Τῆς Ἁγίας Σκέπης
Κυριακή 28 Ὀκτωβρίου
Κυριακή 28 Ὀκτωβρίου
ΤIMH ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης, τῆς Σκέπης τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τιμοῦμε τὴν Παναγία Παρθένο, τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν εὐγνωμονοῦμε γιὰ τὶς ἀμέτρητες εὐεργεσίες της ὄχι μόνο στὸν καθένα μας προσωπικῶς ἀλλὰ καὶ σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο. Ἰδιαιτέρως οἱ Ἕλληνες τιμοῦμε τὴν Παναγία γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προστασία ποὺ ἔδειξε στὴν πατρίδα μας σὲ στιγμὲς κρίσιμες.
Ἐνῷ ὅμως κάθε ὀρθόδοξος Ἕλληνας ὀφείλει νὰ τιμᾷ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ἐν τούτοις στὸν τόπο μας κάποιοι δὲν τὴν τιμοῦν. Ὑπάρχουν αἱρετικοί, ὅπως λ.χ. οἱ χιλιασταὶ ἢ ἰεχωβῖτες, ποὺ δὲν θέλουν οὔτε τ᾽ ὄνομά της ν᾽ ἀκούσουν καὶ καῖνε τὶς εἰκόνες της ὅπως παλαιὰ οἱ εἰκονομάχοι. Ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ λεγόμενοι ὀρθόδοξοι, ποὺ βλασφημοῦν χυδαῖα τὸ ὄνομά της καὶ χύνουν ἔτσι τὸ φαρμάκι τους. Ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ λόγιοι καὶ συγγραφεῖς, θεωρούμενοι μορφωμένοι, ὅπως ὁ περιβόητος Καζαντζάκης, ποὺ ἡ πέννα τους στάζει δηλητήριο ὀχιᾶς ἐναντίον τῆς Θεοτόκου. Γι᾽ αὐτοὺς ἕνας ὕμνος λέει· «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν…» (Παρακλ. Κανὼν μεγαλυν.). Ἐν ἀντιθέσει λοιπὸν πρὸς ὅλους αὐτούς, τοὺς ἀπίστους καὶ βλασφήμους καὶ αἱρετικούς, ἐμεῖς τιμοῦμε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ἐνῷ ὅμως κάθε ὀρθόδοξος Ἕλληνας ὀφείλει νὰ τιμᾷ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ἐν τούτοις στὸν τόπο μας κάποιοι δὲν τὴν τιμοῦν. Ὑπάρχουν αἱρετικοί, ὅπως λ.χ. οἱ χιλιασταὶ ἢ ἰεχωβῖτες, ποὺ δὲν θέλουν οὔτε τ᾽ ὄνομά της ν᾽ ἀκούσουν καὶ καῖνε τὶς εἰκόνες της ὅπως παλαιὰ οἱ εἰκονομάχοι. Ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ λεγόμενοι ὀρθόδοξοι, ποὺ βλασφημοῦν χυδαῖα τὸ ὄνομά της καὶ χύνουν ἔτσι τὸ φαρμάκι τους. Ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ λόγιοι καὶ συγγραφεῖς, θεωρούμενοι μορφωμένοι, ὅπως ὁ περιβόητος Καζαντζάκης, ποὺ ἡ πέννα τους στάζει δηλητήριο ὀχιᾶς ἐναντίον τῆς Θεοτόκου. Γι᾽ αὐτοὺς ἕνας ὕμνος λέει· «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν…» (Παρακλ. Κανὼν μεγαλυν.). Ἐν ἀντιθέσει λοιπὸν πρὸς ὅλους αὐτούς, τοὺς ἀπίστους καὶ βλασφήμους καὶ αἱρετικούς, ἐμεῖς τιμοῦμε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
* * *
Ἡ Παρθένος Μαρία δὲν εἶνε ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι ἐμεῖς· δὲν εἶνε μιὰ γυναίκα ἀπὸ τὰ δισεκατομμύρια τῶν γυναικῶν ποὺ ἦρθαν στὸν κόσμο. Εἶνε ἀνωτέρα ὅλων τῶν ἐναρέτων γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν ὅλων τῶν αἰώνων, τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινῆς διαθήκης, ποὺ ἔλαμψαν μὲ τὴν καλωσύνη καὶ ἁγιότητά τους. Εἶνε ἀνωτέρα καὶ προφητῶν καὶ πατριαρχῶν. Εἶνε ἀνωτέρα ἀκόμα καὶ τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων· εἶνε «ἡ τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Εἶνε τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἡ Παναγία μας, τὸ ἀνεπανάληπτο καὶ ἀνέκφραστο θαῦμα μέσα στὴ θεία δημιουργία. Εἶνε τὸ «κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν» (ᾎσμ. 2,2). Εἶνε τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς, ἢ μᾶλλον ―ἂν ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἥλιος ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο καὶ οἱ ἅγιοι τὰ ἄστρα― ἡ Παναγία, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Δαμασκηνός, εἶνε ἡ πανσέληνος ποὺ σκορπίζει τὸ ἱλαρό της φῶς. Ἡ Παρθένος Μαρία εἶνε ἡ «κεχαριτωμένη», ἡ γεμάτη χάρες, ὅπως εἶπε ὁ ἀρχάγγελος τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ (Λουκ. 1,28).
Στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία ποὺ εἶπε ἡ ἰδία. Ποιά προφητεία; Ἦταν κόρη ἄσημη, ζοῦσε ἄγνωστη, κανένας λόγος δὲν γινόταν γι᾽ αὐτὴν σὲ δημόσιες συζητήσεις, δὲν παρουσίαζε τίποτε τὸ ἐξαιρετικό. Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ ταπεινὴ παρθένος εἶπε στὴν ἐξαδέλφη της Ἐλισάβετ· «Ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (ἔ.ἀ. 1,48), ἀπὸ τώρα θὰ μὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές! Καὶ πράγματι ὁ λόγος αὐτὸς ἐκπληρώθηκε. Πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες, θὰ περάσουν κι ἄλλοι· ἀλλ᾽ ὅσο θὰ λάμπῃ ἥλιος καὶ ἄστρα καὶ θὰ τρέχουν ποταμοὶ καὶ θὰ θάλλουν δέντρα καὶ θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι μὲ καρδιὰ καὶ αἴσθημα, θὰ τιμοῦν τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. «Ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί». Ἡ προφητεία αὐτή, ποὺ ἐκπληρώνεται κατὰ γράμμα στὸ πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶνε μιὰ τρανὴ ἀπόδειξις ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀληθινή.
