Ἡ μελέτη περί τῶν ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου ἐπ. Μύρων, δημοσιεύθηκε ἀρχικά στό Περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» Λευκωσίας (φ. 44, 1994, σελ. 97 – 106). Τό ἴδιο ἔτος ἐκδόθηκε σέ ἰδιαίτερη μονογραφία, μεταφρασμένο στήν ἀγγλική γλῶσσα, ἀπό τό Κέντρο Παραδοσιακῶν Ὀρθοδόξων Σπουδῶν Ἔτνας Καλιφορνίας (“Concerning the relics of St. Nisholas Archbishop of Myra”).
Ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ἁγ. Νικολάου στήν ἀνακομιδή τοῦ 1087
Σύμφωνα μέ τίς συναξαριστικές πηγές ὁ ἅγ. Νικόλαος κοιμήθηκε στά Μῦρα τό ἔτος 330. «Ἀμέσως μετά τόν θάνατό του – δέχεται ὁ Ἀπόστ. Τζαφερόπουλος – κτίστηκε κατά τήν ἐπικρατοῦσα τότε συνήθεια γύρω ἀπό τήν σαρκοφάγο του ἕνα Μαρτύριο, δηλαδή ἕνας μικρός ναός τῆς πρωτοχριστιανικῆς περιόδου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ ἀρχικός πυρήνας ὅλων τῶν λοιπῶν οἰκοδομικῶν φάσεων ὡς τίς μέρες μας» (Ἀπ. Μ. Τζαφερόπουλου, «Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Μύρων Λυκίας», ΤΕΡΤΙΟΣ 1990, σελ. 23).
Τό Μαρτύριο διαδέχθηκε στό τέλος τοῦ 5ου αἰ. μία μεγάλη Βασιλική, ἡ ὁποία ὅμως καταστράφηκε ἀπό σεισμό, τό 529. Ἀπό τότε καί μέχρι τίς ἡμέρες μας οἱ ἐργασίες ἀνοικοδομήσεως διαδέχονται τίς καταστροφές. Σήμερα στά Μῦρα (Τουρκιστί Ντεμρέ – Demre), ὑπάρχει ὁ ἀναστηλωμένος μεταξύ τῶν ἐτῶν 1858 – 1868 ἀπό τούς Ρώσους ναός (μία ἑξάκλιτη Βασιλική μέ τροῦλλο, σήμερα μουσεῖο). Ἐκεῖ διασώζεται καί ἡ κενή λάρνακα τοῦ Ἁγίου.
Κατά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση ὁ ἅγ. Νικόλαος ἀναδείχθηκε Μυροβλύτης. Ὁ Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος ἀναφέρει σχετικά τά ἑξῆς, στό Περί Θεμάτων ἔργο του: «Εἶτα (συναντῶμεν) τήν Λυκίων πόλιν, τήν μυρίπνουν τε καί τρισόλβιον. Ἐν ἧπερ ὁ Μέγας Νικόλαος, ὁ τοῦ Θεοῦ θεράπων, ἀναβλύζει τά μῦρα κατά τό τῆς πόλεως ὄνομα».
Τό γεγονός τῆς μυροβλυσίας τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου - ἀναφερόμενο σ’ ὅλες τίς συναξαριστικές πηγές - ὑπῆρξε ἀφορμή συγγραφῆς ἀξιόλογων ἔργων (ὅπως ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Λέοντα Στ’ τόν Σοφό, τόν ἅγ. Ἀνδρέα Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης καί τόν ἅγ. Συμεών τόν Μεταφραστή), ἀλλά καί ἀφορμή περιπετειῶν. Τό 808 λ.χ. ὁ Ἄραβας Χουμίδ, στρατηγός τοῦ Χαλίφη Ἐλ Ρασίντ, ἐνῶ πολιορκοῦσε τήν Ρόδο κατέπλευσε στά Μῦρα, μέ σκοπό νά καταστρέψει τά Λείψανα, ἐξαπατήθηκε ὅμως καί κατέστρεψε ἄλλη λάρνακα! Κατά τόν Χρονογράφο Θεοφάνη, ἡ φοβερή τρικυμία πού συνάντησε κατά τήν ἐπιστροφή καί ἡ καταστροφή τοῦ στόλου του, ἀποδόθηκαν σέ θαῦμα τοῦ ἁγ. Νικολάου.
Ἡ Ἀνακομιδή τοῦ 1087
Τό σημαντικώτερο γεγονός μετά ἀπό αὐτό τῆς μυροβλυσίας τῶν Λειψάνων, εἶναι ἐκεῖνο τῆς Ἀνακομιδῆς τους, τό 1087. Ὁ Μητροπ. Ἠλείας Γερμανός παρατηρεῖ σχετικά, ὅτι «ἡ ἑορτή τῆς Ἀνακομιδῆς ἤ Μετακομιδῆς τῶν ἁγίων Λειψάνων…παρουσιάζει πρόβλημα ὡς πρός τό ποῖον γεγονός ἑορτάζεται» (Μητροπ. Ἠλείας Γερμανοῦ, «Ἡ εἰς τήν Μητρόπολιν Ἠλείας ἑορτή τῆς Ἀνακομιδῆς τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου». Βλ. Συμπόσιον Πνευματικόν ἐπί Χρυσῶ Ἰωβηλαίῳ Ἱερωσύνης τοῦ Μητροπ. Πατρῶν Νικοδήμου», 1989, σελ. 14).
Ἐνδεικτικά τό γεγονός μνημονεύεται ὅπως ἀκολουθεῖ στίς ἐξῆς πηγές:
Μηναῖο μηνός Μαϊου, ἐκδόσεως Ἀποστολικῆς Διακονίας: «Τῃ 20η ἡ ἀνακομιδή καί μετακομιδή τοῦ Λειψάνου…».
Μικρό Εὐχολόγιο ἤ Ἁγιασματάριο, ἐκδόσεως Ἀποστολικῆς Διακονίας: «Ἡ ἀνακομιδή καί μετακομιδή τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου». Ὁμοίως τήν 20η Μαϊου, βλ. Μηνολόγιο, σελ. 436).
Πανάγιο, στό λῆμμα «Νικόλαος Μύρων»: Ἀναφορά 6ης Δεκεμβρίου, 10ης καί 20ης Μαϊου, σελ. 445, 485).
Ὡρολόγιο τό Μέγα, ἐκδόσεως Ἀποστολικῆς Διακονίας: Ἀναφορά ὅπως προηγουμένως.
ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Συναξαριστής…»: «20η Μαϊου, ἡ ἀνακομιδή καί μετακομιδή…».
Βίκτωρος Ματθαίου, «Ὁ Μέγας Συναξαριστής…»: Ἀναφορά ὅπως προηγουμένως.
Πρωτ. Κων. Πλατανίτου, «Ἑορτολόγιον…».
Μνημονεύει τήν 10η Μαϊου «ἀνάμνησιν τῆς εἰς Ρώμην προόδου» καί τήν 20η «ἀνακομιδήν».
Ἀπό τά προηγούμενα προκύπτει, ὅτι τήν 9η, 10η καί 20η Μαϊου τιμᾶται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό γεγονός τῆς Ἀνακομιδῆς ἤ Μετακομιδῆς ἤ Προόδου τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου. Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, ἡ ἀναφορά στό συγκεκριμένο γεγονός καί ἡ ἀναζήτηση τοῦ λόγου τῆς ἡμερολογιακῆς διαφορᾶς στόν ἑορτασμό του.
