Του πρ. Επισκ. Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης, Αθαν. Γιέβτιτς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Ευαγγέλιο, από τόσους που μνημονεύονται και αναφέρονται, κανείς δεν έχει θέσει τέτοια ριζική, οριακή, θα έλεγα, ερώτηση στον Χριστό, όσον ένας νέος. Σημειώνουν οι Ευαγγελιστές ότι προσήλθε στον Χριστό ένας νέος και του έθεσε την πιο μεγάλη, την πιό ριζική, την πιο οριακή ερώτηση:
«Διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Τί να κάνω να κερδίσω, να έχω τη ζωή την αιώνια; Βέβαια προσήλθε προς τον Χριστό ως, ένα μεγάλο σοφό διδάσκαλο, γι’ αυτό ο Χριστός του απάντησε: «Γιατί με λέγεις αγαθόν, μόνον ο Θεός είναι αγαθός». Του υπενθυμίζει την ιδιότητα του Θεού και με αυτόν τον τρόπο σαν να του λέει, «μήπως θέλεις να πιστέψεις ότι είμαι και πάρα πέρα από σοφός διδάσκαλος;». Εν πάσει περιπτώσει, η ερώτηση αυτή είναι η πιο ριζική ερώτηση σ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητος. Και ο νεαρός δεν ρώτησε από εγωισμό, «Κύριε, τί να κάνω για να ζήσω αιώνια», αλλά διότι είναι το πιο φυσικό πράγμα στο νέο άνθρωπο να ζητήσει πλήρες νόημα και περιεχόμενο της ζωής.
Η ζωή αυτή στον κόσμο και κυρίως όπως την ζει ο νέος άνθρωπος, σαν να ανοίγει μόνον τις ορέξεις για τη ζωή. Και στην συνέχεια έρχεται η ζοφερή πραγματικότητα και σαν να δηλητηριάζει αυτές τις αγνές ορέξεις, εφέσεις, επιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ελπίδες που έχει ο άνθρωπος. Όλα αυτά σαν να τον ερεθίζουν, σαν να αυξάνουν την πείνα και τη δίψα του, σε σημείο που όλος ο κόσμος δεν φθάνει να τις χορτάσει. Γι’ αυτό, είναι φυσική η ερώτηση του νέου, «τί να κάνω για να έχω ζωήν αιώνιον;». Διότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος για τη ζωή την αιώνιο. Γι’ αυτό ο θάνατος είναι τόσο τραγικός για όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως. Και οι Χριστιανοί, όταν παραδέχονται τον βίαιο θάνατο για τον Χριστό, όπως οι Μάρτυρες, ή τον εκούσιο θάνατο, όπως οι Όσιοι, τον παραδέχονται επειδή ακριβώς έχουν μεταβεί ήδη από αυτή τη ζωή στην αιώνια ζωή. Ο θάνατος είναι μια μετάβαση, θλιβερή όμως και αυτή, διότι μας υπενθυμίζει τη δυνατότητα ότι μπορούμε να πεθάνουμε, ότι μπορούμε να χάσουμε και το Θεό και την αιώνια ζωή και τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας.
Ίσως δεν είναι αυτή η ώρα κατάλληλη να μιλήσω περισσότερο, αλλά, εν πάσει περιπτώσει, και στην ψυχανάλυση του Φρόυντ και στην κοινωνιολογία του Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ότι ο θάνατος είναι ένα παράλογο, διότι κατ’ αρχήν κόβει τις δημιουργημένες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και κυρίως την αγάπη. Κόβει και απονοηματοποιεί.
Η αγάπη, ως η πιο δυνατή σχέση στην ανθρώπινη ζωή και ύπαρξη, διεκδικεί για τον εαυτόν της αθανασία, αιωνιότητα. Γι’ αυτό και θλίβεται ο άνθρωπος όταν έρχεται ο θάνατος, που απειλεί αυτή τη σχέση, αν όχι και την κόβει, για εκείνους που δεν πιστεύουν. Επομένως, αν ο άνθρωπος έχει μέσα του και δύναμη και έφεση αγαπητική, και αυτή η αγάπη διεκδικεί από τη φύση της αιωνιότητα, την μη διακοπή, την αφθαρσία, την αθανασία δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος για αιωνιότητα.
Απ’ αυτό προήλθαν όλες των ανθρώπων οι επιθυμίες, οι δόξες, οι θρησκείες, οι προσδοκίες για την αιώνια ζωή. Ας έχουν πάρει πολλές απ’ αυτές διαφορετική ερμηνεία, θα έλεγα λάθος ερμηνεία, αλλά ως επιθυμίες είναι αγνές και γνήσιες. Ακόμη και σε εκείνους που δεν πιστεύουν στο Θεό, η αίσθηση της δυνάμεως, της προοδευτικότητας του ανθρώπου, της ελπίδας, της προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος και πίστεως ότι μπορεί να γίνει καλύτερο μέλλον, είναι δεδομένο, δοσμένο από τον φιλάνθρωπο Θεό στον άνθρωπο, για να θυμάται ότι είναι φτιαγμένος για την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό, η ερώτηση του νέου στο ευαγγέλιο ήταν η πιο ριζική, η οριακή ερώτηση: «τί πρέπει να κάνω για να έχω ζωήν αιώνιον;»
Ο άνθρωπος είναι καλεσμένος ήδη με την ύπαρξή του (με την είσοδό του στον κόσμον και τη ζωή αυτή) στην αιώνια ζωή. Αλλά τί είναι αιώνια ζωή, τί περιεχόμενο θα έχει; Δεν είναι απλώς ένα θρησκευτικό κήρυγμα, ή, με τα λόγια τα σημερινά, μια προπαγάνδα για να ξεγελούμε τους ανθρώπους, αλλά είναι μία κλίση στην πιο βαθειά διαίσθηση που έχει ο άνθρωπος για ζωή, άλλα ζωή «εν κοινωνία», ζωή προσώπων, αδελφών εν αγάπη. Και αυτή είναι ακριβώς η Εκκλησία του Χριστού, και σ’ αυτό μας καλεί ακριβώς η θεία Λειτουργία ως μία πρόγευση, ως μία προετοιμασία, ως μία προειδοποίηση. Έτσι κάπως θα είναι η αιώνια ζωή, όλοι μαζί με αγάπη, αδελφοί, σε χαρά, σε πανηγύρι.
Αποτελείται η κοινωνία και μπορεί να αποτελείται μόνον από πρόσωπα· και όσο πιο ανεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιο καλή κοινωνία. Κι’ από την άλλη μεριά, τα ανθρώπινα πρόσωπα αναπτύσσονται και ζουν φυσικά μόνον «εν κοινωνία». Ένας ατομισμός (το κάθε άτομο για τον εαυτό του), μία ιδιοτέλεια, ένας εγωισμός δεν δημιουργεί κοινωνία προσώπων. Γι’ αυτό η αγάπη (και ο Θεός είναι αγάπη, ο Χριστός είναι αγάπη) είναι αλληλοπεριχώρηση, αλληλοπληροφορία (με την πρωταρχική έννοια της λέξεως πληροφορία, ότι κυκλοφορεί, φορείται μέσα μας πλήρως ένα περιεχόμενο, που λέγεται αγάπη), αλληλοδιείσδυση· είναι αλληλοπεριχώρηση των προσώπων «εν κοινωνία», και της κοινωνίας της αγάπης «εν τοις προσώποις». Γι’ αυτό, όταν λέμε ως Ορθόδοξοι ότι ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα του Θεού, ή ο Θεός τον έχει δημιουργήσει κατ’ εικόνα Του, είναι κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος, που είναι η κοινωνία Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, κοινωνία αγάπης (γι’ αυτό λέγεται ο Θεός αγάπη), και ο άνθρωπος είναι καλεσμένος σ’ αυτήν την κοινωνία.
Θυμάμαι ένα φίλο μου που είχε έναν αδελφό θα έλεγα λίγο άρρωστο, λίγο πολύ απασχολημένο με τον εαυτόν του, που αγνόησε το σπίτι του, τους συγγενείς, τους φίλους και κινδύνευσε να χάσει την ψυχική του υγεία. Πίστευε βέβαια στο Θεό, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι και τον Θεό τον χρησιμοποιούσε για τον εαυτόν του, για ένα σκοπό του εαυτού του. Του είπε μία ημέρα ο φίλος μου (είναι μεγάλος ο λόγος αυτός): « Αδελφέ μου, ξέχασες ότι είμαστε καλεσμένοι σε μία μεγάλη, αιώνια σύναξη, σε μία σύνοδο, να είμαστε όλοι μαζί και να ασχολούμεθα όλοι με όλους με αγάπη, και όχι ο καθένας με τον εαυτό του;» Είμαστε καλεσμένοι στην Εκκλησία. Μη ξεχνάμε τη μεγάλη σοφία των σοφών Ελλήνων που αυτή τη λέξη βρήκανε να μιλήσουν για την εκκλησία του δήμου, τους καλεσμένους πολίτες μίας πόλεως να λάβουν μέρος σε μία κοινή υπόθεση. Η εβραϊκή λέξη που μεταφράσθηκε στα ελληνικά ως συναγωγή είναι το ίδιο. Πάρθηκε λοιπόν η ελληνική λέξη ως πιο κατανοητή, αλλά το ίδιο περιεχόμενο έχει, μόνον που ο Χριστός είναι εκείνος που μας καλεί, και καλεί τους πολίτες που όλοι είναι ίσοι, που όλοι είναι αδέλφια· όλοι έχουμε και δικαιώματα και ευθύνες, όλοι μετέχουν σ’ αυτή την κοινή σύναξη, την σύνοδο αυτή. Αυτό είναι η Εκκλησία. Αλλά ο Χριστός, όταν καλεί, καλεί πια ως Θεός που έγινε άνθρωπος, που έχει φανερώσει εδώ, απτά, προσιτά σε μας, το Θεό. Έχει γίνει αληθινός άνθρωπος για να μας αναγάγει στην αιώνια πια και άφθαρτη κοινωνία, στην Εκκλησία, αλλιώς, φθείρεται ο κόσμος, φθείρεται η ύπαρξή μας, φθείρεται το σύμπαν. Μόνον ο Θεός μπορεί να δώσει αφθαρσία και αθανασία. Γι’ αυτό ήρθε ο Χριστός, να μας αναγάγει στην αιώνια σύναξη, στην αιώνια σύνοδο, στην αιώνια Εκκλησία, και εκεί θα είναι το πλήρωμα της ζωής, η χαρά, η πανήγυρις, η θεία Λειτουργία στην αιωνιότητα, όπου όλοι με όλους θα συναντηθούμε ενώπιον του Θεού και μαζί με το Θεό και με τους ανθρώπους. Όλοι επικοινωνούμε και αναδεικνύεται το πρόσωπο του καθενός, διότι είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο· όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο ένα και μόνο πρόσωπο ενός ανθρώπου· ταυτόχρονα όμως αναδεικνύεται σε κοινωνία με άλλα πρόσωπα, με αγάπη, διότι η αγάπη εξισώνει όλους, όπως εξίσωσε το Θεό με τους ανθρώπους.
Κι’ αυτό ο Χριστός με πολύ απλά λόγια το είπε στο Ευαγγέλιο. Όλο το Ευαγγέλιο έχει την αγάπη προς το Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον και σαν σήμα, σαν σημείο φανερώνεται ο Σταυρός. Είναι πολύ απλά αυτά, αλλά τόσο αληθινά. Ο Σταυρός έχει δύο ξύλα που τον δημιουργούν, ένα κάθετο, είναι η αγάπη προς το Θεό, και ένα οριζόντιο, είναι η αγάπη προς τον πλησίον. Εάν αφαιρέσουμε το οριζόντιο δεν έχουμε Σταυρό, έχουμε ένα δοκάρι. Εάν αφαιρέσουμε πάλι το κάθετο δεν έχουμε Σταυρό. Μόνον οι δύο αγάπες αποτελούν την ουσία του Χριστιανισμού αλλά και την ουσία της ανθρώπινης ζωής. Είναι πάρα πολύ ανθρώπινα αυτά, μία ανθρωπιά πρωταρχική και για όλη την αιωνιότητα. Να έχουμε σχέση με το Θεό και με τους άλλους· έτσι οικοδομούμεθα ως πρόσωπα, αλλά και ως κοινωνία.
Έτσι, το Ευαγγέλιο είναι πολύ απλό, αλλά είναι πράγματι για την αιώνια ζωή. Διότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο μία δέσμη πρωταρχικών αληθινών σχέσεων, προσωπικών σχέσεων. Γι’ αυτό μιλάει για Πατέρα, για Υιό, για φίλους, για οικογένεια, για σπίτι. Έτσι είναι κατανοητό και σε απλά παιδιά· και δεν είπε τυχαία ο Χριστός ότι θα γίνουμε όλοι σαν παιδιά. Ο μόνος στην ιστορία της ανθρωπότητας που απευθύνεται προς τα παιδιά είναι ο Χριστός, διότι ήξερε γιατί είναι δημιουργημένα, και τι δυνάμεις έχει η παιδικότητα και η νεότητα, τι γνησιότητα έχει για να διψάει την αιώνια ζωή. Εγώ προέρχομαι από μία γειτονική, αδελφική χώρα, στην οποία προσπάθησαν να αλλάξουν την πορεία των ψυχών των ανθρώπων, κυρίως δε των νέων. Σήμερα, δόξα σοι ο Θεός, οι νέοι είναι οι περισσότεροι που γυρίζουν ακριβώς προς την Εκκλησία, προς τον Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι άφθαρτο, αθάνατο περιεχόμενο της ζωής τους, και εδώ, αλλά και ανοικτά σ’ όλη την αιωνιότητα. Αυτό προσφέρει η θεία Λειτουργία. Μας μαζεύει όλους και μας δείχνει, μας φανερώνει πως θα είναι όλη η αιωνιότητα: Χαρά όλων με όλους, με αγάπη και με κοινωνία προσώπων. Το κάθε ένα πρόσωπο, αντάξιο όλων των άλλων αλλά μη χωρισμένο απ’ όλους τους άλλους, βρίσκει τη χαρά του, το πλήρωμά του στην αγάπη με όλους.
Εμείς, ως Ορθόδοξοι, αυτό το νοιώθουμε με όλες τις αδυναμίες μας, με όλες τις ελλείψεις μας, με όλες τις αποτυχίες μας θα έλεγα. Παρά ταύτα μένουμε σ’ αυτή την ερώτηση του νέου ανθρώπου του Ευαγγελίου, αλλά και προχωρούμε πέρα από τον νέο, διότι αυτός, ναι μεν ήθελε την αιώνια ζωή, αλλά δεσμεύτηκε με πάρα πολλά άλλα, που αυτά καθ’ εαυτά δεν ήτανε κακά (π.χ. τα υπάρχοντά του, τα κτήματα), αλλά δεσμεύτηκε περισσότερο με αυτά παρά με την αιώνια ζωή, με τον Χριστό. Όλα της ζωής αυτής είναι ευλογημένα, είναι οίκος του Θεού ο κόσμος, και ο Θεός τα έχει δώσει όλα για μας. Αλλά ο άνθρωπος πρέπει να καταλάβει ότι πρέπει να ανυψωθεί πάνω απ’ αυτά, και έτσι θα είναι πλήρης η χαρά μας, η χαρά της αιώνιας αγάπης σε κοινωνία με τον Θεό εν τω Χριστώ. Από τον Θεό προσφέρθηκε ως δυνατότητα, ως παροχή δυνατότητας, για να μπορεί ο άνθρωπος να πραγματοποιήσει αυτό για το οποίο τον έχει καλέσει ο Θεός. Γι’ αυτό ο Χριστός δεν είναι πολυτέλεια, αλλά είναι πράγματι η οδός, η αλήθεια και η αιώνια ζωή για μας τους ανθρώπους, είναι ο χώρος όπου χωράμε όλοι, είναι η Χώρα των ζώντων (όπως λέγεται και η μεγαλοπρεπής Μονή της Κωνσταντινουπόλεως, η Μονή της Χώρας), και θα ζήσουμε εκεί ως πρόσωπα, ως αδελφοί με αγάπη, με κοινωνία, διότι γι’ αυτό μας έχει δημιουργήσει ο Θεός.
Ας είναι ευλογημένος και Εκείνος και όσοι τον ζητάνε, διότι ζητάνε την πιο αληθινή ανθρωπιά, την πιο αληθινή γνησιότητα, την εκπλήρωση της πιο αληθινής δίψας και ελπίδας της ανθρωπινής ζωής.
(Απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα του πρ. Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανασίου Γιέβτιτς)
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Ευαγγέλιο, από τόσους που μνημονεύονται και αναφέρονται, κανείς δεν έχει θέσει τέτοια ριζική, οριακή, θα έλεγα, ερώτηση στον Χριστό, όσον ένας νέος. Σημειώνουν οι Ευαγγελιστές ότι προσήλθε στον Χριστό ένας νέος και του έθεσε την πιο μεγάλη, την πιό ριζική, την πιο οριακή ερώτηση:
«Διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» Τί να κάνω να κερδίσω, να έχω τη ζωή την αιώνια; Βέβαια προσήλθε προς τον Χριστό ως, ένα μεγάλο σοφό διδάσκαλο, γι’ αυτό ο Χριστός του απάντησε: «Γιατί με λέγεις αγαθόν, μόνον ο Θεός είναι αγαθός». Του υπενθυμίζει την ιδιότητα του Θεού και με αυτόν τον τρόπο σαν να του λέει, «μήπως θέλεις να πιστέψεις ότι είμαι και πάρα πέρα από σοφός διδάσκαλος;». Εν πάσει περιπτώσει, η ερώτηση αυτή είναι η πιο ριζική ερώτηση σ’ όλη την ιστορία της ανθρωπότητος. Και ο νεαρός δεν ρώτησε από εγωισμό, «Κύριε, τί να κάνω για να ζήσω αιώνια», αλλά διότι είναι το πιο φυσικό πράγμα στο νέο άνθρωπο να ζητήσει πλήρες νόημα και περιεχόμενο της ζωής.
Η ζωή αυτή στον κόσμο και κυρίως όπως την ζει ο νέος άνθρωπος, σαν να ανοίγει μόνον τις ορέξεις για τη ζωή. Και στην συνέχεια έρχεται η ζοφερή πραγματικότητα και σαν να δηλητηριάζει αυτές τις αγνές ορέξεις, εφέσεις, επιθυμίες, προσδοκίες, νοσταλγίες, ελπίδες που έχει ο άνθρωπος. Όλα αυτά σαν να τον ερεθίζουν, σαν να αυξάνουν την πείνα και τη δίψα του, σε σημείο που όλος ο κόσμος δεν φθάνει να τις χορτάσει. Γι’ αυτό, είναι φυσική η ερώτηση του νέου, «τί να κάνω για να έχω ζωήν αιώνιον;». Διότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος για τη ζωή την αιώνιο. Γι’ αυτό ο θάνατος είναι τόσο τραγικός για όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως. Και οι Χριστιανοί, όταν παραδέχονται τον βίαιο θάνατο για τον Χριστό, όπως οι Μάρτυρες, ή τον εκούσιο θάνατο, όπως οι Όσιοι, τον παραδέχονται επειδή ακριβώς έχουν μεταβεί ήδη από αυτή τη ζωή στην αιώνια ζωή. Ο θάνατος είναι μια μετάβαση, θλιβερή όμως και αυτή, διότι μας υπενθυμίζει τη δυνατότητα ότι μπορούμε να πεθάνουμε, ότι μπορούμε να χάσουμε και το Θεό και την αιώνια ζωή και τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας.
Ίσως δεν είναι αυτή η ώρα κατάλληλη να μιλήσω περισσότερο, αλλά, εν πάσει περιπτώσει, και στην ψυχανάλυση του Φρόυντ και στην κοινωνιολογία του Μαρκουζέ, διαπιστώνεται ότι ο θάνατος είναι ένα παράλογο, διότι κατ’ αρχήν κόβει τις δημιουργημένες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και κυρίως την αγάπη. Κόβει και απονοηματοποιεί.
Η αγάπη, ως η πιο δυνατή σχέση στην ανθρώπινη ζωή και ύπαρξη, διεκδικεί για τον εαυτόν της αθανασία, αιωνιότητα. Γι’ αυτό και θλίβεται ο άνθρωπος όταν έρχεται ο θάνατος, που απειλεί αυτή τη σχέση, αν όχι και την κόβει, για εκείνους που δεν πιστεύουν. Επομένως, αν ο άνθρωπος έχει μέσα του και δύναμη και έφεση αγαπητική, και αυτή η αγάπη διεκδικεί από τη φύση της αιωνιότητα, την μη διακοπή, την αφθαρσία, την αθανασία δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος για αιωνιότητα.
Απ’ αυτό προήλθαν όλες των ανθρώπων οι επιθυμίες, οι δόξες, οι θρησκείες, οι προσδοκίες για την αιώνια ζωή. Ας έχουν πάρει πολλές απ’ αυτές διαφορετική ερμηνεία, θα έλεγα λάθος ερμηνεία, αλλά ως επιθυμίες είναι αγνές και γνήσιες. Ακόμη και σε εκείνους που δεν πιστεύουν στο Θεό, η αίσθηση της δυνάμεως, της προοδευτικότητας του ανθρώπου, της ελπίδας, της προσδοκίας καλύτερου μέλλοντος και πίστεως ότι μπορεί να γίνει καλύτερο μέλλον, είναι δεδομένο, δοσμένο από τον φιλάνθρωπο Θεό στον άνθρωπο, για να θυμάται ότι είναι φτιαγμένος για την αιώνια ζωή. Γι’ αυτό, η ερώτηση του νέου στο ευαγγέλιο ήταν η πιο ριζική, η οριακή ερώτηση: «τί πρέπει να κάνω για να έχω ζωήν αιώνιον;»
Ο άνθρωπος είναι καλεσμένος ήδη με την ύπαρξή του (με την είσοδό του στον κόσμον και τη ζωή αυτή) στην αιώνια ζωή. Αλλά τί είναι αιώνια ζωή, τί περιεχόμενο θα έχει; Δεν είναι απλώς ένα θρησκευτικό κήρυγμα, ή, με τα λόγια τα σημερινά, μια προπαγάνδα για να ξεγελούμε τους ανθρώπους, αλλά είναι μία κλίση στην πιο βαθειά διαίσθηση που έχει ο άνθρωπος για ζωή, άλλα ζωή «εν κοινωνία», ζωή προσώπων, αδελφών εν αγάπη. Και αυτή είναι ακριβώς η Εκκλησία του Χριστού, και σ’ αυτό μας καλεί ακριβώς η θεία Λειτουργία ως μία πρόγευση, ως μία προετοιμασία, ως μία προειδοποίηση. Έτσι κάπως θα είναι η αιώνια ζωή, όλοι μαζί με αγάπη, αδελφοί, σε χαρά, σε πανηγύρι.
Αποτελείται η κοινωνία και μπορεί να αποτελείται μόνον από πρόσωπα· και όσο πιο ανεπτυγμένα πρόσωπα τόσο πιο καλή κοινωνία. Κι’ από την άλλη μεριά, τα ανθρώπινα πρόσωπα αναπτύσσονται και ζουν φυσικά μόνον «εν κοινωνία». Ένας ατομισμός (το κάθε άτομο για τον εαυτό του), μία ιδιοτέλεια, ένας εγωισμός δεν δημιουργεί κοινωνία προσώπων. Γι’ αυτό η αγάπη (και ο Θεός είναι αγάπη, ο Χριστός είναι αγάπη) είναι αλληλοπεριχώρηση, αλληλοπληροφορία (με την πρωταρχική έννοια της λέξεως πληροφορία, ότι κυκλοφορεί, φορείται μέσα μας πλήρως ένα περιεχόμενο, που λέγεται αγάπη), αλληλοδιείσδυση· είναι αλληλοπεριχώρηση των προσώπων «εν κοινωνία», και της κοινωνίας της αγάπης «εν τοις προσώποις». Γι’ αυτό, όταν λέμε ως Ορθόδοξοι ότι ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα του Θεού, ή ο Θεός τον έχει δημιουργήσει κατ’ εικόνα Του, είναι κατ’ εικόνα της Αγίας Τριάδος, που είναι η κοινωνία Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, κοινωνία αγάπης (γι’ αυτό λέγεται ο Θεός αγάπη), και ο άνθρωπος είναι καλεσμένος σ’ αυτήν την κοινωνία.
Θυμάμαι ένα φίλο μου που είχε έναν αδελφό θα έλεγα λίγο άρρωστο, λίγο πολύ απασχολημένο με τον εαυτόν του, που αγνόησε το σπίτι του, τους συγγενείς, τους φίλους και κινδύνευσε να χάσει την ψυχική του υγεία. Πίστευε βέβαια στο Θεό, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι και τον Θεό τον χρησιμοποιούσε για τον εαυτόν του, για ένα σκοπό του εαυτού του. Του είπε μία ημέρα ο φίλος μου (είναι μεγάλος ο λόγος αυτός): « Αδελφέ μου, ξέχασες ότι είμαστε καλεσμένοι σε μία μεγάλη, αιώνια σύναξη, σε μία σύνοδο, να είμαστε όλοι μαζί και να ασχολούμεθα όλοι με όλους με αγάπη, και όχι ο καθένας με τον εαυτό του;» Είμαστε καλεσμένοι στην Εκκλησία. Μη ξεχνάμε τη μεγάλη σοφία των σοφών Ελλήνων που αυτή τη λέξη βρήκανε να μιλήσουν για την εκκλησία του δήμου, τους καλεσμένους πολίτες μίας πόλεως να λάβουν μέρος σε μία κοινή υπόθεση. Η εβραϊκή λέξη που μεταφράσθηκε στα ελληνικά ως συναγωγή είναι το ίδιο. Πάρθηκε λοιπόν η ελληνική λέξη ως πιο κατανοητή, αλλά το ίδιο περιεχόμενο έχει, μόνον που ο Χριστός είναι εκείνος που μας καλεί, και καλεί τους πολίτες που όλοι είναι ίσοι, που όλοι είναι αδέλφια· όλοι έχουμε και δικαιώματα και ευθύνες, όλοι μετέχουν σ’ αυτή την κοινή σύναξη, την σύνοδο αυτή. Αυτό είναι η Εκκλησία. Αλλά ο Χριστός, όταν καλεί, καλεί πια ως Θεός που έγινε άνθρωπος, που έχει φανερώσει εδώ, απτά, προσιτά σε μας, το Θεό. Έχει γίνει αληθινός άνθρωπος για να μας αναγάγει στην αιώνια πια και άφθαρτη κοινωνία, στην Εκκλησία, αλλιώς, φθείρεται ο κόσμος, φθείρεται η ύπαρξή μας, φθείρεται το σύμπαν. Μόνον ο Θεός μπορεί να δώσει αφθαρσία και αθανασία. Γι’ αυτό ήρθε ο Χριστός, να μας αναγάγει στην αιώνια σύναξη, στην αιώνια σύνοδο, στην αιώνια Εκκλησία, και εκεί θα είναι το πλήρωμα της ζωής, η χαρά, η πανήγυρις, η θεία Λειτουργία στην αιωνιότητα, όπου όλοι με όλους θα συναντηθούμε ενώπιον του Θεού και μαζί με το Θεό και με τους ανθρώπους. Όλοι επικοινωνούμε και αναδεικνύεται το πρόσωπο του καθενός, διότι είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο· όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο ένα και μόνο πρόσωπο ενός ανθρώπου· ταυτόχρονα όμως αναδεικνύεται σε κοινωνία με άλλα πρόσωπα, με αγάπη, διότι η αγάπη εξισώνει όλους, όπως εξίσωσε το Θεό με τους ανθρώπους.
Κι’ αυτό ο Χριστός με πολύ απλά λόγια το είπε στο Ευαγγέλιο. Όλο το Ευαγγέλιο έχει την αγάπη προς το Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον και σαν σήμα, σαν σημείο φανερώνεται ο Σταυρός. Είναι πολύ απλά αυτά, αλλά τόσο αληθινά. Ο Σταυρός έχει δύο ξύλα που τον δημιουργούν, ένα κάθετο, είναι η αγάπη προς το Θεό, και ένα οριζόντιο, είναι η αγάπη προς τον πλησίον. Εάν αφαιρέσουμε το οριζόντιο δεν έχουμε Σταυρό, έχουμε ένα δοκάρι. Εάν αφαιρέσουμε πάλι το κάθετο δεν έχουμε Σταυρό. Μόνον οι δύο αγάπες αποτελούν την ουσία του Χριστιανισμού αλλά και την ουσία της ανθρώπινης ζωής. Είναι πάρα πολύ ανθρώπινα αυτά, μία ανθρωπιά πρωταρχική και για όλη την αιωνιότητα. Να έχουμε σχέση με το Θεό και με τους άλλους· έτσι οικοδομούμεθα ως πρόσωπα, αλλά και ως κοινωνία.
Έτσι, το Ευαγγέλιο είναι πολύ απλό, αλλά είναι πράγματι για την αιώνια ζωή. Διότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο μία δέσμη πρωταρχικών αληθινών σχέσεων, προσωπικών σχέσεων. Γι’ αυτό μιλάει για Πατέρα, για Υιό, για φίλους, για οικογένεια, για σπίτι. Έτσι είναι κατανοητό και σε απλά παιδιά· και δεν είπε τυχαία ο Χριστός ότι θα γίνουμε όλοι σαν παιδιά. Ο μόνος στην ιστορία της ανθρωπότητας που απευθύνεται προς τα παιδιά είναι ο Χριστός, διότι ήξερε γιατί είναι δημιουργημένα, και τι δυνάμεις έχει η παιδικότητα και η νεότητα, τι γνησιότητα έχει για να διψάει την αιώνια ζωή. Εγώ προέρχομαι από μία γειτονική, αδελφική χώρα, στην οποία προσπάθησαν να αλλάξουν την πορεία των ψυχών των ανθρώπων, κυρίως δε των νέων. Σήμερα, δόξα σοι ο Θεός, οι νέοι είναι οι περισσότεροι που γυρίζουν ακριβώς προς την Εκκλησία, προς τον Χριστό, διότι βρίσκουν πράγματι άφθαρτο, αθάνατο περιεχόμενο της ζωής τους, και εδώ, αλλά και ανοικτά σ’ όλη την αιωνιότητα. Αυτό προσφέρει η θεία Λειτουργία. Μας μαζεύει όλους και μας δείχνει, μας φανερώνει πως θα είναι όλη η αιωνιότητα: Χαρά όλων με όλους, με αγάπη και με κοινωνία προσώπων. Το κάθε ένα πρόσωπο, αντάξιο όλων των άλλων αλλά μη χωρισμένο απ’ όλους τους άλλους, βρίσκει τη χαρά του, το πλήρωμά του στην αγάπη με όλους.
Εμείς, ως Ορθόδοξοι, αυτό το νοιώθουμε με όλες τις αδυναμίες μας, με όλες τις ελλείψεις μας, με όλες τις αποτυχίες μας θα έλεγα. Παρά ταύτα μένουμε σ’ αυτή την ερώτηση του νέου ανθρώπου του Ευαγγελίου, αλλά και προχωρούμε πέρα από τον νέο, διότι αυτός, ναι μεν ήθελε την αιώνια ζωή, αλλά δεσμεύτηκε με πάρα πολλά άλλα, που αυτά καθ’ εαυτά δεν ήτανε κακά (π.χ. τα υπάρχοντά του, τα κτήματα), αλλά δεσμεύτηκε περισσότερο με αυτά παρά με την αιώνια ζωή, με τον Χριστό. Όλα της ζωής αυτής είναι ευλογημένα, είναι οίκος του Θεού ο κόσμος, και ο Θεός τα έχει δώσει όλα για μας. Αλλά ο άνθρωπος πρέπει να καταλάβει ότι πρέπει να ανυψωθεί πάνω απ’ αυτά, και έτσι θα είναι πλήρης η χαρά μας, η χαρά της αιώνιας αγάπης σε κοινωνία με τον Θεό εν τω Χριστώ. Από τον Θεό προσφέρθηκε ως δυνατότητα, ως παροχή δυνατότητας, για να μπορεί ο άνθρωπος να πραγματοποιήσει αυτό για το οποίο τον έχει καλέσει ο Θεός. Γι’ αυτό ο Χριστός δεν είναι πολυτέλεια, αλλά είναι πράγματι η οδός, η αλήθεια και η αιώνια ζωή για μας τους ανθρώπους, είναι ο χώρος όπου χωράμε όλοι, είναι η Χώρα των ζώντων (όπως λέγεται και η μεγαλοπρεπής Μονή της Κωνσταντινουπόλεως, η Μονή της Χώρας), και θα ζήσουμε εκεί ως πρόσωπα, ως αδελφοί με αγάπη, με κοινωνία, διότι γι’ αυτό μας έχει δημιουργήσει ο Θεός.
Ας είναι ευλογημένος και Εκείνος και όσοι τον ζητάνε, διότι ζητάνε την πιο αληθινή ανθρωπιά, την πιο αληθινή γνησιότητα, την εκπλήρωση της πιο αληθινής δίψας και ελπίδας της ανθρωπινής ζωής.
(Απομαγνητοφωνημένο κήρυγμα του πρ. Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης Αθανασίου Γιέβτιτς)