Ἡ Παναγία εἶνε ὁ πόθος ποὺ ἁγνίζει τὶς ψυχὲς αὐτῶν ποὺ δοκιμάζονται. Σ᾽ αὐτὴν καταφεύγει ὁ πονεμένος κόσμος, ἀπὸ τὴ μικρὰ ἡλικία μέχρι βαθυτάτου γήρατος. Τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας εἶνε γλυκύτατο. Ὕστερα ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο ἄλλο ὄνομα πιὸ γλυκὺ ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Παναγία μου! φωνάζουν χιλιάδες στόματα θλιβομένων. Παναγία μου! φωνάζουν τὰ ὀρφανὰ καὶ οἱ χῆρες ποὺ δὲν ἔχουν προστάτη. Παναγία μου! φωνάζουν οἱ ἄρρωστοι, ποὺ βογγοῦν πάνω στὰ κρεβάτια καὶ δὲν ἔχουν κοντά τους κανένα νὰ τοὺς παρηγορήσῃ. Παναγία μου! φωνάζουν οἱ ναυτικοὶ στὸν ὠκεανό, ποὺ παλεύουν μέσ᾽ στὰ ἄγρια κύματα. Παναγία μου! φωνάζουν φυλακισμένοι μέσα στὰ σκοτεινὰ κελλιά τους. Παναγία μου! φωνάζουν οἱ στρατιῶτες μας, ποὺ φρουροῦν στὸ κρύο τοῦ χειμώνα τὰ σύνορα τῆς πατρίδος. Παναγία μου! φωνάζει πρὸ παντὸς – ποιός; ὁ ἁμαρτωλός. Καὶ ποιός δὲν εἶνε ἁμαρτωλός; Σ᾽ αὐτὴν καταφεύγουμε οἱ ἁμαρτωλοί· τὴν προστασία, τὶς πρεσβεῖες καὶ τὴ μεσιτεία της ζητοῦμε πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
Στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία ποὺ εἶπε ἡ ἰδία. Ποιά προφητεία; Ἦταν κόρη ἄσημη, ζοῦσε ἄγνωστη, κανένας λόγος δὲν γινόταν γι᾽ αὐτὴν σὲ δημόσιες συζητήσεις, δὲν παρουσίαζε τίποτε τὸ ἐξαιρετικό. Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ ταπεινὴ παρθένος εἶπε στὴν ἐξαδέλφη της Ἐλισάβετ· «Ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (ἔ.ἀ. 1,48), ἀπὸ τώρα θὰ μὲ μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεές! Καὶ πράγματι ὁ λόγος αὐτὸς ἐκπληρώθηκε. Πέρασαν εἴκοσι αἰῶνες, θὰ περάσουν κι ἄλλοι· ἀλλ᾽ ὅσο θὰ λάμπῃ ἥλιος καὶ ἄστρα καὶ θὰ τρέχουν ποταμοὶ καὶ θὰ θάλλουν δέντρα καὶ θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι μὲ καρδιὰ καὶ αἴσθημα, θὰ τιμοῦν τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. «Ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί». Ἡ προφητεία αὐτή, ποὺ ἐκπληρώνεται κατὰ γράμμα στὸ πρόσωπο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶνε μιὰ τρανὴ ἀπόδειξις ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀληθινή.
Ἡ Παναγία εἶνε ὁ πόθος ποὺ ἁγνίζει τὶς ψυχὲς αὐτῶν ποὺ δοκιμάζονται. Σ᾽ αὐτὴν καταφεύγει ὁ πονεμένος κόσμος, ἀπὸ τὴ μικρὰ ἡλικία μέχρι βαθυτάτου γήρατος. Τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας εἶνε γλυκύτατο. Ὕστερα ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο ἄλλο ὄνομα πιὸ γλυκὺ ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Παναγία μου! φωνάζουν χιλιάδες στόματα θλιβομένων. Παναγία μου! φωνάζουν τὰ ὀρφανὰ καὶ οἱ χῆρες ποὺ δὲν ἔχουν προστάτη. Παναγία μου! φωνάζουν οἱ ἄρρωστοι, ποὺ βογγοῦν πάνω στὰ κρεβάτια καὶ δὲν ἔχουν κοντά τους κανένα νὰ τοὺς παρηγορήσῃ. Παναγία μου! φωνάζουν οἱ ναυτικοὶ στὸν ὠκεανό, ποὺ παλεύουν μέσ᾽ στὰ ἄγρια κύματα. Παναγία μου! φωνάζουν φυλακισμένοι μέσα στὰ σκοτεινὰ κελλιά τους. Παναγία μου! φωνάζουν οἱ στρατιῶτες μας, ποὺ φρουροῦν στὸ κρύο τοῦ χειμώνα τὰ σύνορα τῆς πατρίδος. Παναγία μου! φωνάζει πρὸ παντὸς – ποιός; ὁ ἁμαρτωλός. Καὶ ποιός δὲν εἶνε ἁμαρτωλός; Σ᾽ αὐτὴν καταφεύγουμε οἱ ἁμαρτωλοί· τὴν προστασία, τὶς πρεσβεῖες καὶ τὴ μεσιτεία της ζητοῦμε πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
* * *
Ἀλλ᾽ ἡ Παναγία δὲν τιμᾶται μόνο ἀπὸ ἄτομα· τιμᾶται καὶ ἀπὸ λαοὺς καὶ ἔθνη ὁλόκληρα. Κι ἂν ὑπάρχῃ ἕνα ἔθνος ποὺ τιμᾷ ἐξαιρετικῶς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τὸ ἔθνος αὐτὸ εἶνε τὸ ἱστορικὸ ἔθνος τῶν Ἑλλήνων, ἡ Ἑλλάς.
Πολλὲς φορές, ὅπως λέει ἡ ἱστορία, βάρβαρα ἔθνη Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως ἀπείλησαν νὰ συντρίψουν καὶ νὰ ἐξαφανίσουν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς τὸ μικρὸ τοῦτο ἔθνος. Καὶ ὅμως δὲν τὸ πέτυχαν. Γιατί; Στὸ Βυζάντιο, ἐνῷ οἱ ἄντρες πολεμοῦσαν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πυρός, γυναῖκες καὶ παιδιὰ μέσα στὴν Πόλι παρακαλοῦσαν τὴν Παναγία· καὶ ἐκείνη ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια ἱστορική― βοήθησε καὶ ἡ Πόλις σώθηκε κατ᾽ ἐπανάληψιν, καὶ τότε ὁ λαὸς ἔψαλε· «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Ἡ Παναγία εἶνε ὄντως ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγὸς τοῦ γένους.
Δὲν εἶνε ὅμως μόνο τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα θαύματα· ὑπάρχουν καὶ νεώτερα. Σήμερα ἑορτάζουμε ἕνα ἀπὸ αὐτά. Εἶνε τὸ ἱστορικὸ ἐκεῖνο «ΟΧΙ», ποὺ ἡ μικρά μας πατρίδα εἶπε σ᾽ ἕνα ἰσχυρὸ κράτος ὅταν τῆς ἐπετέθη. Τὸ πανίσχυρο ἐκεῖνο κράτος εἶχε 4.000 λόγχες, εἶχε ἀμέτρητα ὅπλα καὶ τάνκς στὴν ξηρά, ὑποβρύχια στὴ Μεσόγειο, ἀεροπλάνα, ποὺ σκίαζαν τὸν ἥλιο. Ἡ πατρίδα μας ἦταν μικρὸς Δαυῒδ κ᾽ ἐκεῖνος ἕνας Γολιάθ, ποὺ ἀπειλοῦσε Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. Ὅλοι περίμεναν ὅτι ἡ Ἑλλὰς θὰ πέσῃ. Ὁ κατακτητής, ποὺ κυριαρχοῦσε ἤδη στὰ Βαλκάνια, ἔλεγε· Σὲ μιὰ βδομάδα θὰ εἴμαστε στὴν Ἀθήνα καὶ θὰ ὑψώσουμε τὴ σημαία στὴν Ἀκρόπολι. Τόσο βέβαιος ἦταν, ὥστε ἔκοψε προκαταβολικὰ χιλιάδες μετάλλια, ποὺ θὰ θύμιζαν τὴ νίκη του. Καὶ ξαφνικὰ ἀπὸ ὅλα τὰ ῥαδιόφωνα, ῥωσικὰ ἀγγλικὰ ἀμερικάνικα, ὁ κόσμος σὲ κάθε γωνία τῆς γῆς ἄκουγαν ὅτι νικᾷ ἡ Ἑλλάς!
Πῶς νίκησε; Θὰ εἶνε ἀχάριστος καὶ ἀγνώμων καὶ ἄθεος καὶ ἄπιστος ὅποιος θελήσῃ νὰ ἀγνοήσῃ ὅτι ἡ Παναγία βοήθησε τὴν Ἑλλάδα. Παναγία μου!… ἦταν ἡ φωνὴ ποὺ ἀκουγόταν ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον· στὰ νησιά μας, στὸ Μοριά, στὸν Ταΰγετο, στὰ Δωδεκάνησα, στὸν Ἕβρο, παντοῦ ὅπου ὑπῆρχαν Ἑλληνικὲς καρδιές. «Παιδί μου, στὸ καλό, ἡ Παναγία μαζί σου»· τὸ ἄκουσα τότε ἀπὸ πολλὲς μητέρες, ποὺ ἀποχαιρετοῦσαν τὸ παιδί τους. Παναγία μου, ἔλεγαν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, βοήθα τὸ στρατό μας, προστάτεψε τὰ παιδιά μας. Παναγία μου! φώναζαν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ στρατιῶτες μας πάνω στὰ χιονισμένα ψηλὰ βουνά, ὅπου μόνο ἀετοὶ πετοῦσαν. Τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας εἶχαν στὴ καρδιά τους, τὴν εἰκόνα της εἶχαν μέσα στὰ φυλάκια καὶ στὸν κόρφο τους. Καὶ ἡ Παναγία ἔκανε τὸ θαῦμα, τὸ μεγάλο θαῦμα. Ἀπεδείχθη γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγὸς τοῦ γένους μας.
Πολλὲς φορές, ὅπως λέει ἡ ἱστορία, βάρβαρα ἔθνη Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως ἀπείλησαν νὰ συντρίψουν καὶ νὰ ἐξαφανίσουν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς τὸ μικρὸ τοῦτο ἔθνος. Καὶ ὅμως δὲν τὸ πέτυχαν. Γιατί; Στὸ Βυζάντιο, ἐνῷ οἱ ἄντρες πολεμοῦσαν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πυρός, γυναῖκες καὶ παιδιὰ μέσα στὴν Πόλι παρακαλοῦσαν τὴν Παναγία· καὶ ἐκείνη ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια ἱστορική― βοήθησε καὶ ἡ Πόλις σώθηκε κατ᾽ ἐπανάληψιν, καὶ τότε ὁ λαὸς ἔψαλε· «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Ἡ Παναγία εἶνε ὄντως ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγὸς τοῦ γένους.
Δὲν εἶνε ὅμως μόνο τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα θαύματα· ὑπάρχουν καὶ νεώτερα. Σήμερα ἑορτάζουμε ἕνα ἀπὸ αὐτά. Εἶνε τὸ ἱστορικὸ ἐκεῖνο «ΟΧΙ», ποὺ ἡ μικρά μας πατρίδα εἶπε σ᾽ ἕνα ἰσχυρὸ κράτος ὅταν τῆς ἐπετέθη. Τὸ πανίσχυρο ἐκεῖνο κράτος εἶχε 4.000 λόγχες, εἶχε ἀμέτρητα ὅπλα καὶ τάνκς στὴν ξηρά, ὑποβρύχια στὴ Μεσόγειο, ἀεροπλάνα, ποὺ σκίαζαν τὸν ἥλιο. Ἡ πατρίδα μας ἦταν μικρὸς Δαυῒδ κ᾽ ἐκεῖνος ἕνας Γολιάθ, ποὺ ἀπειλοῦσε Ἀνατολὴ καὶ Δύσι. Ὅλοι περίμεναν ὅτι ἡ Ἑλλὰς θὰ πέσῃ. Ὁ κατακτητής, ποὺ κυριαρχοῦσε ἤδη στὰ Βαλκάνια, ἔλεγε· Σὲ μιὰ βδομάδα θὰ εἴμαστε στὴν Ἀθήνα καὶ θὰ ὑψώσουμε τὴ σημαία στὴν Ἀκρόπολι. Τόσο βέβαιος ἦταν, ὥστε ἔκοψε προκαταβολικὰ χιλιάδες μετάλλια, ποὺ θὰ θύμιζαν τὴ νίκη του. Καὶ ξαφνικὰ ἀπὸ ὅλα τὰ ῥαδιόφωνα, ῥωσικὰ ἀγγλικὰ ἀμερικάνικα, ὁ κόσμος σὲ κάθε γωνία τῆς γῆς ἄκουγαν ὅτι νικᾷ ἡ Ἑλλάς!
Πῶς νίκησε; Θὰ εἶνε ἀχάριστος καὶ ἀγνώμων καὶ ἄθεος καὶ ἄπιστος ὅποιος θελήσῃ νὰ ἀγνοήσῃ ὅτι ἡ Παναγία βοήθησε τὴν Ἑλλάδα. Παναγία μου!… ἦταν ἡ φωνὴ ποὺ ἀκουγόταν ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον· στὰ νησιά μας, στὸ Μοριά, στὸν Ταΰγετο, στὰ Δωδεκάνησα, στὸν Ἕβρο, παντοῦ ὅπου ὑπῆρχαν Ἑλληνικὲς καρδιές. «Παιδί μου, στὸ καλό, ἡ Παναγία μαζί σου»· τὸ ἄκουσα τότε ἀπὸ πολλὲς μητέρες, ποὺ ἀποχαιρετοῦσαν τὸ παιδί τους. Παναγία μου, ἔλεγαν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, βοήθα τὸ στρατό μας, προστάτεψε τὰ παιδιά μας. Παναγία μου! φώναζαν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ στρατιῶτες μας πάνω στὰ χιονισμένα ψηλὰ βουνά, ὅπου μόνο ἀετοὶ πετοῦσαν. Τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας εἶχαν στὴ καρδιά τους, τὴν εἰκόνα της εἶχαν μέσα στὰ φυλάκια καὶ στὸν κόρφο τους. Καὶ ἡ Παναγία ἔκανε τὸ θαῦμα, τὸ μεγάλο θαῦμα. Ἀπεδείχθη γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγὸς τοῦ γένους μας.
* * *
Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, τιμοῦμε τὴν Παναγία. Δὲν ξέρω τί κάνουν ἄλλοι λαοί· ξέρω ὅμως πολὺ καλά, ὅτι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ εἴμεθα εὐγνώμονες πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ὡς ἄτομα καὶ ὡς ἔθνος. Καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη νὰ τὴ δείχνουμε ἐμπράκτως.
Δὲν πρέπει στὸν τόπο μας νὰ ἀκούγεται οὔτε μιὰ βλασφήμια ἐναντίον τῆς Παναγίας. Καίγομαι, φλέγομαι, ὑποφέρω ὅταν ἀκούω νὰ ὑβρίζουν τὴν Παναγία. Ἡ μάνα σου, αὐτὴ ποὺ σὲ γέννησε, μπορεῖ νὰ εἶνε μία ἁμαρτωλὴ γυναίκα· ἀλλὰ τὴν Παναγία, ποὺ εἶνε ἡ γλυκειὰ μάνα τοῦ κόσμου, πῶς τολμᾷς καὶ τὴν ὑβρίζεις; Ἂν σοῦ ποῦν μία κακὴ λέξι γιὰ τὴ μάνα σου, γιὰ τὴ γυναῖκα σου, γιὰ τὴν ἀδελφή σου, πιστόλι βγάζεις. Κι ὅμως ὑβρίζεις τὴν Παναγία, ποὺ εἶνε ὑπεράνω ἀστέρων τῶν τοῦ οὐρανοῦ, ὑπεράνω τοῦ ἡλίου, ποὺ εἶνε ἡ Παρθένος – ἡ Ἀειπάρθενος.
Γι᾽ αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα, ὅπως τὸ ἐτόνισα καὶ τὸ ἔγραψα, ὁ Θεὸς παραχωρεῖ καὶ γίνονται σεισμοὶ καὶ καταστροφές. Τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶνε δύο. Τὸ ἕνα εἶνε οἱ βλασφημίες. Κανένα ἄλλο ἔθνος δὲ βλαστημάει τόσο πολὺ τὴν Παναγία, ὅπως ἐμεῖς, οἱ ἀχάριστοι καὶ ἀγνώμονες· οἱ ὁποῖοι, ὅταν ὑπάρχῃ κίνδυνος, φωνάζουμε Παναγία μου! κι ὅταν δὲν ὑπάρχῃ κίνδυνος, τότε τὴν βλαστημοῦμε. Καὶ τὸ ἄλλο ἁμάρτημα εἶνε οἱ ἀμβλώσεις, οἱ ἐκτρώσεις, τὸ ὅτι οἱ γυναῖκες δὲν γεννοῦν πλέον παιδιά. Εἶνε καταστροφή.
Ἂς μετανοήσουμε, ἂς προσπέσουμε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἂς ζητήσουμε τὶς πρεσβεῖες τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ εἴθε ἡ Παναγία μας νὰ προστατεύῃ ὅλη τὴν πατρίδα· ἀμήν.
Δὲν πρέπει στὸν τόπο μας νὰ ἀκούγεται οὔτε μιὰ βλασφήμια ἐναντίον τῆς Παναγίας. Καίγομαι, φλέγομαι, ὑποφέρω ὅταν ἀκούω νὰ ὑβρίζουν τὴν Παναγία. Ἡ μάνα σου, αὐτὴ ποὺ σὲ γέννησε, μπορεῖ νὰ εἶνε μία ἁμαρτωλὴ γυναίκα· ἀλλὰ τὴν Παναγία, ποὺ εἶνε ἡ γλυκειὰ μάνα τοῦ κόσμου, πῶς τολμᾷς καὶ τὴν ὑβρίζεις; Ἂν σοῦ ποῦν μία κακὴ λέξι γιὰ τὴ μάνα σου, γιὰ τὴ γυναῖκα σου, γιὰ τὴν ἀδελφή σου, πιστόλι βγάζεις. Κι ὅμως ὑβρίζεις τὴν Παναγία, ποὺ εἶνε ὑπεράνω ἀστέρων τῶν τοῦ οὐρανοῦ, ὑπεράνω τοῦ ἡλίου, ποὺ εἶνε ἡ Παρθένος – ἡ Ἀειπάρθενος.
Γι᾽ αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα, ὅπως τὸ ἐτόνισα καὶ τὸ ἔγραψα, ὁ Θεὸς παραχωρεῖ καὶ γίνονται σεισμοὶ καὶ καταστροφές. Τὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ εἶνε δύο. Τὸ ἕνα εἶνε οἱ βλασφημίες. Κανένα ἄλλο ἔθνος δὲ βλαστημάει τόσο πολὺ τὴν Παναγία, ὅπως ἐμεῖς, οἱ ἀχάριστοι καὶ ἀγνώμονες· οἱ ὁποῖοι, ὅταν ὑπάρχῃ κίνδυνος, φωνάζουμε Παναγία μου! κι ὅταν δὲν ὑπάρχῃ κίνδυνος, τότε τὴν βλαστημοῦμε. Καὶ τὸ ἄλλο ἁμάρτημα εἶνε οἱ ἀμβλώσεις, οἱ ἐκτρώσεις, τὸ ὅτι οἱ γυναῖκες δὲν γεννοῦν πλέον παιδιά. Εἶνε καταστροφή.