Τό ἱστορικό τῆς Ἀνακομιδῆς τοῦ 1087
Κατά τόν Μεγάλο Συναξαριστή, «τό ἱερόν Λείψανον τοῦ ἁγίου Ἱεράρχου Νικολάου, ἀνακομισθέν κατά τήν περίοδον τῆς Σταυροφορίας, μετηνέχθη ἐκ Μύρων τῆς Λυκίας εἰς τήν Βάρην (Μπάρι) τῆς Ἰταλίας» (Βίκτωρος Ματθαίου, «Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τ. Μαϊου, σελ. 225).
Ὁ Ἀπ. Τσαφερόπουλος σημειώνει, ὅτι «τό 1087, ἐπί Αὐτοκράτορος Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ (1081 – 1118), ἡ ἐπαρχία τῆς Λυκίας καί ἡ μητρόπολίς της, τά Μῦρα, δεινοπαθοῦσαν ἀπό τούς Ἀγαρηνούς καί τό τίμιο Λείψανο βρίσκεται σέ ἀνασφάλεια. Γι’ αὐτό οἱ μοναχοί πού διακονοῦν στό προσκύνημα τοῦ ἁγ. Νικολάου, συναινοῦν στήν πρόταση «ἐμπόρων» ἀπό τό Μπάρι τῆς Ἰταλίας, πού στήν πραγματικότητα ἦταν κληρικοί, νά πραγματοποιήσουν τήν ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων καί τήν μετακομιδή στήν πατρίδα τους, ὥσπου νά περάσει ὁ κίνδυνος» (Ἀπ. Τζαφερόπουλου αὐτ., σελ. 17 – 18).
Τήν ἄποψη αὐτή, τῆς ἀνακομιδῆς γιά διάσωση, δέχεται καί ὁ καθηγητής Ἀρ. Πανώτης. «Ἀπό τούς τέσσερεις μοναχούς - γράφει – οἱ δύο συνοδεύουν τό λείψανο στή Δύση, ὡς ἐγγυητές τῆς γνησιότητάς του καί τῶν δικαιωμάτων τους ἐπ’ αὐτοῦ, ἐνῶ οἱ δύο ἄλλοι παρέμειναν στόν προσκυνηματικό ναό, ἕως ὅτου οἱ καιροί ἐπιτρέψουν τήν πλήρη ἐπαναλειτουργία του. Τά τραγικά ὅμως γεγονότα πού ἔφθασαν στήν ἀποκορύφωσή τους τό 1090 – 1091, παράτειναν ἐπ’ ἀόριστον τήν παραμονή τῶν Λειψάνων στό Μπάρι» (Ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια», φ. 1. 5. 1987).
Κατά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, «ἔγινε ἡ ἀνακομιδή αὕτη μέ τοιοῦτον τρόπον. Εἰς ἕνα Ἱερέα εὐλαβῆ τῆς ρηθείσης πόλεως ἐφάνη ὁ ἅγ. Νικόλαος καθ’ ὕπνον καί λέγει νά ὑπάγει ὁμοῦ μέ τόν Κλῆρον εἰς τά Μῦρα καί παραλαβών ἀπό ἐκεῖ τό Λείψανόν του νά τό φέρει εἰς τήν Μπάρ» (ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Συναξαριστής τῶν Δώδεκα Μηνῶν τοῦ ἑνιαυτοῦ», τ. 2ος, σελ. 161).
Ὁ ἴδιος ὁ ἅγ. Νικόδημος δικαιολογεῖ τό γεγονός ὡς ἐξῆς: «Εὐδόκησεν ὁ Θεός νά σηκωθῶσιν ἀπό ἐκεῖ τά Ἅγια Λείψανα τοῦ μεγάλου Πατρός ἡμῶν Νικολάου καί νά μεταφερθῶσιν εἰς τήν πολυάνθρωπον πολιτείαν τήν ὀνομαζομένην Μπάρ, ἥτις εὑρίσκεται εἰς τήν Ἰταλίαν, καί διά νά μή μείνωσι τά Λείψανα τοιούτου Ἁγίου ἄτιμα καί ἄδοξα καί διά νά ἀπολαύση καί ἡ Δύσις τά τούτου θαυμάσια, ἥτις ἀκόμη δέν εἶχε πέση εἰς τάς αἱρέσεις καί κακοδοξίας, ἀλλ’ ἦτο Ὀρθόδοξος καί ἡνωμένη μέ τήν Ἀνατολικήν Ἐκκλησίαν».
Ἤδη παρατηρεῖται μία ἱστορική ἀνακρίβεια: Ὁ χρόνος τοῦ γεγονότος, τό 1087, βρίσκεται σαφῶς μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054. Συνεπῶς οἱ Δυτικοί δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι καί ἑνωμένοι μέ τήν Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ νά γίνει δεκτό - ἑπομένως - ὅτι ὁ ἅγ. Νικόλαος ἐμφανίσθηκε στούς ἤδη ἀποκομμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία Παπικούς καί τούς προέτρεψε νά «μετακομίσουν» τά Λείψανά του. Οὔτε ἐπίσης μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτό, ὅτι οἱ ἐμπερίστατοι – τότε – Βυζαντινοί, δέχθηκαν καί παρέδωσαν τά Λείψανα τοῦ κορυφαίου Ἁγίου. Οἱ μοναχοί – φύλακες ἤ ἐξαπατήθηκαν ἤ ἐξανασκάσθηκαν νά προχωρήσουν στήν ἀνακομιδή. Ὑποθέτουμε, ὅτι συνέβησαν καί τά δύο.Ὁ Μουσουλμανικός κίνδυνος καί ἴσως ἤ μή φιλικές διαθέσεις τῶν Βαριανῶν τούς ἀνάγκασαν νά ἐνδώσουν στίς «προτάσεις» καί οἱ πιθανές διαβεβαιώσεις τους γιά τό προσωρινό τῆς μετακομιδῆς, ἴσως τούς ἐμπόδισαν νά διακρίνουν τίς πραγματικές τους προθέσεις.
Ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτική εἶναι ἡ ὁμολογία τῶν ἴδιων τῶν Παπικῶν. Μεταγενέστερα κείμενα ἀντί θείων ὀπτασιῶν καί ἀνακομιδῆς, ἀναφέρονται σέ ληστρική ἐπιδρομή καί κοινή κλοπή. Ἀναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά:
Τό «Δελτίο τοῦ ἁγ. Νικολάου», πού ἐκδίδεται ἀπό τό παράρτημα τῶν Δομινικανῶν τοῦ Μπάρι στήν Ἑλλάδα, γράφει τά ἑξῆς: «Στίς 9 Μαϊου 1087, τρία ἐμπορικά καράβια ἀπό τό Ἰταλικό Μπάρι ἔμπαιναν ξανά στό λιμάνι τους, ὕστερα ἀπό ἕνα ταξείδι στήν Ἀντιόχεια τῆς Κοίλης Συρίας. Ἕνα ἀπό αὐτά ἔφερνε κάποιο «παράξενο φορτίο» πού προκάλεσε τήν συγκίνηση τῆς πόλης πού τό ὑποδέχθηκε μέ ἰδιαίτερο ἐνθουσιασμό καί εἶχε τόν λόγο της. Τό εἶχε παραλάβει ἀπό τά Μῦρα τῆς Μικρασιατικῆς Λυκίας, ὅπου προσέγγισε μαζί μέ τά ἄλλα δύο κατά τήν ἐπιστροφή τους στό Μπάρι. Τό φορτίο αὐτό δέν ἦταν ἄλλο ἀπό τά ἱερά Λείψανα τοῦ ἁγίου Ἐπισκόπου Μύρων Νικολάου τοῦ Θαυματουργοῦ. Τά εἶχαν ἀρπάξει οἱ ναῦτες τους ἀπό τόν τάφο του, σ’ ἕνα ληστρικό τους ἐγχείρημα κατά τῆς Βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου, ὅπου ἀναπαύονταν ἐπί αἰῶνες» (φ. 5, Μαϊου 1989).
Ἀκόμη, οἱ Βενεδικτῖνοι Μοναχοί τοῦ Ἀββαείου τοῦ ἁγ. Αὐγουστίνου στό Ράμσγκεϊτ τῆς Βρεττανίας, βασιζόμενοι στίς ἐγκυρότερες ἁγιολογικές πηγές, δέχονται ὅτι τά Λείψανα «ἐκλάπησαν ἀπό Ἰταλούς ναυτικούς» (“The Book of the Saints”, 1948, σελ. 441).
Ἐκτός ἀπό τά προηγούμενα, τήν ἀρπαγή ἀποδεικνύουν καί κάποια ἄλλα στοιχεῖα. Στό κείμενο τοῦ Μεγ. Συναξαριστοῦ λ. χ. γράφεται, ὅτι οἱ Βαριανοί «ἀκούσαντες ἐκεῖ (στήν Ἀντιόχεια) ἀπό ἄλλους πραγματευτάς Ἑνετούς, ὅτι καί αὐτοί ἔχουν σκοπό νά μεταβούν εἰς τήν Λυκίαν καί δή είς τήν Μυραίων πόλιν, διά νά λάβουν τά ἱερά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου, ἔσπευσαν οὗτοι οἱ Βαριανοί νά προλάβουν» («Ὁ Μέγας Συναξαριστής…» αὐτ., σελ. 505).
Βεβαίως, δέν εὐσταθεῖ κἄν ὑποψία, ὅτι ὁ ἅγ. Νικόλαος ἐμφανίσθηκε καί στούς Ἑνετούς καί τούς προέτρεψε νά λάβουν τά Λείψανά του, ἀλλά μᾶλλον ἐπρόκειτο περί «ἀγῶνος δρόμου» μέ ἔπαθλο τά ἱερά Λείψανα, μεταξύ Ἑνετῶν, Βαριανῶν καί πιθανῶς καί ἄλλων Δυτικῶν.
Ἀκόμη, κραυγαλέα λεπτομέρεια πού ἐποιβεβαιώνει τήν ἀρπαγή εἶναι ἡ ἴδια ἡ λάρνακα τοῦ Ἁγίου. «Ἡ κενή σαρκοφάγος τοῦ Ἁγίου – γράφει ὁ Ἀπ. Τζαφερόπουλος - ἔχει ἕνα ἀρκετά μεγάλο, βίαιο ἄνοιγμα, σέ μία ἀπό τίς ἐπιμήκεις πλευρές…Ὁ κενός τάφος τοῦ ἁγ. Νικολάου, βρίσκεται παραβιασμένος ἐντός τοῦ ναοῦ του, στά Μῦρα τῆς Λυκίας» (Ἀπ. Τζαφερόπουλου αὐτ., σελ. 19 – 200.
«Ἡ σπουδή τῶν ναυτικῶν – γράφουν οἱ Δομηνικανοί στό «Δελτίο…» - δέν εὐνόησε, ὅπως ἦταν φυσικό, τήν περισυλλογή τῶν Λειψάνων στό ἀκέραιο. Ἡ παρατήρηση αὐτή μπορεῖ νά ἐξηγήσει πῶς βρίσκονται σήμερα στό μουσεῖο τῆς Ἀττάλειας δύο ὀστᾶ τοῦ ἁγ. Νικολάου» («Δελτίον…», σελ. 9). Τά ὀστᾶ αὐτά εἶναι κατά τόν Τζαφερόπουλο, «κάποια ὑπολείμματα πού στή βιασύνη τους προφανῶς οἱ μοναχοί δέν πρόλαβαν νά περιμαζέψουν κι ἔτσι παρέμειναν στή σαρκοφάγο, γιά νά καταλήξουν μέ τόν καρό ἀξιοθέατο μουσειακό ὑλικό» (Ἀπ. Τζαφερόπουλου αὐτ., σελ. 19 – 20).
Μετά τά προηγούμενα, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν ἐπαρκέστατα τό γεγονός τῆς ἀρπαγῆς τῶν Λειψάνων, τίθεται εὔλογα τό ἐρώτημα, γιατί ἀναφέρεται σέ ὀπτασία καί «εὐδοκία Θεοῦ» ὁ ἅγ. Νικόδημος. Ἡ ἀπάντηση ὑπάρχει στό κείμενο τοῦ ἰδίου τοῦ Ὁσίου. «Σημειοῦμεν – γράφει - ὅτι τό συναξάριον τοῦτο μετεφράσθη ἐκ τοῦ Σλαβονικοῦ» («Ὁ Μέγας Συναξαριστής…» αὐτ., σελ. 504).
Ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι τό Σλαβονικό συναξάριο πού μετέφρασε ὁ Ἱερός Νικόδημος, εἶναι μετάφραση ἀντίστοιχου Λατινικοῦ (μέ δεδομένη τήν πώληση μέρους τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου ἀπό τούς Λατίνους στούς Ὀρθόδοξους Ρώσους καί Ρουμάνους) καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς περιέχει τήν προσπάθεια τῶν Λατίνων νά ἐξωραϊσουν τήν ἀρπαγή καί νά τήν ἐμφανίσουν σάν θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἁγ. Νικολάου.
Ὁ ἑορτασμός τῆς Ἀνακομιδῆς τοῦ 1087
Μετά τά προηγούμενα τίθεται τό ἐρώτημα: Τόν Μάϊο (τήν 9η, 10η καί 20η), ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ μία ἀρπαγή; Εἶναι ἀφορμή ἑορτῆς ἡ ἀρπαγή τῶν Λειψάνων κορυφαίου καί οἰκουμενικά γνωστοῦ καί τιμωμένου Ἁγίου;
Ἔχουμε τήν γνώμη, ὅτι ἡ Ἐκκλησία στήν περίπτωση αὐτή πράγματι τιμᾶ τήν μία καί μοναδική ἀνακομιδή τῶν Λειψάνων τοῦ μεγάλου Ἁγίου Της, ἀνεξαρτήτως τῶν συνθηκῶν κάτω ἀπό τίς ὁποίες ἔγινε. Στήν ὅλη προβληματική τοῦ ζητήματος πρέπει νά ἐντάξουμε ἐπίσης καί κάποιες ἄλλες παραμέτρους, ὅπως:
Ὁ ἑορτασμός τῆς ἀνακομιδῆς εἶχε ἀρχικά τοπικό χαρακτῆρα (στίς παράκτιες περιοχές τῆς νότιας καί δυτικῆς Πελοποννήσου, τά Ἑπτάνησα καί ὅπου γενικά προσέγγισε τό πλοῖο πού μετέφερε τά Λείψανα).
Οἱ Βαριανοί ἐμφανίσθηκαν σάν σωτῆρες τῶν Λειψάνων ἀπό τήν καταστροφική μανία τῶν Μωαμεθανῶν. Σέ ἄλλη περίπτωση δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ ἡ δημόσια ἔκθεση τῶν Λειψάνων (ὅπως λ. χ. στήν Κέρκυρα, ὅπου «προσεκυνήθησαν ὑφ’ ὅλου τοῦ εὐσεβοῦς Κλήρου καί τοῦ λαοῦ»). Αὐτό, βεβαίως, πρέπει νά ἔγινε προηγουμένως καί σέ ἄλλες παράλιες πόλεις τῆς Πελοποννήσου καί τῶν Ἑπτανήσων.
Ὁ Μητροπ. Ζακύνθου Παντελεήμων παρατηρεῖ σχετικά, ὅτι «ἡ Ἀνακομιδή ἤ Μετακομιδή τοῦ 1087 ἑορτάζεται καί σάν Πάροδος ἤ Διέλευσις τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου, τήν 9η Μαϊου στήν Ἀρκαδία καί ἄλλες περιοχές τῆς Πελοποννήσου, τήν 10η στή Ζάκυνθο καί τήν Κεφαλληνία, Ἠλεία καί Ἀχαϊα καί τήν 20η στήν Ἤπειρο, Εὐρυτανία καί Κέρκυρα» («Ἀκολουθία εἰς τήν Πάροδον…», ἔκδοσις Ἱ. Μητροπ. Ζακύνθου, 1980. Βλ. προλεγόμενα Μητροπ. Ζακύνθου Παντελεήμονος).
Ὁ Μητροπ. Ἠλείας Γερμανός δέχεται, ὅτι «ἡ ἑρτή αὕτη ἑορτάζεται εἰς τήν Ἠλείαν τήν 10ην Μαϊου (μία περίπτωσις), τήν 9ην Μαϊου (πέντε περιπτώσεις) καί τήν 8ην Μαϊου (μία περίπτωσις). Εἰδικώτερα διαπιστοῦται, ὅτι ὁ ἅγ. Νικόλαος Μύρων ἑορτάζεται τήν 9ην Μαϊου εἰς νοτιο-δυτικήν Ἠλείαν, τήν γειτνιάζουσαν – δηλαδή - πρός τήν Μεσσηνίαν καί τήν Ἀρκαδίαν), ἐνῶ τήν 10ην εἰς τήν βόρειο-δυτικήν τοιαύτην (περιοχή Ἀμαλιάδος καί ἁγ. Νικολάου Σπάτα), τήν εὑρισκομένην δηλαδή ἔναντι τῶν νήσων Ζακύνθου καί Κεφαλληνίας. Ἔτσι θεμελιώνεται καί ἡ διαφορετική παράδοσις τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τῆς ἑορτῆς. Ὅτι, δηλαδή, ἡ ἡμερομηνία τοῦ ἑορτασμοῦ τοπικῶς συσχετίζεται μέ τόν χρόνο διελεύσεως ἤ προσεγγίσεως τοῦ φέροντος τό Ἱερόν Λείψανον πλοίου, ἐκ τῶν ἀκτῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν» (Μητροπ. Ἠλείας Γερμανοῦ αὐτ., σελ. 216).
Τό αὐτό δέχεται καί ὁ Μητροπ. Ζακύνθου Παντελεήμων. «Ἡ ἀνάμνησις – γράφει – τῆς Παρόδου τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ἁγ. Νικολάου ἑορτάζεται κατά περιοχάς εἰς διαφορετικάς ἡμέρας τοῦ μηνός Μαϊου, ἡ τοιαύτη δέ διαφορά - κατά παράδοσιν εὐσεβῆ - συσχετίζεται μέ τόν χρόνον προσεγγίσεως τοῦ φέροντος τό Ἱερόν Λείψανον πλοίου εἰς τούς διαφόρους τόπους» («Ἀκολουθία εἰς τήν Πάροδον…», σελ. 8).
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή σημειώνεται, ὅτι ἡ παρατήρηση τοῦ Μητροπ. Ἠλείας, ὅτι «εἰς τήν Ἠλείαν δέν τιμᾶται ἡ κυρίως ἑορτή τῆς Ἀνακομιδῆς ἤ Μετακομιδῆς τῶν τιμίων Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου, ἀλλά ἡ Πρόοδος αὐτῶν ἐκ τῶν Μύρων τῆς Λυκίας εἰς τό Μπάρι τῆς Ἰταλίας» («Ἀκολουθία εἰς τήν Πάροδον…», σελ. 9), μᾶλλον ἰσχύει καί γιά τίς λοιπές περιοχές τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος.
Μέ δεδομένο, ὅτι ἡ ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ σχετίζεται μέ τήν ἀντίστοιχη διεύλευση τοῦ πλοίου, ἡ μελέτη τῆς τοπικῆς πρός τόν ἅγ. Νικόλαο τιμῆς μπορεῖ νά ὁδηγήσει μᾶλλον ἀσφαλῶς στό ἄν διῆλθε ἤ ὄχι τό πλοῖο ἀπό κάποιες συγκεκριμένες περιοχές. Λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψη τίς ἐπιχειρησιακές δυνατότητες τῶν πλοίων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (11ος αἰ.) ὑποθέτουμε, ὅτι ἐκεῖνο πού μετέφερε τά Λείψανα πρέπει νά ἀκολούθησε τήν διαδρομή Μῦρα – Ρόδος – βόρεια Κρήτη – νότια καί δυτική Πελοπόννησος - Ἑπτάνησα – Μπάρι. Σ’ αὐτό ὁδηγούμεθα ἀπό τόν ἀριθμό τῶν πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Νικολάου ἐνοριακῶν ναῶν στίς περιοχές αὐτές (κύριο βοήθημα τά ἐτήσια Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος):
Ρόδος. ὑπάρχουν 5 ναοί, ἐπί συνόλου 74).
Βόρεια Κρήτη. Ὑπάρχει πιθανότητα προσέγγισις τοῦ πλοίου στό Χάνδακα - Ἡράκλειο (13 ναοί ἐπί συνόλου 193) καί στά Χανιά (8 ἐπί 102), ἐνῶ ἡ διαδρομή Κάρπαθος – νότια Κρήτη πρέπει μᾶλλον νά ἀποκλεισθεῖ (Κάρπαθος 0 πρός 20, νότια Κρήτη γενικά 13 ἐπί 345).
Πελοπόννησος. Ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα προσεγγίσεως στά Λακωνικά παράλια (13 ναοί ἐπί 141 στή Μητρόπολη Σπάρτης, 7 ἐπί 101 στή Μητρόπολη Γυθείου). Πιθανή εἶναι ἐπίσης ἡ προσέγγιση στά νότια καί δυτικά παράλια τῆς Μεσσηνίας (16 ναοί ἐπί 222 στή Μητρόπολη Μεσσηνίας, 17 ἐπί 151 στή Μητρόπολη Τριφυλλίας).
Βέβαιη εἶναι ἡ προσέγγιση στά παράλια τῆς Ἠλείας (37 ναοί ἐπί 215 καί ἀκόμη 26 παρεκκλήσια, συνολικά 63.
Βλ. Μητροπ. Ἠλείας Γερμανοῦ, «Τά Ναϊκά τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἠλείας καί Ὠλένης», στά Πρακτικά τοῦ Β’ Τοπικοῦ Συνεδρίου Ἠλειακῶν Σπουδῶν, 1989).
Παρά τό γεγονός, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ ἁγ. Νικολάου εἶναι εὑρύτατα διαδεδομένη στήν Ἀχαϊα (14 ναοί ἐπί 170 στή Μητρόπολη Πατρῶν, 16 ἐπί 144 στή Μητρόπολη Καλαβρύτων), ὅπως καί στήν Αἰτωλοακαρνανία (30 ναοί ἐπί 208), εἶναι πιθανό ἡ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος νά μεταφέρθηκε ἀπό τήν Ἠλεία καί τήν Ζάκυνθο, παρά τό πλοῖο νά προσέγγισε στίς περιοχές αὐτές.
Ἑπτάνησα. Τό πλοῖο προσέγγισε στή Ζάκυνθο (12 ναοί ἐπί 60), πιθανῶς καί στήν Κεφαλληνία (18 ναοί ἐπί 87) καί βεβαίως στήν Κέρκυρα (25 ναοί ἐπί 171 κ. ἄ. Μαρτυρίες). Ἡ μεγάλη διάδοση τῆς ἀναμνήσεως τοῦ γεγονότος στήν Ἥπειρο (λ.χ. 17 ναοί ἐπί 102 στή Μητρόπολη Ἄρτας), θά πρέπει μᾶλλον νά μεταδοθεῖ σέ μεταφορά ἀπό τά Ἑπτάνησα.
Ὑμνογραφικά τῆς Ἀνακομιδῆς, Μετακομιδῆς ἤ Παρόδου
Πρός τιμήν τῆς Ἀνακομιδῆς ἤ Μετακομιδῆς ἤ Προόδου τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου ὑπάρχουν οἱ ἑξῆς Ἀκολουθίες:
1. «Διδασκάλου τινός», ψαλλομένη τήν 20η Μαϊου. Κατά τόν ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, «ὁ βουλόμενος ἑορτάζειν τόν Ἅγιον, ζητησάτω ταύτην ἥτις εὑρίσκεται ἔν τινι κελλίῳ τοῦ ἁγ. Νικολάου, ἐπικαλουμένῳ τῶν Μπαρμπεράδων, πλησίον τῶν Καρυῶν».
Ὁ Μητροπ. Ἠλείας Γερμανός παρατηρεῖ, ὅτι ἡ Ἀκολουθία αὐτή «εἶναι χειρόγραφος ἐξ 67 σελίδων καί κατά βάσιν εἶναι ἡ αὐτή Ἀκολουθία τῆς 9ης Μαϊου τοῦ Λειμωναρίου καί ὑπό Πρωτοπρεσβυτέρου Μάρκου Ἀρμακόλα ἀνατυπωθεῖσα, δαπάνῃ τοῦ Ἱ. Ν. Εὐαγγ. Λουκᾶ Ὀρχομενοῦ Βοιωτίας (1955)» (Μητροπ. Ἠλείας Γερμανοῦ, «Ἡ εἰς τήν Μητρόπολιν…», σελ. 215).
Τό ἀναφερόμενο Λειμωνάριο εἶναι ἐκεῖνο τοῦ ἁγ. Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, τό ὁποῖο ἐκδόθηκε στή Σῦρο τό 1855. Ἀκόμη εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ τρίτος στῖχος τοῦ μετά τό Συναξάριο τριστίχου λέγει, «Νικόλαος ἑνάτη εἰσήλθεν ἄστυ Πάροιο», ἐνῶ κατά τόν ἅγ. Νικόδημο ἡ Ἀκολουθία ψάλλεται τήν 20η Μαϊου!
2. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ἐκδόθηκε στήν Κεφαλληνία τό 1851. Ἄγνωστο πῶς ὁ Μέγας Συναξαριστής τήν ταυτίζει μέ ἐκείνη τοῦ Κελλίου τῶν Μπαρμπεράδων.
3. Ἱερέως Ἰωάννου Ἰωαννούλη, ψαλλομένη τήν 10η Μαϊου. Ἐκδόθηκε στή Βεμετία τό 1797 καί ἐπανεκδόθηκε ἀπό τήν Ἱ. Μητρόπολη Ζακύνθου τό 1980. Ὁ Μητροπ. Ἠλείας Γερμανός σημειώνει, ὅτι «ἡ Ἀκολουθία αὕτη ψάλλεται ἀπαραλάκτως εἰς τήν Ἱ. Μονήν ἁγ. Νικολάου Φραγκοπηδήματος, ἐκ καλλιγράφου χειρογράφου, ἀντιγραφεῖσα ἐν Ἱ. Μ. Σκαφιδιᾶς, παρά τοῦ ἐκ Ζατούνης Ἀρκαδίας Ἱερομονάχου Γρηγορίου Πετροπούλου, τήν 3η Ἰουλίου 1833» (Μητροπ. Ἠλείας Γερμανοῦ, «Ἡ εἰς τήν Μητρόπολιν…», σελ. 215).
4. Ἀνωνύμου. Σώζεται χειρόγραφη στόν Κώδικα τῆς Σκήτης τῶν Καυσοκαλυβίων Ἁγίου Ὄρους.
5. «Στεφάνου τινός». Σώζεται στόν Κώδικα Β 6 IV τῆς Μονῆς Κρυπτοφέρης Ρώμης.
6. Βίκτωρος Κλαπατζαρᾶ, Ἱεροκήρυκος. Ἐκδόθηκε στή Βενετία τό 1719.
7. Ἀλεξάνδρου Κωνσταντίνου, τοῦ Πελοποννησίου. Ἐκδόθηκε στήν Τρίπολη τό 1851. Ἀποτελεῖ διόρθωση καί συμπλήρωση παλαιότερης τῆς Μονῆς ἁγ. Νικολάου Καλτεζῶν Ἀρκαδίας.
8. Ἀριστείδη Σωτ. Καρβέλα. Ἐκδόθηκε ἀπό τό Ησυχαστήριο ἁγ. Φανουρίου Κανδηλίου Μεγάρων, τό 1988.
Ἀπό τήν Ἀνακομιδή τοῦ 1087 στήν Ἀνακομιδή τοῦ 1953
Σύμφωνα μέ ὅλες τίς πηγές τό Μπάρι ὑποδέχθηκε τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα καί ἐπισημότητα, μᾶλλον τήν 20η Μαϊου τοῦ 1087. Τά Λείψανα ἀρχικά κατατέθηκαν στό Ναό τοῦ ἁγ. Ἰωάννη καί μετά τριετία, τό 1090, ὁ Πάπας Οὐρβανός Β’ τά κατέθεσε πανηγυρικά κάτω ἀπό τήν μαρμάρινη Τράπεζα τῆς Βασιλικῆς πού κτίσθηκε πρός τιμήν του (βλ. γενικά G. Gioffari, “Storia de la Basilica di S. Nicola di Bari”, 1984).
Γιά τήν ἱστορική συνέχεια ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σημειώνει, ὅτι «τό ἱερόν Λείψανον τοῦ ἁγ. Νικολάου δέν εὑρίσκεται εἰς τήν πόλιν Μπάρι, καθώς πληροφορούμεθα παρά τῶν ἐκεῖσε ἀπελθόντων» («Ὁ Μέγας Συναξαριστής…» αὐτ., σελ. 509). Δέν εἶναι γνωστό πῶς ὁ Ὅσιος κατέλειξε στό συμπέρασμα αὐτό. Μία σχετική πληροφορία τῶν χειρογράφων τοῦ Β. Δ. Ζώτου – Μολοσσοῦ γράφει, ὅτι «ἐπειδή λειτοργοῦντος τοῦ Λατίνου δέν ἐθαυματουργοῦσε ὁ Ἅγιος, ὁ Πάπας ἐπώλησε τήν μέν δεξιάν αὐτοῦ εἰς τόν Ἡγεμόνα τῆς Βλαχίας Γκίκαν, ἀντί 3.000 φλωρίων, τό δέ σῶμα αὐτοῦ εἰς τούς Ρώσους, ἀντί 10.000 φλωρίων»! («Ὁ Μέγας Συναξαριστής…» αὐτ., σελ. 506).
Πράγματι ἡ δεξιά παλάμη τοῦ ἁγ. Νικολάου βρίσκεται στή Ρουμανία, στόν Ἱ. Ν. ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου Βουκουρεστίου (ὅπου ὁ γράφων εἶχε τήν ἰδιαίτερη εὐλογία καί τιμή νά τήν προσκυνήσει, τόν Νοέμβριο τοῦ 2000), γιά τήν Ρωσία ὅμως ἡ πληροφορία τοῦ Ζώτου – Μολοσσοῦ εἶναι μᾶλλον ἀνακριβῆς. Παρά τήν μεγάλη διάδοση τῆς μνήμης τοῦ ἁγ. Νικολάου στή Ρωσία, δέν ὑπάρχουν πληροφορίες γιά τήν παρουσία Λειψάνων του στή μεγάλη αὐτή κατά παράδοσιν Ὀρθόδοξη χώρα. Ἐάν ἐπρόκειτο γιά ἄλλο ἅγιο, θά ἔπρεπε νά τηρηθοῦν ἴσως κάποιες ἐπιφυλάξεις, ὁ ἅγ. Νικόλαος ὅμως εἶναι ὁ προστάτης Ἅγιος τῆς Ρωσικῆς γῆς καί ἡ διάδοση τῆς μνήμης του ἐξαιρετικά ἐκτεταμένη. Γιά τούς Ρώσους ὁ ἅγ. Νικόλαος εἶναι ὁ Φωτιστής. Ἔχει ἀντικαταστήσει τόν Τίμιο Πρόδρομο στήν παράσταση τῆς Μεγάλης Δεήσεως. Στή Ρωσία δέν ὑπάρχει πόλη χωρίς ναό πρός τιμήν του καί μεγάλη μονή χωρίς παρεκκλήσιο ἀφιερωμένο στή μνήμη του. Μία ἀπό τίς μεγάλες πύλες τοῦ Κρεμλίνου τῆς Μόσχας φέρει τό ὄνομά του. Θεωρεῖται προστάτης τῶν πτωχῶν, ἀλλά καί τῶν ἐμπόρων (γι’ αὐτό καί οἱ ναοί του κτίζονται συνήθως στίς ἀγορές τῶν πόλεων).
Ὑπάρχουν τεκμηριωμένες πληροφορίες καί ἱστορικές μαρτυρίες γιά πολλές θαυματουργές εἰκόνες τοῦ ἁγ. Νικολάου (ὅπως ἐκείνης τοῦ Ζαράϊσκ, τήν ὁποία μετέφερε ἀπό τήν ΚΠολη στό Ριαζάν τό 1225 ἡ Βυζαντινή Πριγκίπισσα Εὐπραξία, σύζυγος τοῦ Ἡγεμόνος Θεοδώρου). Τό ὄνομα τοῦ ἁγ. Νικολάου ἔφεραν δέκα Ἅγιοι τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας καί πολλοί Ἡγεμόνες (μεταξύ αὐτῶν καί ὁ τελευταῖος Τσάρος Νικόλαος Β’, ὁ Νεομάρτυρας).
Ἡ τέτοιου μεγέθους διάδοση τῆς μνήμης τοῦ ἁγ. Νικολάου στή Ρωσία ἴσως ὀφείλεται στό γεγονός, ὅτι Νικόλαος ὀνομάσθηκε ὁ πρῶτος Χριστιανός Ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου, ὁ Ἄσκολντ, ὅταν βαπτίσθηκε ἀπό τόν Μεγάλο Φώτιο, τό 866. Μάλιστα ἡ ἁγ. Ἰσαπόστολος Ὄλγα (945 – 962), ἔκτισε τόν τόν πρῶτο ναό πρός τιμήν τοῦ ἁγ. Νικολάου πάνω στόν τάφο τοῦ Ἄσκολντ. Ἐάν, λοιπόν, ὑπῆρχαν στή Ρωσία τά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου, αὐτό θά ἦταν ἀσφαλῶς εὑρύτατα γνωστό. Ἀντίθετα εἶναι γνωστό, ὅτι μικρά ἀποτμήματα αὐτῶν φυλάσσονται στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Σωτῆρος Μόσχας, στόν ὁμώνυμο Ναό Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νέβσκι, ἐπίσης στήν Ἁγία Πετρούπολη.
Γιά τήν κάλυψη τοῦ θέματος τῆς διασπορᾶς τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου ἀναφέρουμε, ὅτι σήμερα Λείψανα τοῦ Ἁγίου φυλάσσονται:
· Ἡ δεξιά στόν Ἱ. Ναό ἁγ. Γεωργίου τοῦ Νέου Βουκουρεστίου.
· Ὁ ἀριστερός βραχίονας στόν ὁμώνυμο Ρωμαιοκαθολικό Ναό τοῦ Ρίμινι Ἰταλίας.
· Ἀπότμημα τοῦ ἀριστεροῦ βραχίονος στό Μητροπολιτικό Ναό Βόλου.
· Μέρος τῶν Λειψάνων στήν ὁμώνυμη Ρωμαιοκαθολική Βασιλική τοῦ Μπάρι Ἰταλίας.
· Μέρος τῶν Λειψάνων στό Μουσεῖο τῆς Ἀττάλειας.
· Ἀποτμήματα στίς Μονές Ἁγ. Νικολάου Ἄνω Βάθειας Εὐβοίας καί Φανερωμένης Σαλαμίνος, στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ Σωτῆρος Μόσχας, στόν ὁμώνυμο Ναό Ἁγίας Πετρουπόλεως καί στή Λαύρα ἁγ. Ἀλεξάνδρου Νιέβσκι Ἁγίας Πετρουπόλεως.
· Ἕνας τῶν ὁδόντων στή Μονή Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Κρίνουμε χρήσιμη τήν μεταφορά ἐδῶ τῆς πληροφορίας, ὅτι στή Μονή ἁγ. Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου Λυκοβρύσεως Ἀττικῆς, φυλάσσεται ἡ δεξιά τοῦ ἁγ. Νικολάου, χωρίς ἄλλες μαρτυρίες σχετικά μέ τόν χρόνο καί τόν τρόπο ἀποκτήσεώς της (Ἀρχιμ. Καλλιοπίου Γιαννακουλοπούλου, «Ὁδηγός Ἱερῶν Μονῶν καί Ἡσυχαστηρίων τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος», 1978, σελ. 28).
Σημειώνουμε ἀκόμη, ὅτι στό Ἅγιο Ὄρος δέν μνημονεύεται ὕπαρξη Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου. Ἀκόμη καί ἡ πρός τιμή του Μονή Σταυρονικήτα, «κέκτηται – κατά τόν μ. Ἀνδρέα Σιμωνοπετρίτη - μῦρο τοῦ ἁγ. Νικολάου» καί τίποτα περισσότερο (μ. Ἀνδρέου Σιμωνοπετρίτου, «Τό Ἅγιον Ὄρος – Προπύργιον Ὀρθοδοξίας καί Ἔθνους», 1977, σελ. 132).
Ἡ Ἀνακομιδή τοῦ 1953, Ἐπιβεβαίωση τῆς μυροβλυσίας τῶν Ἱερῶν Λειψάνων
Ὁ τάφος τοῦ ἁγ. Νικολάου στή Βασιλική τοῦ Μπάρι ἀνοίχθηκε ἀναγκαστικά τό 1953, κατά τήν διάρκεια ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν στό ναό, τήν νύκτα τῆς 5ης πρός 6η Μαϊου (ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἀρχιεπισκοπή τοῦ Μπάρι δέν ἔχουν δοθεῖ κάποιες ἐξηγήσεις γιά τόν λόγο πού ἡ ἀνακομιδή ἔγινε νύκτα. Γιά τόν σκοπό αὐτό εἶχε συγκροτηθεῖ ἀπό τόν Πάπα ἐπιτροπή, μέ πρόεδρο τόν τότε Ρωμαιοκαθολικό Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Μπάρι Enrico Nicodemo, γιά τήν κανονική ἀναγνώριση τῶν λειψάνων τοῦ τάφου. Παράλληλα ὁ ἀναγνωριστικός ἔλεγχος καί ἡ καταμέτρηση τῶν ὀστῶν ἀνατέθηκε στόν Καθηγητή τῆς Ἀνατομίας στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μπάρι Luigi Martino καί στό βοηθό του Γιατρό Alfredo Ruggiery.
Τά ἱερά Λείψανα τοῦ μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας βρέθηκαν μέσα σέ μονολιθική λάρνακα ἀπό σκληρή πέτρα. Ἀπό τήν ἐποχή τῆς καταθέσεως (τό 1090), ἡ λάρνακα εἶχε καλυφθεῖ μέ τρεῖς ἀλεπάλληλες λίθινες πλάκες.
Τά Λείψανα μέσα στή λάρνακα ἔπλεαν σέ ἕνα διαυγές, ἄχρωμο καί ἄοσμο ὑγρό, τό ὁποῖο εἶχε βάθος τρία περίπου ἑκατοστά! Ἡ ἐξέταση τοῦ ὑγροῦ αὐτοῦ ἀπό τά Ἰνστιτοῦτα Χημείας καί Ὑγιεινῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μπάρι ἀπέδειξε, ὅτι ἐπρόκειτο γιά καθαρό νερό, ἐλεύθερο ἀπό ἅλατα καί στεῖρο ἀπό μικροοργανισμούς!!! Ἡ ἔρευνα ἀπέδειξε ἀκόμη, ὅτι τό ὑγρό προήρχετο ἀπό τίς μυελοκυψέλες τῶν σπογγωδῶν ὀστῶν!!!
Οἱ διαπιστώσεις αὐτές ἀποτελοῦν τήν ἐπιστημονική ἐπιβεβαίωση τῆς μυροβλυσίας τῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου. Τό γεγονός αὐτό δέν ἔγινε βεβαίως γνωστό στούς Δυτικούς τό 1953. Λατινικά κείμενα τοῦ 11ου καί 12ου αἰ. μαρτυροῦν ὅτι οἱ Βαριανοί ναῦτες, ὅταν παραβίασαν τήν λάρνακα τοῦ Ἁγίου στά Μῦρα, βρῆκαν τά Ἱερά Λείψανα μέσα σέ «θεῖο μῦρο ἤ ὑγρό» (sanctus liquor – oleum). Ἀκόμη, ἡ συνέχεια καί στό Μπάρι τοῦ ἐξαισίου αὐτοῦ θαύματος, ἀποδεικνύεται ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό τήν κοινή παράδοση τῶν Παπικῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπό τήν ὕπαρξη τεσσάρων ὀπῶν (στή λάρνακα καί τίς τρεῖς πλάκες πού τήν κάλυπταν), ἀπ’ ὅπου μέ τήν βοήθεια ράβδου καί βάμβακος ἤ ὑφάσματος, ἦταν δυνατή ἡ ἐξαγωγή τοῦ μύρου, τό ὁποῖο ἀπ’ ἀρχῆς καί μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «Μάννα – Manna».
Μετά τήν ἱστορικά δεύτερη αὐτή ἀνακομιδή, ἐξέταση καί ἀναγνώριση, τά Ἱερά Λείψανα τοῦ ἁγ. Νικολάου τοποθετήθηκαν σέ γυάλινη θήκη καί ἐκτέθηκαν σέ προσκύνηση.
Ἡ ἀνατομική καί ἀνθρωπομετρική ἐξέταση τοῦ 1957
Ἡ γυάλινη θήκη τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου ἄνοιξε τό βράδυ τῆς 7ης πρός 8η Μαίου 1957, μέ σκοπό νέα ἀναγνώριση, καταμέτρηση τῶν ὀστῶν καί ἀνατομική καί ἀνθρωπολογική τους μελέτη, πρίν τήν ὁριστική τους κατάθεση στήν ἀρχική λάρνακα, κάτω ἀπό τήν Τράπεζα τῆς Βασιλικῆς, μετά τό πέρας τῶν ἀναστηλωτικῶν ἐργασιῶν. Στήν ἰατρική ὁμάδα τήν φορά αὐτή συμμετεῖχε - ἐκτός τοῦ Καθηγητοῦ Martino καί τοῦ βοηθοῦ του Ruggiery – καί ὁ Γιατρός Venezia Luigi. Τά τελικά ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων - ἀναγνωρίσεων τοῦ 1953 καί τοῦ 1957 εἶναι τά ἀκόλουθα:
Στή λάρνακα τοῦ Ἁγίου βρέθηκαν ἡ Κάρα, σπόνδυλοι, λίγα τεμάχια πλευρικῶν ὀστέων καί ὠμοπλάτης, μεγάλα τμήματα τῶν ἀντιβραχιωνίων καί ἑνός βραχίονος, πολλά ὀστάρια τῶν καρπῶν, τῶν μετακαπρίων καί τῶν φαλάγγων, ἑνός λαγονίου, τῶν μηριαίων, τῶν ἐπιγονατίδων καί τῶν περονῶν καί τμήματα τῶν ὀστῶν τῶν κνημῶν, τῶν ταρσῶν, τῶν μεταταρσίων καί τῶν φαλάγγων. Ἄν καί ὑπῆρχαν καί θρυμματισμένα ὀστᾶ, συγκεντρωμένα σέ δύο ἀργυρά κύπελλα, εὔκολα γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι πολλά ὀστᾶ ἔλειπαν.
Οἱ Δομηνικανοί τοῦ Μπάρι δέχονται, ὅτι «ἡ ἐμφάνιση αὐτή τῶν ὀστῶν τοῦ Ἁγίου (ἄλλα νά λείπουν, ἄλλα νά εἶναι κατασπασμένα καί ἄλλα θρυμματισμένα), σχετίζεται ὄχι μόνο μέ τόν χρόνο πού πέρασε ἀπό πάνω τους, ἀλλά πιο πολύ μέ τήν μεγάλη περιπέτεια τῆς ἀρπαγῆς καί μεταφορᾶς τους στό Μπάρι» («Δελτίο…», σελ. 8).
Δέχονται ἀκόμη, ὅτι «ἡ σπουδή τῶν ναυτικῶν καί ἡ ὑπερκάλυψή τους ἀπό τό μῦρο μέσα στόν ἀρχικό τάφο τους, δέν εὐνοοῦσαν - ὅπως εἶναι φυσικό – τήν περισυλλογή τους στό ἀκέραιο, πέρα ἀπό τό ἐνδεχόμενο τῆς ὑπεξαίρεσης ἤ μή κάποιων ἀπό αὐτά κατά τήν μεταφορά τους καί πρίν τήν ὁριστική τους τοποθέτηση στή λάρνακα τῆς Βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου στό Μπάρι» («Δελτίο…» σελ. 9).
Τά ἀποτελέσματα τῆς ἀνθρωπολογικῆς ἐξετάσεως τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγ. Νικολάου - ἀπό τήν ὑπό τόν Καθηγητή Martino ἐπιτροπή – ὑπῆρξαν ἐντυπωσιακά. «Ὅλα τά ὀστᾶ - γράφεται στό σχετικό Πόρισμα - ἀνῆκαν σέ ἕνα καί τό αὐτό ἄτομο, σέ ἄνδρα πού ἀνῆκε στή λευκή Ἰνδοευρωπαϊκή φυλή, εἶχε ὕψος περίπου 1,67 μ., τρέφοταν κυρίως μέ φυτικά προϊόντα καί ἀπεβίωσε σέ ἡλικία μεγαλύτερη τῶν 70 ἐτῶν…
Ἡ κατάσταση ὁρισμένων ὀστῶν ἔδειξε ἀκόμη, ὅτι τό ἄτομο στό ὁποῖο ἀνῆκαν, πρέπει νά εἶχε ὑποφέρει πολύ κάτω ἀπό ἰδιαίτερα δυσμενεῖς συνθῆκες διαβίωσης. Ἡ ἀγκυλωτική σπονδυλοαθρίτιδα καί ἡ διάχυτη ἐνδοκρανιακή ὑπερόστωση πού ἐπισημάνθηκαν στά ἀνάλογα ὀστᾶ, πρέπει νά κληρονομήθηκαν ἀπό κάποια ὑγρή φυλακή, ὅπου πέρασε ἀρκετά χρόνια τῆς ζωῆς του καί μάλιστα σέ προχωρημένη ἡλικία».
Ἡ ἰχνογραφική ἀνάπλαση τοῦ προσώπου ἀπό τόν ἴδιο Καθηγητή, μέ τήν μέθοδο τῆς ὑπερσκελετικῆς ἀναπλάσεως τῶν μαλακῶν μερῶν τῆς κεφαλῆς, ἀπέδωσε ἐπίσης θεαματικά ἀποτελέσματα. «Ἡ ἀναπλασμένη μέ αὐτό τόν τρόπο μορφή – γράφουν οἱ Δομηνικανοί – δείχνει ἕνα πρόσωπο ἀσκητικό, εὐγενικό, μέ ἁρμονικές ἀναλογίες, μέ ψηλό καί πλατύ μέτωπο, μέ μεγάλα μάτια - ἐλαφρά βαθουλωτά – γλυκά μαζί καί αὐστηρά, μάτια ἀνθρώπου σκεπτικοῦ καί βασανισμένου» («Δελτίο…» σελ. 9).
Τά σχετικά ἰχνογραφήματα πού δημοσίευσε ὁ Καθηγητής Martino ἀποδεικνύουν, ὅτι ἡ πάροδος τοῦ χρόνου δέν ἄμβλυνε τήν μνήμη τῶν βασικῶν χαρακτηριστικῶν τῆς μορφῆς τοῦ ἁγ. Νικολάου, ὅπως διασώθηκαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφική παράδοση (μεγάλο μέτωπο, κοντά χωρισμένα γέννια, κάπως ἔντονα ζυγωματικά καί φαλάκρα). Μάλιστα, βρίσκονται σέ συμφωνία μέ τίς παλαιότερες γνωστές ἀπεικονίσεις τοῦ Ἁγίου, ἐκείνη τῆς Santa Maria Antiqua τῆς Ρώμης (8ος ἤ 9ος αἰ.) καί τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ ἁγ. Ἰσιδώρου, στόν Καθεδρικό Ναό τοῦ ἁγ. Μάρκου Βενετίας ( ψηφιδωτό τοῦ 12ου αἰ.). (Βλ. γενικά G. Gioffari, “La antica iconografia de S. Nicola”, 1988 καί P. Saceardo, “la capellia di S. Isidoro nella Bassilica di S. Marko”, 1987).
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας.
Ἐκτός τῶν ἀναφερομένων στό κείμενο πηγῶν λάβαμε ὑπ’ ὄψη καί τά ἀκόλουθα ἔργα:
G. Gioffari, “Storia nella critica storica”, 1987.
D. Bova, “In Pellegrinachio a Myra preso la tomba chefudis St. Nichola”, στό «Δελτίο τοῦ ἁγ. Νικολάου», φ. ΙΙ, 1981.
I. Martino, “Rigognazione anatomica e studio anthropopetrico delle reliqouee di S. Nicola di Bari”, στό «Δελτίο ἁγ. Νικολάου», τ. 1957.
Τοῦ ἰδίου “La reliquie di S. Nicola”, 1987.
Ν. Ἰ. Φλοῦδα, «Ὁ ἅγ. Νικόλαος ὁ Θαυματουργός, Ἀρχιεπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας», 1960.
G. Anrich, “ Hagios Nicolaos in der Griecltischen Kirche”, 1987.
G. Gioffari, “Storia nella critica storica”, 1987.
D. Bova, “In Pellegrinachio a Myra preso la tomba chefudis St. Nichola”, στό «Δελτίο τοῦ ἁγ. Νικολάου», φ. ΙΙ, 1981.
I. Martino, “Rigognazione anatomica e studio anthropopetrico delle reliqouee di S. Nicola di Bari”, στό «Δελτίο ἁγ. Νικολάου», τ. 1957.
Τοῦ ἰδίου “La reliquie di S. Nicola”, 1987.
Ν. Ἰ. Φλοῦδα, «Ὁ ἅγ. Νικόλαος ὁ Θαυματουργός, Ἀρχιεπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας», 1960.
G. Anrich, “ Hagios Nicolaos in der Griecltischen Kirche”, 1987.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου