Τὸ σημερινὸ κήρυγμα, ποὺ εἶναι τὸ τελευταῖο τῆς χρονιᾶς, ἀναφέρεται στὸ μαρτύριο εἴκοσι χιλιάδων χριστιανῶν, τῶν ὁποίων τὴν ἱερὴ μνήμη ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Μαρτύρησαν τὸ 304 μετὰ Χριστὸν στὴ Νικομήδεια, στὸ μεγάλο διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ὁ Διοκλητιανὸς ἦταν βασιλέας στὴν Ἀνατολή, μὲ ἕδρα τὴ Νικομήδεια, ὅταν βασιλέας στὴ Ρώμη ἦταν ὁ Μαξιμιανός. Οἱ δυὸ αὐτοὶ βασιλιάδες ἤ καίσαρες, διοίκησαν τὸ ρωμαϊκὸ κράτος, ὁ ἕνας τὴ Δύση κι ὁ ἄλλος στὴν Ἀνατολή, ἀπὸ τὸ 285 ὡς τὸ 305. Αὐτὰ τὰ χρόνια συνδέονται μὲ τοὺς τελευταίους μεγάλους διωγμοὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ποὺ ὕστερα ἀπὸ 7 χρόνια, τὸ 312 καὶ 313, ἔθεσε τέρμα στοὺς διωγμούς, μεγάλωσε στὴ Νικομήδεια, ὡς ὅμηρος στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα τοῦ Διοκλητιανοῦ.
Τὸ 305, ὓστερ’ ἀπὸ μιὰ νικηφόρα ἐκστρατεία τοῦ Μαξιμιανοῦ στὴν Αἰθιοπία, θέλησαν νὰ πανηγυρίσουν σὲ ὅλο τὸ κράτος τὴ νίκη. Ἔστειλαν τότε γράμματα παντοῦ καὶ καλοῦσαν τοὺς ρωμαίους πολίτες νὰ ἔλθουν στὶς δύο πρωτεύουσες, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ ἐπινίκια. Ἡ ἰσχυρὴ ρωμαϊκὴ διοίκηση ἐξασφάλιζε εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, ὥστε νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ταξιδεύουν στὸ ἀπέραντο ρωμαϊκὸ κράτος. Ὁ τρόπος ποὺ καλοῦσαν τοὺς ρωμαίους πολίτες σὲ πάνδημες ἑορτὲς ὁμοιάζει καὶ θυμίζει, καθὼς διαβάζομε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ βιβλίο τοῦ προφήτη Δανιήλ, τὴ γενικὴ πρόσκληση τοῦ βασιλέα τῶν Βαβυλωνίων, γιὰ νὰ ἔλθουν ὅλοι, «λαοί, φυλαί, καὶ γλῶσσαι», νὰ προσκυνήσουν τὸν τεράστιο ἀνδριάντα του, ποὺ εἶχε στήσει «ἐν πεδίῶ Δεϊρὰ ἐν χώρᾳ Βαβυ-λῶνος».
Ἦσαν τότε οἱ ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων κι οἱ χριστιανοὶ τῆς Νικομήδειας μὲ τὸν ἐπίσκοπο, τὸν ὕστερα ἱερομάρτυρα Ἄνθιμο, ἦσαν συναγμένοι στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴ θεία Λειτουργία. Ὁ Διοκλητιανός, ποὺ εἶχε πιστέψει πὼς οἱ χριστιανοὶ τοῦ ἦσαν τὸ μεγάλο ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἀναδιοργάνωση ποὺ ἤθελε τοῦ κράτους, βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς ξεκάμη στὴ Νικομήδεια, καθὼς ἦσαν συναγμένοι στὴν Ἐκκλησία. Φανάτισε λοιπὸν τοὺς ὄχλους καὶ τοὺς ἔβαλε καὶ μάζεψαν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μεγάλους σωροὺς ἀπὸ ξύλα καὶ φρύγανα. Ἔζωσαν τὴν Ἐκκλησία μὲ στρατὸ κι ἄναψαν ὕστερα τὰ φρύγανα καὶ τὰ ξύλα. Ἔτσι λαμπάδιασε ἡ Ἐκκλησία καὶ κάηκαν ὅλοι ποὺ ἦσαν μέσα καὶ προσεύχονταν. Πρέπει νὰ ἦσαν ἀρκετοί, ὅσους μποροῦσε νὰ χωρέση μία Ἐκκλησία ἐκείνου τοῦ καιροῦ.
Ὁ ἐπίσκοπος ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἄνθιμος, βλέποντας τί γινόταν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, κατάλαβε ποιὸ θὰ ἦταν τὸ τέλος, γι’ αὐτὸ καὶ φρόντισε ἀμέσως νὰ βαπτίση τοὺς κατηχούμενους καὶ νὰ κοινωνήση ὅλους ὅσοι ἦσαν στὴ θεία Λειτουργία. Οἱ χριστιανοὶ πολλὲς φορὲς εἶπαν τὸ «Ὑπὲρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς κινδύνου καὶ ἀνάγκης» καὶ τελευταία τὸ «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἔμειναν κλεισμένοι στὸ ναό, βλέποντας νὰ τοὺς ζώνη ἡ φωτιά, καὶ προσφέρθηκαν θυσία ὁλοκαυτώσεως στὸ Θεό, μὲ τὴν προσδοκία καὶ τὸ ὅραμα τῆς ἀναστάσεως. Ἀπὸ θαῦμα Θεοῦ ὁ ἐπίσκοπος δὲν κάηκε τότε, μαρτύρησε ὅμως ἀργότερα καὶ πῆρε θέση στὴ χορεία τῶν ἱερομαρτύρων, καὶ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἱερὴ μνήμη του στὶς 3 Σεπτεμβρίου.
Οἱ εἴκοσι χιλιάδες δὲν εἶναι βέβαια αὐτοὶ ποὺ βρέθηκαν τότε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅσοι μαρτύρησαν στὴν περιοχὴ τῆς Νικομήδειας. Ἡ πυρπόληση τοῦ ναοῦ μαζὶ μὲ τὸ ἔμψυχο περιεχόμενό του ὑπῆρξε τὸ κύριο γεγονός, ποὺ ἔμεινε ὡς πολὺ ἀπάνθρωπη πράξη καὶ ἀποτρόπαιο ἔγκλημα στὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία τέτοιες πράξεις τὶς κράτησε καὶ τὶς θυμᾶται μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ ἀπονέμει τιμὴ στὴ μνήμη τῶν ἁγίων, ποὺ ὑπῆρξαν λογικὰ θύματα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τοὺς ἐνέπνεε ἡ εἰδωλολατρία. Τὸ ἔγκλημα αὐτὸ τῆς Νικομήδειας δὲν εἶναι τὸ μόνο· κι ἄλλες τέτοιες ἱερὲς μνῆμες ἀνήκουστων ἐγκλημάτων διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ἔγιναν στὴν ἀρχαία, ἀλλὰ καὶ στὴ σύγχρονη ἐποχή. Κάθε τόπος σὲ κάθε καιρὸ εἶναι γεμάτος μὲ λείψανα ἁγίων μαρτύρων.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνώνυμους, ποὺ κάηκαν στὴ Νικομήδεια μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἶναι κι ἄλλοι δέκα γνωστοὶ μὲ τὰ ὀνόματά τους. Αὐτοὶ ἦσαν χριστιανοὶ τῆς Νικομήδειας, ἀλλὰ δὲν βρέθηκαν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ διῶκτες ἔψαξαν καὶ τοὺς βρῆκαν καὶ τοὺς πρόσθεσαν στὰ ἱερὰ θύματα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ Ἴνδης, ὁ Γοργόνιος καὶ ὁ Πέτρος, ποὺ τοὺς ἔδεσαν πέτρες καὶ τοὺς ἔρριξαν στὴ θάλασσα. Εἶναι ὁ στρατηγὸς Ζήνων, ποὺ ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἀνακτορικὸ ἀξιωματοῦχο Δωρόθεο. Εἶναι ὁ Μαρδόνιος καὶ ὁ ἱερέας Γλυκέριος, ποὺ κάηκαν ζωντανοί. Εἶναι ὁ διάκονος Θεόφιλος, ποὺ τοῦ ἔκοψαν τὴ γλώσσα κι ὕστερα τὸν ἀποκεφάλισαν. Εἶναι καὶ ἡ Δόμνα, ποὺ τὴν ἔπιασαν, ὅταν πῆγε νὰ θάψη τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν ποὺ κάηκαν στὴν Ἐκκλησία. Ἀμήν.
πηγή