Ἂς μετανοήσουμε, ἂς προσπέσουμε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἂς ζητήσουμε τὶς πρεσβεῖες τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ εἴθε ἡ Παναγία μας νὰ προστατεύῃ ὅλη τὴν πατρίδα· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱερό ναὸ της Ἁγίας Σκέπης Πτολεμαΐδος 27-10-1978
H NIKH THΣ EΛΛΑΔΟΣ
Η Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, συμμετέχει σήμερα ὁλοψύχως στὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἐνδόξου αὐτῆς ἐπετείου τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940. Μὲ τὴ δοξολογία ποὺ τελεῖται στοὺς μεγάλους ναοὺς καὶ μὲ τὸν ὕμνο «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…» τὸν παιᾶνα τῆς νίκης ποὺ ψάλλουν ὅλοι, ἡ σκέψι μας, ἡ σκέψι ὅλων τῶν Ἑλλήνων ὅπου κι ἂν βρίσκωνται, στὸ ἐσωτερικὸ ἢ στὸ ἐξωτερικό, γυρίζει στὶς ἡμέρες ἐκεῖνες καὶ φτερουγίζει στὰ ψηλὰ ἐκεῖνα καὶ ἀπόκρημνα καὶ κακοτράχαλα βουνά, ποὺ μόνο ἀετοὶ πετοῦσαν.
Ἐκεῖ, στὰ βουνὰ ἐκεῖνα τῆς Βορείου Ἠπείρου, τὸ μικρὸ μὲν ἀλλὰ ἔνδοξο καὶ ἱστορικὸ ἔθνος μας ἔγραψε μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἔνδοξες σελίδες τῆς ἱστορίας του· σελίδα, ἡ ὁποία ὑπενθυμίζει τοὺς θριάμβους τῶν εὐσεβῶν Βυζαντινῶν προγόνων μας ἐναντίον τῶν βαρβάρων· σελίδα, ἡ ὁποία ὑπενθυμίζει τὸ «Μολὼν λαβὲ» τοῦ Λεωνίδα καὶ τῶν τριακοσίων στὶς Θερμοπύλες. Ἂς εὐχαριστήσουμε καὶ ἂς ὑμνήσουμε τὸ Θεό, διότι ποτέ ἄλλοτε στὴν νεωτέρα ἐποχὴ δὲν δοξάστηκε τὸ ἔθνος μας τόσο πολὺ ὅσο τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου.…
Εἶνε δὲ γεγονὸς ὅτι, ὅπως ὁμολογοῦν δικοί μας καὶ ξένοι, ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους συντελεστὰς τῆς νίκης ἐκείνης ―γιὰ νὰ μὴν πῶ ὁ μοναδικὸς συντελεστής― ὑπῆρξε ἡ πίστις ὅλου τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἰδιαιτέρως δὲ τῶν μαχομένων παιδιῶν τῆς Ἑλλάδος, στρατιωτῶν καὶ ἀξιωματικῶν· ἡ πίστις ὅτι ὑπάρχει Θεός· ἡ πίστις ὅτι ὁ Θεὸς ἀπονέμει δικαιοσύνη· ἡ πίστις στὴν θρησκεία τῶν πατέρων μας. Ἐκεῖ ἐπάνω οἱ Ἕλληνες ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες εἶχαν μέσα στὸ νοῦ τους τὴ σκέψι τοῦ Θεοῦ. Τὰ χείλη τους ψιθύριζαν διαρκῶς προσευχὲς καὶ δεήσεις, ἐπικαλοῦντο τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. «Παναγία μου» ἔλεγαν στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος κάθε ἐπιχειρήσεως. Ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς στὰ μετόπισθεν, γυναῖκες παιδιὰ καὶ γέροντες, πάντοτε τὴν Παναγία παρακαλοῦσαν νὰ δώσῃ τὴ νίκη καὶ νὰ γυρίσουν οἱ μαχηταὶ στὰ σπίτια τους.
Κάποιος ἀνταποκριτὴς μεγάλης ἐφημερίδος τοῦ ἐξωτερικοῦ, τῶν «Τάϊμς», εἶπε, ὅτι στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Βορείου Ἠπείρου, ἐκεῖ ἐπάνω συνετρίβη, ὄχι μόνο ὁ ἄνανδρος εἰσβολεὺς ἀλλὰ καὶ ἡ γνωστὴ σεξουαλικὴ θεωρία τοῦ Φρόυντ· διότι ἀπεδείχθη, ὅτι οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες, ἁγνοὶ σὰν τὰ κρίνα, τίποτε ἄλλο δὲν ἐσκέπτοντο παρὰ μόνο τὸ Θεό· καὶ ἡ μόνη γυναίκα ποὺ εἶχαν στὴν καρδιά τους καὶ εἵλκυε τὴν ἀγάπη τους ἦταν ἡ μεγάλη Μάνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Χριστιανῶν, ἡ Παναγία· αὐτὴ σελάγιζε μέσα στὴ σκέψι τους.
Δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια ―τὸ ἄκουσα ἀπὸ πολλοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιῶτες ποὺ ἐμάχοντο στὴν πρώτη γραμμή―, ὅτι ἐπάνω ἐκεῖ στὶς χιονισμένες κορυφὲς εἶδαν οἱ ἴδιοι μὲ τὰ μάτια τους τὸ θαῦμα, εἶδαν τὴν Παναγία μας. Εἶδαν τὴν ἁγία μορφή της νὰ ἐπισκέπτεται τὰ μαχόμενα στρατεύματα, νὰ τὰ ἐπισκιάζῃ μὲ τὴ σκέπη της καὶ νὰ τὰ εὐλογῇ.
Ὅταν τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ἀνέβαιναν σὰν ἀετοὶ στὰ ψηλὰ ἐκεῖνα βουνὰ καὶ κατελάμβαναν κάποια ὀχυρὴ κορυφή, ἔψαλλαν· «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Κι ὅταν πέρασαν τὸ Μοράβα καὶ μπῆκαν στὴν Κορυτσά, ὁ πρῶτος ὕμνος – παιὰν ποὺ ἀκούστηκε ἐκεῖ ἦταν τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Ἀλησμόνητες ἡμέρες!… Ἡ νίκη λοιπὸν ἦταν τῆς Παναγίας, ἡ τιμὴ ἀνήκει σ᾽ αὐτήν. Δικαίως λοιπὸν οἱ Ἕλληνες τῆς ψάλλουν· «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε…».
Ἐκεῖ, στὰ βουνὰ ἐκεῖνα τῆς Βορείου Ἠπείρου, τὸ μικρὸ μὲν ἀλλὰ ἔνδοξο καὶ ἱστορικὸ ἔθνος μας ἔγραψε μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἔνδοξες σελίδες τῆς ἱστορίας του· σελίδα, ἡ ὁποία ὑπενθυμίζει τοὺς θριάμβους τῶν εὐσεβῶν Βυζαντινῶν προγόνων μας ἐναντίον τῶν βαρβάρων· σελίδα, ἡ ὁποία ὑπενθυμίζει τὸ «Μολὼν λαβὲ» τοῦ Λεωνίδα καὶ τῶν τριακοσίων στὶς Θερμοπύλες. Ἂς εὐχαριστήσουμε καὶ ἂς ὑμνήσουμε τὸ Θεό, διότι ποτέ ἄλλοτε στὴν νεωτέρα ἐποχὴ δὲν δοξάστηκε τὸ ἔθνος μας τόσο πολὺ ὅσο τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες τῆς νίκης καὶ τοῦ θριάμβου.…
Εἶνε δὲ γεγονὸς ὅτι, ὅπως ὁμολογοῦν δικοί μας καὶ ξένοι, ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιοτέρους συντελεστὰς τῆς νίκης ἐκείνης ―γιὰ νὰ μὴν πῶ ὁ μοναδικὸς συντελεστής― ὑπῆρξε ἡ πίστις ὅλου τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἰδιαιτέρως δὲ τῶν μαχομένων παιδιῶν τῆς Ἑλλάδος, στρατιωτῶν καὶ ἀξιωματικῶν· ἡ πίστις ὅτι ὑπάρχει Θεός· ἡ πίστις ὅτι ὁ Θεὸς ἀπονέμει δικαιοσύνη· ἡ πίστις στὴν θρησκεία τῶν πατέρων μας. Ἐκεῖ ἐπάνω οἱ Ἕλληνες ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες εἶχαν μέσα στὸ νοῦ τους τὴ σκέψι τοῦ Θεοῦ. Τὰ χείλη τους ψιθύριζαν διαρκῶς προσευχὲς καὶ δεήσεις, ἐπικαλοῦντο τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. «Παναγία μου» ἔλεγαν στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος κάθε ἐπιχειρήσεως. Ἀλλὰ καὶ ὁ λαὸς στὰ μετόπισθεν, γυναῖκες παιδιὰ καὶ γέροντες, πάντοτε τὴν Παναγία παρακαλοῦσαν νὰ δώσῃ τὴ νίκη καὶ νὰ γυρίσουν οἱ μαχηταὶ στὰ σπίτια τους.
Κάποιος ἀνταποκριτὴς μεγάλης ἐφημερίδος τοῦ ἐξωτερικοῦ, τῶν «Τάϊμς», εἶπε, ὅτι στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Βορείου Ἠπείρου, ἐκεῖ ἐπάνω συνετρίβη, ὄχι μόνο ὁ ἄνανδρος εἰσβολεὺς ἀλλὰ καὶ ἡ γνωστὴ σεξουαλικὴ θεωρία τοῦ Φρόυντ· διότι ἀπεδείχθη, ὅτι οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες, ἁγνοὶ σὰν τὰ κρίνα, τίποτε ἄλλο δὲν ἐσκέπτοντο παρὰ μόνο τὸ Θεό· καὶ ἡ μόνη γυναίκα ποὺ εἶχαν στὴν καρδιά τους καὶ εἵλκυε τὴν ἀγάπη τους ἦταν ἡ μεγάλη Μάνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Χριστιανῶν, ἡ Παναγία· αὐτὴ σελάγιζε μέσα στὴ σκέψι τους.
Δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια ―τὸ ἄκουσα ἀπὸ πολλοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ στρατιῶτες ποὺ ἐμάχοντο στὴν πρώτη γραμμή―, ὅτι ἐπάνω ἐκεῖ στὶς χιονισμένες κορυφὲς εἶδαν οἱ ἴδιοι μὲ τὰ μάτια τους τὸ θαῦμα, εἶδαν τὴν Παναγία μας. Εἶδαν τὴν ἁγία μορφή της νὰ ἐπισκέπτεται τὰ μαχόμενα στρατεύματα, νὰ τὰ ἐπισκιάζῃ μὲ τὴ σκέπη της καὶ νὰ τὰ εὐλογῇ.
Ὅταν τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ἀνέβαιναν σὰν ἀετοὶ στὰ ψηλὰ ἐκεῖνα βουνὰ καὶ κατελάμβαναν κάποια ὀχυρὴ κορυφή, ἔψαλλαν· «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Κι ὅταν πέρασαν τὸ Μοράβα καὶ μπῆκαν στὴν Κορυτσά, ὁ πρῶτος ὕμνος – παιὰν ποὺ ἀκούστηκε ἐκεῖ ἦταν τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Ἀλησμόνητες ἡμέρες!… Ἡ νίκη λοιπὸν ἦταν τῆς Παναγίας, ἡ τιμὴ ἀνήκει σ᾽ αὐτήν. Δικαίως λοιπὸν οἱ Ἕλληνες τῆς ψάλλουν· «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε…».
* * *
Γι᾽ αὐτὸ σήμερα θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀγαπητοί μου, ἀπευθυνόμενος στοὺς ἄρχοντες καὶ τὸ λαό μας, νὰ πῶ καὶ νὰ ὑπενθυμίσω τὸ ἑξῆς. Τὸν ἥλιο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς χαρᾶς, ποὺ λάμπει σήμερα σὲ ὅλη τὴν πατρίδα μας, σκιάζει μία σκέψις. Σὰν πατριῶτες τὸ αἰσθανόμεθα ὅλοι ―καὶ ἀλλοίμονο ἂν δὲν τὸ αἰσθανόμεθα―, ὅτι τὰ μέρη ἐκεῖνα τῆς Βορείου Ἠπείρου, τὰ μέρη ποὺ ἁγίασε ὄχι μόνο μὲ τὸ κήρυγμά του ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ μαρτύριό του ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τὰ μέρη ἐκεῖνα ὅπου ὑπάρχουν τάφοι ἡρώων καὶ μαρτύρων, τὰ μέρη ἐκεῖνα ποὺ κατέλαβε τρεῖς φορὲς ἡ Ἑλλάς, τὸ ᾽12, τὸ ᾽17 καὶ τὸ ᾽40, τὰ μέρη ἐκεῖνα ὅπου δοξάστηκε ἡ πατρίδα μας, τὰ μέρη ἐκεῖνα ὅπου κατοικοῦν ―δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἱστορικὸ γεγονός―, κατοικοῦν τετρακόσες χιλιάδες παρακαλῶ γνήσιοι Ἕλληνες, σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς καὶ ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μας, τὰ μέρη αὐτὰ ἀναστενάζουν. Οἱ Ἕλληνες αὐτοὶ σήμερα ἀδικοῦνται, πιέζονται, τυραννοῦνται κάτω ἀπὸ τὸ ἄθεο τυραννικὸ καθεστὼς τῆς Ἀλβανίας.
Ἐκεῖ οἱ πολῖτες δὲν ἀπολαμβάνουν, καὶ σήμερα ἀκόμα, ἴσα δικαιώματα ὅπως οἱ πολῖτες ἄλλων κρατῶν. Ἐκεῖ, παρὰ τὸ κλῖμα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ ποὺ πνέει στὴν εὐρύτερη περιοχὴ καὶ τὴν εἰκόνα ποὺ θέλει τὸ Ἀλβανικὸ κράτος νὰ δίδεται πρὸς τὰ ἔξω, δὲν ὑπάρχει ἀκόμα ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία, ὑπὲρ τῆς ὁποίας τὸ μικρό μας ἔθνος ἔχυσε ποταμοὺς αἱμάτων. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθῇ κανείς, ὅτι μέχρι καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο οἱ Ἕλληνες Χριστιανοὶ τῆς Βορείου Ἠπείρου δὲν μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἐκεῖ καμπάνες στὶς ἐκκλησίες τους, δὲν μποροῦσαν νὰ λειτουργοῦνται χωρὶς κίνδυνο, δὲν μποροῦσαν νὰ βαπτίσουν τὰ παιδιά τους φανερά, δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν τοὺς γάμους τους ἐλεύθερα, δὲν μποροῦσαν νὰ ἐνταφιάσουν τοὺς νεκρούς τους μὲ ὀρθόδοξο ἱερέα. Ὑπῆρχε στυγνὴ τυραννία, σφαγιασμὸς τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὑπὲρ τῶν ὁποίων κόπτονται τάχα τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη. Αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες ἐκεῖ ὑπέφεραν τὰ μέγιστα.
Ἀκόμα, συνέβαινε ἐκεῖ κάτι μοναδικό, ποὺ δὲν τὸ συναντοῦσες πουθενά· οὔτε καὶ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἄλλα κράτη ὅπου βασίλευε ὁ ἄθεος μαρξισμός. Τί δηλαδή· ἀπαγορευόταν ἀκόμα καὶ τὸ νὰ κάνῃ κανεὶς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ! Ὅποιος ἔκανε τὸ σταυρό του, τὸν συνελάμβαναν καὶ τὸν ὡδηγοῦσαν στὰ κάτεργα. Αὐτὸ δὲν τὸ συναντοῦσε κανεὶς οὔτε στὴ Σερβία οὔτε στὴ Βουλγαρία οὔτε στὴ ῾Ρουμανία οὔτε στὴ ῾Ρωσία οὔτε κάπου ἀλλοῦ· στὰ κράτη αὐτὰ ὑπῆρχε σχετικὴ ἐλευθερία, στὴ Βόρειο Ἤπειρο ὄχι.
Σήμερα βεβαίως τὰ πράγματα στὴν Ἀλβανία ἔχουν βελτιωθῆ ὡς πρὸς τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία, χωρὶς ὅμως νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔφθασαν στὸ ἐπιθυμητὸ σημεῖο. Ἀλλ᾽ ὡς πρὸς τὰ ἐθνικὰ δικαιώματα τῆς ἐκεῖ Ἑλληνικῆς μειονότητος, ὑπάρχει καταφανὴς στέρησις καὶ κραυγαλέα ἀδικία.
Πῶς νὰ μὴν τοὺς σκεφθοῦμε σήμερα αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς μας; πῶς νὰ μὴ τοὺς ἀναλογισθοῦμε τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα; – ὅπως ἐπίσης καὶ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς μας στὸ νότο, τοὺς Κυπρίους, οἱ ὁποῖοι διατελοῦν ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα τοῦ Ἀττίλα;
Γι᾽ αὐτὸ πρὸ ἐτῶν, τὸ 1981, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀποφασίσει ὁμοφώνως, μία Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου, στὶς 22 τοῦ μηνός, νὰ τελέσῃ πάνδημο μνημόσυνο ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν ὅλων τῶν ἡρώων ἐκείνων ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ ἔπεσαν στὰ πεδία τῶν μαχῶν καὶ νὰ ὑπενθυμίσῃ στοὺς Ἕλληνες, ὅτι πέρα ἐκεῖ στὴ Βόρειο Ἤπειρο ἕνας ὁλόκληρος ἑλληνισμὸς ἀναστενάζει στερούμενος τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Καὶ πράγματι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, στὶς 22 Νοεμβρίου 1981, τελέσαμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν ἀκριτική μας πόλι τὸ μνημόσυνο αὐτό. Χτυπήσαμε τὶς καμπάνες. Συμμετεῖχε δὲ τότε καὶ ἡ κεντρικὴ ἐπιτροπὴ βορειοηπειρωτικοῦ ἀγῶνος, ποὺ ἑδρεύει στὴν Ἀθήνα καὶ διατελεῖ ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ ἀρχιεπισκόπου, καθὼς καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Βορειοηπειρῶτες ποὺ κατοικοῦν στὴν περιφέρειά μας καὶ συμποσοῦνται σὲ τρεῖς χιλιάδες περίπου. Στὴν ὁμιλία μου τότε εἶπα γιὰ τὴν κατάληψι τῆς Κορυτσᾶς ἀπὸ τὸ στρατό μας καὶ γιὰ τὴν καταπίεσι ποὺ ὑφίσταντο οἱ Βορειοηπειρῶτες ἀδελφοί μας.
Ποιός θυμᾶται τὰ ἱστορικὰ ἐκεῖνα γεγονότα; Ἄχ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες πῶς ξεχνᾶμε τὴν ἱστορία μας, καὶ ἰδίως ἡ νέα γενεά! Ἀλλ᾽ ὅσοι εἶνε παλαιότεροι ἐνθυμοῦνται, ὅτι 22 Νοεμβρίου 1940 ὅλη ἡ Ἑλλὰς κολυμποῦσε στὴ χαρά. Χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, οἱ σειρῆνες, τὰ πάντα. Χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις ἐπικρατοῦσε. Διότι ἡ 22α Νοεμβρίου 1940 εἶνε ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἡρωικὸ Σύνταγμα τῆς Φλωρίνης κατέλαβε τὴν Κορυτσὰ καὶ οἱ ἄνδρες του ὕψωσαν ἐκεῖ τὴν ἑλληνικὴ σημαία.
Ἐκεῖ οἱ πολῖτες δὲν ἀπολαμβάνουν, καὶ σήμερα ἀκόμα, ἴσα δικαιώματα ὅπως οἱ πολῖτες ἄλλων κρατῶν. Ἐκεῖ, παρὰ τὸ κλῖμα τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ ποὺ πνέει στὴν εὐρύτερη περιοχὴ καὶ τὴν εἰκόνα ποὺ θέλει τὸ Ἀλβανικὸ κράτος νὰ δίδεται πρὸς τὰ ἔξω, δὲν ὑπάρχει ἀκόμα ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία, ὑπὲρ τῆς ὁποίας τὸ μικρό μας ἔθνος ἔχυσε ποταμοὺς αἱμάτων. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθῇ κανείς, ὅτι μέχρι καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο οἱ Ἕλληνες Χριστιανοὶ τῆς Βορείου Ἠπείρου δὲν μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἐκεῖ καμπάνες στὶς ἐκκλησίες τους, δὲν μποροῦσαν νὰ λειτουργοῦνται χωρὶς κίνδυνο, δὲν μποροῦσαν νὰ βαπτίσουν τὰ παιδιά τους φανερά, δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν τοὺς γάμους τους ἐλεύθερα, δὲν μποροῦσαν νὰ ἐνταφιάσουν τοὺς νεκρούς τους μὲ ὀρθόδοξο ἱερέα. Ὑπῆρχε στυγνὴ τυραννία, σφαγιασμὸς τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὑπὲρ τῶν ὁποίων κόπτονται τάχα τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη. Αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες ἐκεῖ ὑπέφεραν τὰ μέγιστα.
Ἀκόμα, συνέβαινε ἐκεῖ κάτι μοναδικό, ποὺ δὲν τὸ συναντοῦσες πουθενά· οὔτε καὶ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἄλλα κράτη ὅπου βασίλευε ὁ ἄθεος μαρξισμός. Τί δηλαδή· ἀπαγορευόταν ἀκόμα καὶ τὸ νὰ κάνῃ κανεὶς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ! Ὅποιος ἔκανε τὸ σταυρό του, τὸν συνελάμβαναν καὶ τὸν ὡδηγοῦσαν στὰ κάτεργα. Αὐτὸ δὲν τὸ συναντοῦσε κανεὶς οὔτε στὴ Σερβία οὔτε στὴ Βουλγαρία οὔτε στὴ ῾Ρουμανία οὔτε στὴ ῾Ρωσία οὔτε κάπου ἀλλοῦ· στὰ κράτη αὐτὰ ὑπῆρχε σχετικὴ ἐλευθερία, στὴ Βόρειο Ἤπειρο ὄχι.
Σήμερα βεβαίως τὰ πράγματα στὴν Ἀλβανία ἔχουν βελτιωθῆ ὡς πρὸς τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία, χωρὶς ὅμως νὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔφθασαν στὸ ἐπιθυμητὸ σημεῖο. Ἀλλ᾽ ὡς πρὸς τὰ ἐθνικὰ δικαιώματα τῆς ἐκεῖ Ἑλληνικῆς μειονότητος, ὑπάρχει καταφανὴς στέρησις καὶ κραυγαλέα ἀδικία.
Πῶς νὰ μὴν τοὺς σκεφθοῦμε σήμερα αὐτοὺς τοὺς ἀδελφούς μας; πῶς νὰ μὴ τοὺς ἀναλογισθοῦμε τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα; – ὅπως ἐπίσης καὶ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς μας στὸ νότο, τοὺς Κυπρίους, οἱ ὁποῖοι διατελοῦν ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὸ πέλμα τοῦ Ἀττίλα;
Γι᾽ αὐτὸ πρὸ ἐτῶν, τὸ 1981, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶχε ἀποφασίσει ὁμοφώνως, μία Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου, στὶς 22 τοῦ μηνός, νὰ τελέσῃ πάνδημο μνημόσυνο ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν ὅλων τῶν ἡρώων ἐκείνων ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ ἔπεσαν στὰ πεδία τῶν μαχῶν καὶ νὰ ὑπενθυμίσῃ στοὺς Ἕλληνες, ὅτι πέρα ἐκεῖ στὴ Βόρειο Ἤπειρο ἕνας ὁλόκληρος ἑλληνισμὸς ἀναστενάζει στερούμενος τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Καὶ πράγματι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ αὐτὴ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, στὶς 22 Νοεμβρίου 1981, τελέσαμε κ᾽ ἐμεῖς στὴν ἀκριτική μας πόλι τὸ μνημόσυνο αὐτό. Χτυπήσαμε τὶς καμπάνες. Συμμετεῖχε δὲ τότε καὶ ἡ κεντρικὴ ἐπιτροπὴ βορειοηπειρωτικοῦ ἀγῶνος, ποὺ ἑδρεύει στὴν Ἀθήνα καὶ διατελεῖ ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ ἀρχιεπισκόπου, καθὼς καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Βορειοηπειρῶτες ποὺ κατοικοῦν στὴν περιφέρειά μας καὶ συμποσοῦνται σὲ τρεῖς χιλιάδες περίπου. Στὴν ὁμιλία μου τότε εἶπα γιὰ τὴν κατάληψι τῆς Κορυτσᾶς ἀπὸ τὸ στρατό μας καὶ γιὰ τὴν καταπίεσι ποὺ ὑφίσταντο οἱ Βορειοηπειρῶτες ἀδελφοί μας.
Ποιός θυμᾶται τὰ ἱστορικὰ ἐκεῖνα γεγονότα; Ἄχ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες πῶς ξεχνᾶμε τὴν ἱστορία μας, καὶ ἰδίως ἡ νέα γενεά! Ἀλλ᾽ ὅσοι εἶνε παλαιότεροι ἐνθυμοῦνται, ὅτι 22 Νοεμβρίου 1940 ὅλη ἡ Ἑλλὰς κολυμποῦσε στὴ χαρά. Χτυποῦσαν οἱ καμπάνες, οἱ σειρῆνες, τὰ πάντα. Χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις ἐπικρατοῦσε. Διότι ἡ 22α Νοεμβρίου 1940 εἶνε ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τὸ ἡρωικὸ Σύνταγμα τῆς Φλωρίνης κατέλαβε τὴν Κορυτσὰ καὶ οἱ ἄνδρες του ὕψωσαν ἐκεῖ τὴν ἑλληνικὴ σημαία.
* * *
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα σήμερα νὰ ὑπενθυμίσω, τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς Σκέπης τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἐθνική μας ἑορτὴ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου. Καὶ εὔχομαι πάντοτε ἡ Ἑλλὰς ὑπὸ τὸν ἥλιο τῆς ἐλευθερίας νὰ ἑορτάζῃ τὴν ἔνδοξο αὐτὴ ἐπέτειο· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ του Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 28-10-1981)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου