Νὰ προσευχώμεθα
(Ομιλία του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου)
Η Κυριακὴ αὐτή, ἀγαπητοί μου, ὀνομάζεται Κυριακὴ τῶν Πατέρων, διότι εἶνε ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τῶν 318 πατέρων, οἱ ὁποῖοι τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας συγκρότησαν τὴν Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Αὐτοὶ συνέταξαν τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, τὸ«Πιστεύω», καὶ διεκήρυξαν, ὅτι ἕνας εἶνε ὁ Θεὸς καὶ αὐτὸς εἶνε τρία πρόσωπα· Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Θεὸς ὁ Πατήρ, Θεὸς ὁ Υἱός, Θεὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα – ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον. Τὸ εὐαγγέλιο σήμερα εἶνε μιὰ προσευχή.
Ποιός προσεύχεται; Δὲν προσεύχεται ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, οὔτε προφήτης, οὔτε μάρτυρας, οὔτε ἡ Παναγία· ἐδῶ ἀκοῦμε νὰ προσεύχεται ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Μὰ ἀφοῦ εἶνε Θεός, θὰ πῆτε, εἶχε ἀνάγκη νὰ κάνῃ προσευχή; Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός, ἀλλὰ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία μας, καὶ ὡςἄνθρωπος αἰσθανόταν καὶ αὐτὸς τὴν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς. Προσευχόταν γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ τοὺς μαθητάς του, γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Πολλὲς φορὲς προσευχήθηκεὁ Χριστός·ὅταν δέχθηκε τοὺς πειρασμοὺς στὴν ἔρημο, ὅταν ἐξέλεξε τοὺς δώδεκα μαθητάς, ὅταν διανυκτέρευσε στὸ ὄρος, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κάνῃ θαύματα καὶ νεκραναστάσεις. Προσευχήθηκεκαὶ στὸ μυστικὸ δεῖπνο, ὅπως βλέπουμε στὴ σημερινὴ περικοπή, προσευχήθηκε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ὅπου εἶπε «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι παρελθέτω ἀπ᾽ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο»(Ματθ. 26,39). Προσευχήθηκε ἀκόμα καὶ πάνω στὸ σταυρό· ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ λόγους ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁ ἕνας εἶνε προσευχή, ἡ ὡραιότερη προσευχὴ – ποὺ ἐμεῖς δυστυχῶς δὲν τὴ λέμε· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»(Λουκ. 23,34)· προσευχήθηκε καὶ γι᾽ αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἔβαζαν τὰ καρφιά.
Μὲ τὸ παράδειγμά του ὁ Χριστὸς μᾶς δίδαξε ὅτι πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ προσευχώμεθα.«Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε», εἶπε(Ματθ.26,41)· καὶ γιὰ τὴν ἐκδίωξι τῶν πονηρῶν δαιμόνων συνέστησε· «Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»(Ματθ. 17,21).
- Ἡ προσευχὴ εἶνε τριῶν εἰδῶν, λένε οἱ πατέρες. Τὸ ἕνα εἶδος εἶνε ἡ δοξολογία. Ὅταν ὁ Χριστιανὸς βλέπῃ τὸ πρωὶ νὰ βγαίνῃ ὁ ἥλιος, νὰ λέῃ «Δόξα σοι, τῷ δείξαντι τὸ φῶς»(Δοξολ.). Κι ὅταν πάῃ νὰ κλείσῃ ἡ μέρα, πρὶν βγοῦν τ᾽ ἀστέρια ποὺ σὰν καντήλια φωτίζουν τὸν οὐράνιο θόλο, οἱ πιστοὶ ἂς ψάλλουν· «Ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν»(ἑσπ.).
Κι ὅταν καθένας βλέπῃ γύρω του τὰ ὡραῖα ποὺ ἔκανε ὁ Πλάτης, ἂς λέῃ «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον… Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου,
Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας»(Ψαλμ. 103,1,24).
- Τὸ ἄλλο εἶδος προσευχῆς εἶνε ἡ εὐχαριστία. Ὅλοι ἀπολαμβάνουμε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Τὸ νερὸ π.χ. ποὺ πίνουμε. Πέφτει ἡ βροχούλα, δροσίζει, ποτίζει καὶ γονιμοποιεῖ τὸ ἔδαφος. Θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ πηγὲς καὶ ποτάμια θὰ στερέψουν, καὶ τότε «θὰ ποῦμε τὸ νερὸ νεράκι». Στὸ φεγγάρι καὶ τοὺς ἄλλους πλανῆτες δὲν ὑπάρχει νερό. Ὁ ἀέρας ἔπειτα ποὺ ἀναπνέουμε,ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολαμβάνουμε, οἱ καρποὶ ποὺ τρῶμε ἐμεῖς οἱ ἀχάριστοι. Ποιός τὰ δίνει αὐτά; Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, ἕνα σπόρο δὲ μποροῦν νὰ φτειάξουν. Αὐτὰ εἶνε δῶρα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Καὶ μόνο αὐτά;
Τὰ μάτια μὲ τὰ ὁποῖα βλέπουμε, τ᾽ αὐτιὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἀκοῦμε, ἡ καρδιὰ ποὺ χτυπάει ἀδιάκοπα – μιὰ στιγμὴ νὰ σταματήσῃ πάει ὁ ἄνθρωπος. Γιὰ ὅλα αὐτὰ πρέπει ἀπ᾽ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας νὰ λέμε· «Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου».
- Ἡ προσευχὴ λοιπὸν εἶνε δοξολογία, εἶνε εὐχαριστία, εἶνε ἀκόμα καὶ δέησις, παράκλησις.Ζητοῦμε «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον» (Ματθ.6,11), ζητοῦμε τὴ θεραπεία ἀπὸ ἀσθένειες, ζητοῦμε τὴν προστασία ἀπὸ κινδύνους καὶ ἀπειλές, ζητοῦμε πρὸ παντὸς τὴ συγχώρησι γιὰ τὰ τόσα ἁμαρτήματα ποὺ κάνουμε. Ὅταν τ᾽ ἀναλογισθοῦμε ἀναστενάζουμε. Κι ὁ Κύριος δὲ συνερίζεται· εἶνε μακρόθυμος καὶ πολυέλεος. Ἐὰν γιὰ κάθε ἁμαρτία ἔπεφτε κ᾽ ἕνα ἀστροπελέκι στὸ κεφάλι τοῦ ἁμαρτωλοῦ, δὲ θά ᾽μενε κανείς ζωνταντός· οὔτε παπᾶς, οὔτε δεσπότης, οὔτε λαϊκός, οὔτε ἄντρας, οὔτε γυναίκα. Ζοῦμε μὲ τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτὸ λέμε·«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42), καὶ «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέ γα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά του»(Ψαλμ. 50,3).
Αὐτὰ εἶνε τὰ εἴδη τῆς προσευχῆς ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο. Διακρίνεται ἀκόμα ἡ προσευχὴ σὲ ἀτομική (ὅταν τὴν κάνῃς μόνος στὸ δωμάτιό σου), σὲ οἰκογενειακή (ὅταν τὴν κάνετε ὅλοι μαζὶ στὸ σπίτι), καὶ σὲ δημοσία λατρεία (ὅταν γίνεται ἀπὸ ὅλη τὴν ἐνορία στὸ ναό).
Ὡς πρὸς τὰ ἀποτελέσματα τώρα; ἡ προσευχή, ὅταν γίνεται μὲ πίστι, κάνει θαύματα. Ὅταν ὑπηρετοῦσα στὴν Ἀθήνα, ἕνα κορίτσι ἀρρώστησε βαρειά. Πλούσιοι οἱ γονεῖς, ἐφοπλισταί, τὸ πῆραν καὶ ποῦ δὲν τὸ πῆγαν. Παρὰτὰ ἑκατομμύρια ὅμως ποὺ ξώδεψαν, οἱ γιατροὶ εἶπαν ὅτι θὰ πεθάνῃ. Πέθανε; Ὄχι. Σώθηκε. Πῶς;
Μὲ τὴν προσευχή. Δὲν εἶνε ψέμα ἡ θρησκεία μας· εἶνε ζωντανή. Ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε πειθαρχία στὸ θεῖο νόμο, ἀγάπη στὸν πλησίον, συγχώρησι στὸν ἐχθρό. Τότε ὁ Θεὸς εἰσακούει. Γεννᾶται τώρα, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα· ἐμεῖς προσευχόμαστε;
- Ἀτομικὴ προσευχὴ λίγοι κάνουν. Τὸ πρωὶ σηκώνεσαι, βγαίνεις γιὰ τὴ δουλειά, γιὰ τὸ χωράφι, τὸ ἐργοστάσιο, τὸ γραφεῖο, τὸ σχολεῖο; κάνε τὸ σταυρό σου. Ἐκεῖ ποὺ κοπιάζεις, ἱδρώνεις, ὁδηγεῖς, ὀργώνεις, θερίζεις, σκάβεις, βόσκεις τὰ ζῷα, κάνε προσευχή. Γυρίζεις στὸ σπίτι, κάθεσαι νὰ φᾷς; προσευχὴ κάνε. Βραδιάζει, νυχτώνει, πᾷς γιὰ ὕπνο; πάλι προσευχή. Ἔτσι πρέπει νὰ ζῇ ὁ Χριστιανός. Τώρα δυστυχῶς οἱπερισσότεροι σπαταλοῦν ὧρες ἀλλοῦ. Ρώτησα ἕνα παιδάκι στὴ Φλώρινα· ―Κάνεις προσευχή; ―Ἔ, κάνω ἕνα σταυρὸ καὶ πέφτω γιὰ ὕπνο. ―Δὲ λὲς καμμιὰ προσευχή; ―Ὄχι. ―Ὁ πατέρας κάνει προσευχή; ―Μπᾶ. ―Ἡ μητέρα;
―Οὔτε. ―Δὲ μοῦ λές, τηλεόρασι ἔχετε; ―Βέβαια. ―Ἐσὺ πόσες ὧρες βλέπεις; ―Πάνω - κάτω τρεῖς… Ὧρες λοιπὸν ὁλόκληρες μὲ τὸ διάβολο (σὲ κακὰ θεάματα καὶ κέντρα, σὲ διασκεδάσεις, χαρτοπαίγνια καὶ ἄλλα παιχνίδια) κι οὔτε ἕνα λεπτὸ γιὰ λίγη συνομιλία μὲ τὸ Θεό.
- Ἀτομικὴ προσευχὴ δὲν κάνουμε. Ἀλλὰ μήπως κάνουμε οἰκογενειακή; Ἄχ παλιὰ χρόνια ἀλησμόνητα στὰ εὐλογημένα μέρη, Μακεδονία, Θρᾴκη, Πόντο! Τότε δὲν εἶχαν τηλεορά-σεις, ῥαδιόφωνα, σπίτια ὡραῖα καὶ μεγάλα ὅπως ἐμεῖς. Καλύβες εἶχαν· ἀλλὰ μέσ᾽ στὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἄγγελοι, ἅγιοι ἄνθρωποι.Τώρα μέσ᾽ στὶς πολυκατοικίες καὶ τὰ μέγαρακατοικοῦν θηρία καὶ δαίμονες. Πῶς φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό! Στὰ χρόνια λοιπὸν ἐκεῖνα γύριζετὸ βράδυ ὁ πατέρας κουρασμένος ἀπ᾽ τὸ χωράφι καὶ προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν φώναζε τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του ―ἦταν καὶ πολύτεκνοι―, ἄναβαν λαμπάδα καὶ θυμιατό, στέκονταν ὅλοι μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἔκαναν μαζὶ προσευχή. Ἔλεγαν ὁ μικρὸς τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ὁ μεγαλύτερος τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός», ἄλλος τὸ «Πάτερ ἡμῶν», ἄλλος τὸ«Πιστεύω»…· ὅλοι ἔλεγαν προσευχή. Καὶ μετὰ ὅλοι, ἀγαπημένοι, ἔπεφταν γιὰ ὕπνο.
Δεῖξτε μου, ἀδέρφια μου, δεῖξτε μου σήμερα μιὰ οἰκογένεια ποὺ προσεύχεται ὅλη μαζί! Ὑπάρχει; Πάει πιὰ ἡ οἰκογενειακὴ προσευχή.Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Ἔφυγε ὁ Θεὸς ἀπὸ κοντά μας καὶ βλέπετε ποῦ καταντήσαμε. Ἀγρίεψαν οἱ ἄνθρωποι, ἔγιναν θηρία. Τρέμουμε νὰ πιάσουμε ἐφημερίδα στὰ χέρια μας, στάζει αἷμα. Τὶς προάλλες στὴν Πελοπόννησο ἕνας πατέρας σκότωσε τὰ παιδιά του. Ἐδῶ ἕνας σκότωσε τὴ γυναῖκα του καὶ μιὰ γυναίκα σκότωσε τὸν ἄντρα της. Προχθὲς σὲ κάποια ἄλλη πόλι μιὰ γυναίκα ἔβρασε λάδι καὶ ζεμάτισετὸν ἄντρα της, πεθερὰ σκότωσε τὴ νύφη, νύφη σκότωσε τὴν πεθερά, παιδιὰ χτυποῦν τὸν πατέρα… Πράγματα ἀπίστευτα στὴν Ἑλλάδα.Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ λεφτά, ὅταν μέσ᾽ στὸ σπίτι δὲν ὑπάρχῃ ἀγάπη; Ποῦ φθάσαμε;
- Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τί συμμετοχὴ περιμένουμε και στὴν κοινὴ λατρεία; Ἄδειασαν οἱ ἐκκλησιές. Τὸ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Θά᾽ρθῃ μέρα ποὺ θὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες, κι ὅταν ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιές, θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές! Ἔφθασαν οἱ ἡμέρες αὐτές. Κάτι κακὸ περιμένω, κάτι κακὸ θὰ συμβῇ. Παναγία Δέσποινα, σῶσον τὸν κόσμον σου!
Τί θὰ γίνῃ, ἀδέρφια μου; Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι· ἐμεῖς οἱ παπᾶδες, οἱ δεσποτάδες, καὶ οἱ ἄρχοντες, πλούσιοι καὶ φτωχοί, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί. Νὰ μετανοήσουμε, νὰ κλάψουμε,νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Κύριε, ἐλέησον», «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Νὰ δείξουμε μετάνοια. Κι ὅταν δῇ ὁ Θεὸς μετάνοια, διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων πατέρων θὰ μᾶς ἐλεήσῃ.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ.ναὸ Ἁγ. Δημητρίου Προαστίου -Ἑορδαίας τὴν 19-6-1983 μὲ ἄλλο τίτλο