χαλάσουν το δάπεδο της αρχαίας Εκκλησίας. Τελικά όμως αναγκάσθηκαν να το χαλάσουν, γιατί έπρεπε να υποστυλωθή σε στερεό έδαφος η Εκκλησία που επρόκειτο να θεμελιωθή. Με την ευκαιρία αυτή αποφάσισαν να σκάψουν και εκεί. Όταν τέλη Αυγούστου 1962. Το σκάψιμο το ανέλαβαν ο Κανέλλος, ο Δούκας Τσολάκης και ο Απόστολος Βέτσος. Σε βάθος πολύ πιο μεγάλο από εκείνο όπου είχαν βρεθή τα μνήματα των νεοφανών Μαρτύρων, βρέθηκε νέος τάφος.
Μόλις τον άνοιξαν, την έκπληξη τους την διαδέχθηκε τρόμος. Ανάμεσα στα οστά υπήρχαν κάτι μεγάλα καρφιά σκουριασμένα με μεγάλες κεφαλές, παλιάς εποχής. Συλλέγοντας τα μισολυωμένα λείψανα, μέτρησαν τριανταπέντε καρφιά. Το κρανίο ήταν γεμάτο χώματα και ριζίδια. Μόλις επιχείρησαν να το καθαρίσουν, με φρίκη διαπίστωσαν ότι στο μέρος των κροτάφων ήταν καρφωμένα δύο μεγαλύτερα καρφιά. Άλλο ένα ήταν καρφωμένο από τη μεριά της κάτω σιαγόνος. Βγάζοντας τα, θρυμματίσθηκε το κρανίο.
Την ίδια νύχτα η Θερμιώτισσα Ανθούλα Αλατερού είδε στον ύπνο της ότι πήγε στο Εκκλησάκι των Καρυών, κι εκεί μερικές μοναχές έψαλλαν την Παράκληση της Παναγίας. Έπειτα, άρχισαν να πλένουν με πολύ σεβασμό τα ευρεθέντα λείψανα και τα καρφιά σε μια λεκάνη με νερό από το Αγίασμα. Η Ανθούλα πλησίασε και ζήτησε να βοηθήσει. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας μεγαλόσωμος κληρικός με επιβλητικό παρουσιαστικό. Οι μοναχές στάθηκαν με σεβασμό και είπαν σιγανά μεταξύ τους "Ο άγιος Ραφαήλ".
Ο Άγιος πήρε στα χέρια του το θρυμματισμένο κρανίο, συναρμολόγησε τα κομμάτια και τα συγκράτησε με μια ταινία. Ύστερα έβγαλε μια γιρλάντα από το ράσο του, την έβαλε σαν φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι και το κοίταξε με ιδιαίτερη συγκίνηση. "Άγιε Ραφαήλ, τίνος είναι τα αγιασμένα οστά;" ρώτησε η Αλατερού. "Είναι της Ολυμπίας τα λείψανα, που βρέθηκαν με τα καρφιά" της απάντησε.
Τα λείψανα της Αγίας τα έπλυναν η Βασιλική Ράλλη με τη Μαρία Δουργκούνα και τα έβαλαν μαζί με τα καρφιά σε ένα κιβώτιο. Τη νύχτα η Βασιλική είδε στο όνειρο της την Οσιομάρτυρα, νέα μετρίου αναστήματος, με χλωμό πρόσωπο, και της είπε με βουρκωμένα μάτια "Δικά μου είναι τα οστά που πλύνατε με την Μαρία. Κι αν ήξερες τι σφαγή και τι μαρτύρια τραβήξαμε εδώ πάνω, θα σπάραζε η καρδιά σου!"
Η Μυρσίνη Δουργκούνα είδε σε ενύπνιο την Παναγία δίπλα στο πιθάρι της αγίας Ειρήνης και της είπε: "Μην αμφιβάλλετε ότι ο τάφος με τα καρφιά είναι της μάρτυρος Ολυμπίας. Άκουσε πως έγινε το μαρτύριο της. Αφού την βασάνισαν πολύ οι πειρατές, την κάρφωσαν πάνω σε ένα θυρόφυλλο από την πόρτα του αρχαίου Μοναστηριού. Όταν την έθαψαν οι χριστιανοί, δεν την ξεκάρφωσαν από το σανίδι, γιά να μην κομματιασθή το σώμα της. Έλυωσε το σανίδι και έμειναν τα καρφιά· γι’ αυτό βρέθηκαν ανακατωμένα με τα οστά της".
Εκείνες τις μέρες ξαναείδε την Αγία στον ύπνο του ο Ζαχαρίας Παφλιώτης. "Ζαχαρία, του είπε, θα σου συμπληρώσω την ιστορία μου. Η καταγωγή της μητέρας μου ήταν από την Πόλη. Ήταν κόρη ιερέως. Είχε κι άλλες τρείς αδελφές κι ένα αδελφό, που έγινε αρχιμανδρίτης. Η μια της αδελφή, η Δωροθέα, με την κατήχηση του παππού μου έγινε μοναχή και πήγε στο Μοναστήρι των Καρυών, όπου έγινε ηγουμένη. Η μητέρα μου και οι άλλες δύο αδελφές της παντρεύτηκαν. Ο πατέρας μου έγινε ιερεύς και έζησαν στην Πελοπόννησο, όπου και γεννήθηκα. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, από τη λύπη της πέθανε και η μητέρα μου, κι έμεινα ολομόναχη ορφανή. Τότε με έστειλαν στις Καρυές, στη θεία μου τη Δωροθέα. Μετά το θάνατο της έγινα εγώ ηγουμένη του Μοναστηριού".
[.......................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου