Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ - Anthony Bloom




Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Θὰ ἤθελα νὰ ἀρχίσω μ’ ἕνα μικρὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης, κεφάλαια 21 καὶ 22: «Καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῶ ἀνδρὶ αὐτῆς. καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ’ αὐτῶν καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ΄ αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ’αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ, οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. Καὶ λέγει μοι· γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοὶ εἰσι. Καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. ἐγὼ τῷ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν. Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα· ναὶ ἔρχομαι ταχύ. ἀμήν, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετά πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν».

Αὐτὴ εἶναι σπουδαία προσδοκία, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο προσδοκία. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει, ἦλθε μέ δύναμη. Ἦλθε σὲ μέρη πολλά, σὲ πολλές καρδιὲς, σὲ πολλές οἰκογένειες, μ’ ἔναν σχεδὸν ἀνεπαίσθητο τρόπο, μυστικὰ ὅπως ἔρχεται ὁ κλέφτης στὰ μέσα τῆς νύχτας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔφτασε μὲ δύναμη, βρίσκεται στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἀφοῦ ἀποκατέστησε ξανὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μέσα ἀπὸ μιὰ νέα διάσταση ἀγάπης, τὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐντὸς μας καὶ ἀνάμεσα μας. Τὰ πάντα βρίσκουν τὸ δρόμο τους στὶς καρδιὲς, στὸ νοῦ, στὴ ζωή, στὴ θέληση μας, κατακτώντας τὰ πάντα μέσα μας. Ἔτσι ὁ σαρκωμένος Θεὸς ἐργάζεται. Kατακτᾶ, καὶ θὰ κατακτᾶ.

Ἀλλὰ ἄν εἴμαστε λαός Του, ἄν εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, καλούμαστε ὄχι μόνο δεκτικοὶ τῆς χάριτος, ὄχι μόνο νὰ μᾶς κατακτήσει, ἀλλὰ ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ εἴμαστε οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέλεξε, γιὰ νὰ ὑπηρετήσουμε τὸ σκοπό Του. Εἴμαστε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ μπορεῖ Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἐμπιστευτεῖ, ἐπειδὴ Τὸν γνωρίζουμε, ἐπειδὴ Τὸν λατρεύουμε μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη, καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ «Πήγαινετε»· «θυσιαστεῖτε» καὶ νὰ πεθάνουμε· «Ζῆστε» καὶ νὰ ζήσουμε.

Καὶ στὴν καρδιὰ αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς μας, ὑπάρχουν λόγια ποὺ ἀκούσαμε δυό φορές στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας σὲ δύο ἀκολουθίες: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Καὶ ὅταν αὐτὸ γίνεται στὸ πλαίσιο τῶν ἱερῶν μας Λειτουργιῶν, μέσα στὸ κομμάτιασμα τῆς ἱστορικῆς Χριστιανοσύνης, μὲ ὀδύνη συνειδητοποιοῦμε τὸν χωρισμὸ, ἐνῶ γνωρίζαμε τὴν συγγένεια μας. Ὑπάρχει ἕνα σημεῖο ὅπου μὲ αὐτοὺς τοὺς ἀληθινοὺς λόγους, «Ποιεῖτε τοῦτο εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν», μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἀκόμα πιὸ κοντὰ ἀπ΄ ὅσο φανταζόμαστε, ἀκόμα κι ἄν δὲν μποροῦμε νὰ κόψουμε τὸν ἄρτο, οὔτε νὰ μοιραστοῦμε τὸ ἴδιο ποτήριο; Tολμῶ νὰ πῶ πὼς εἴμαστε πολὺ πιὸ κοντὰ.

Ὅταν λέμε αὐτὰ τὰ λόγια τὴν ὥρα τῆς κλάσης τοῦ ἄρτου, σκεφτόμαστε μὲ ὅρους λειτουργικοὺς· ξεχνᾶμε ὅτι στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο αὐτὰ τὰ λόγια καὶ αὐτὴ ἡ κίνηση ἀντιπροσώπευε κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ πράξη ἀδελφοσύνης, κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕναν τύπο. Ὁ τεμαχισμένος ἄρτος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Τὸ κοινὸ ποτήριο ἦταν εἰκόνα τοῦ αἵματός Του ποὺ χύθηκε γιὰ νὰ ἔχει ὁ κόσμος ζωή. Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμαΤου, ἀντιπροσωπεύουν τὴ θεϊκὴ ἀγάπη ποὺ πῆρε σάρκα μὲ σκοπὸ νὰ μετέχει στὴν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη τέλειας καὶ σταυρωμένης ἀδελφοσύνης γιὰ νὰ σωθεῖ ἴσως ἡ ἀνθρωπότητα. Κι αὐτὸ ἀφορᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ξεκινώντας ἀπὸ τοὺς πιστοὺς, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. 

Πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς λειτουργικῆς πράξης, ὑπάρχει τὸ ὑπαρξιακό στοιχεῖο, ὅλα ὅσα ἀντιπροσωπεύει ἡ κλάση τοῦ ἅρτου καὶ ἡ συμμετοχή στὸ κοινὸ ποτήριο. Καὶ ἀντιπροσωπεύει τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσάρκωσης, ὅπου ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν πραγματικότητα μὲ ὅλον τὸν κόσμο, παίρνοντας στοὺς ὥμους Του τὸ πεπρωμένο τῆς ἀνθρωπότητας, ταυτίζοντας τὸν ἑαυτό Του ὄχι μόνο μὲ τὸ δημιούργημα Του, ἀλλὰ μὲ τὸ ἐκπεσμένο πλάσμα Του καὶ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες καταστάσεις, ὄχι μόνο σὲ σχέση μὲ τὴ ζωή, μὲσα ἀπὸ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν διακονία, ὄχι σέ σχέση μὲ τὸ φυσικό θανάτο, ἀλλὰ μέχρι τοῦ σημείου νὰ μοιραστεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τὴ μόνη βασική τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας: τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ - «Θεέ μου, Θεὲ μου, γιατὶ μ’ ἐγκατέλειψες;» - αὐτὴ ἡ ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ ποὺ σκοτώνει καὶ ποὺ σκοτώνεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπινή Του φύση. Ἀντιπροσωπεύει αὐτὴν τὴν ἀλληλεγγύη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς ποὺ ἐκφράζεται στὴν ἀγωνία στὸν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆ, ὅπου ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο - ἕναν θάνατο ποὺ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μ’ Ἐκεῖνον. Ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ἦταν ἡ ζωή, ὁ θάνατος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει δύναμη ἐπάνω Του, ἐπειδὴ λέει ὅτι ὁ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲν θὰ βρεῖ τίποτα σ’ Ἐκεῖνον ποὺ νὰ τοῦ ἀνῆκει. Ὁ θάνατος ποὺ ἦταν δῶρο στὴν ζωή Του, ποὺ τὸν ἀποδέκτηκε καὶ τὸν μοιράστηκε, Ἐκεῖνος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πεθάνει. Ἀντιπροσωπεύει τὴ Σταύρωση, τὴ φυσικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀθάνατου ποὺ μοιράζεται τὸν θάνατο τοῦ πλάσματος Του, Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀδελφοσύνης, χάνοντας τὴν ἔννοια τῆς ἑνότητάς Του μὲ τὸν Πατέρα καὶ πεθαίνοντας χάριν τῆς ἑνότητας. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ κλάση τοῦ ἄρτου καὶ ἡ μετοχή στὸ κοινὸ ποτήριο.

Αὐτὸ πράγματι μποροῦμε νὰ κάνουμε εἰς ἀνάμνησίν Του, δίχως κανένα κομμάτιασμα στὸ ἱστορικὸ Χριστιανικὸ σῶμα. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ κάνουμε· μποροῦμε νὰ πάρουμε τὴν εὐθύνη αὐτοῦ τοῦ τραγικοῦ κόσμου καὶ νὰ σηκώσουμε στοὺς ὥμους μας σταυρικὰ τὶς ἁμαρτίες του. Μποροῦμε νὰ ταυτιστοῦμε μὲ τὸν θάνατο αὐτοῦ ποὺ πεθαίνει καὶ τὴν ὀδύνη τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου, ὅπως ὁ Χριστὸς στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἀντιμέτωπος μ’ ἕναν θάνατο ξένο πρὸς Αὐτὸν, μὲ μιὰ πράξη συμπόνοιας, μὲ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τῆς λέξης, τῆς ἑνότητας ποὺ φτάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ ταυτιστεῖ καὶ νὰ μπεῖ στὴ θέση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μποροῦμε ν΄ ἀντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα τὴ ζωή καὶ τὸ θάνατο – νὰ πεθάνουμε φυσικὰ, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ πεθάνουμε χάριν τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς ἀπάρνησης τῶν δικαιωμάτων μας χάριν τοῦ ἄλλου. 

Καὶ ἀκοῦμε τὸν λόγο ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ἐμᾶς: «Ποιεῖτε τοῦτο εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Ἀκόμα κι ἄν λειτουργικὰ δὲν μποροῦμε νὰ μοιραστοῦμε τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο, μποροῦμε νὰ μοιραστοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσωπεύει καὶ νὰ εἴμαστε ἄρρηκτα δεμένοι στὸ μυστήριο τῆς πίστης. Τὸ Ἀρνίο τοῦ Θεοῦ μερίζεται καὶ μοιράζεται, ἄν καὶ πάντα μερίζεται, δὲν διαιρεῖται, ἀκοῦμε στὴν ὀρθόδοξη λειτουργία. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ἐπιτύχουμε πέρα ἀπὸ κάθε χωρισμό, μέσα ἀπὸ μιὰν τέτοια ἕνωση μὲ τὸν Χριστό σ’ ἕνα σῶμα ποὺ θυσιάζεται, στὸ αἷμα ποὺ χύνεται γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. 

Πόσο ὑπέροχο νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε αὐτό! Καὶ εἶναι πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ μιὰ λειτουργικὴ πράξη, διότι τὸ ἔργο τοῦ ἱερέα ἀποκτᾶ νόημα μέσα ἀπὸ τὴν προσφορὰ του καὶ ἡ παγκόσμια ἱερωσύνη σημαίνει προσφορὰ σὲ ψυχὴ καὶ σῶμα πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε - νὰ γίνουμε πράξη ποὺ νὰ συγκρίνεται καὶ ν’ ἀναγνωρίζεται μὲ τὴν πράξη τῆς θεϊκῆς ζωῆς, τῆς θεϊκῆς θυσίας. Θυσία σημαίνει χύνω τὸ αἷμα μου καὶ ἀνήκω ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεό, σημαίνει νὰ μοιραζόμαστε τὴ ζωή Του ἐπειδὴ θὰ ἔχουμε μοιραστεῖ τὸν θάνατό Του στὴν καρδιὰ καὶ τὸ σῶμα μας.

Ἔτσι ἄς θρηνήσουμε γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑνότητά μας δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ πλήρως, ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε ἀκόμα ὥριμοι ν’ ἀγαπήσουμε, δὲν εἴμαστε ὥριμοι νὰ καταλάβουμε. Ἀλλὰ ἄς χαροῦμε καὶ ἄς εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ χωριστοῦμε εἴτε ἀπὸ Αὐτὸν, εἴτε ἀπὸ κανέναν ἄλλον στὸ μυστήριο ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἅγια τραγικὲς καὶ νικηφόρες νικητήριες λέξεις, «Ποιεῖτε τοῦτο, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν».

Ἄς προσευχηθοῦμε. Χριστέ, ποὺ ἕνωσες τοὺς Ἀποστόλους σὲ δεσμὰ ἀγάπης, μᾶς ἕνωσες κι ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ πιστούς δούλους Σου, καὶ μᾶς ἕνωσες γιὰ πάντα μ’ Ἐσένα καὶ τὸν ἕνα μὲ τὸν ἄλλο. Δῶσε μας δύναμη καὶ ὑπομονὴ νὰ ἐκπληρώσουμε τὶς ἐντολὲς Σου καὶ ν’ ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὦ Χριστέ, Θεὲ μας, μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνας Θεὸς, ποὺ ζεῖ καὶ βασιλεύει σ’ ἕναν κόσμο δίχως τέλος. Ἀμήν.

πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου