Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Κυριακή ΙB' Ματθαίου (Ματθ. ΙΘ' 16-26). του Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Κωνστάνταρου




Μια από τις περικοπές που κάνει όσους διαθέτουν πλούτο και υλικά αγαθά ν' αντιδρούν, είναι και η περικοπή αυτή που περιγράφεται η συμπεριφορά του πλούσιου νέου.
Γνωστά τα γεγονότα. Ο νεανίσκος, πλησιάζει τον Ιησού και ζητά πληροφορίες για το τι πρέπει να κάνει ώστε να κερδίσει την αιώνια ζωή.
Να σταθούμε λίγο σ' αυτό. Τι παρατηρούμε; Ότι ο άνθρωπος αυτός, ούτε αρνείται τον Θεό, ούτε τη διδασκαλία περί της αιωνίου ζωής. Και φαίνεται από τη συνέχεια του διαλόγου με τον Κύριο, ότι πράγματι, στο μέτρο του δυνατού, αγωνιζόταν να εφαρμόσει τις εντολές του Δεκαλόγου.
Επομένως, δεν ετίθετο θέμα πίστεως ή απιστίας. Ήταν ξεκαθαρισμένος και ήδη ανερχόταν την κλίμακα των εντολών.  Επειδή δε η καρδιά του ζητούσε τα υψηλά, ρωτά πώς θα τα κατακτήσει.
“Τι έτι υστερώ;” Τι μου λείπει για να φθάσω στην κορυφή; Με την ειλικρίνειά του θέτει ένα ερώτημα που τελικώς η απάντησή του θα φέρει στην επιφάνεια το καρκίνωμα που του κατέτρωγε την καρδιά.
Έφη αυτώ ο Ιησούς, ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι” (Ματθ. ΙΘ΄ 21). Δηλ. Είπε σ' αυτόν ο Ιησούς. Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα έχεις θησαυρό στους ουρανούς. Και έλα να με ακολουθήσεις.
Επειδή ο νεανίσκος συνειδητοποίησε σε όλο τα βάθος και το πλάτος την απάντηση του Κυρίου, κατάλαβε δηλ. ότι δεν του μένει παρά να σπάσει τις αλυσίδες του πλούτου. Είδε όμως ότι δεν μπορεί να παίζει με την αιώνια ζωή και με τον Ιησού και λόγω του ότι δεν είχε την θέληση να περάσει στο χώρο της χάριτος και της ελευθερίας, “απήλθε λυπούμενος, ήν γαρ έχων κτήματα πολλά” (Μάτθ. ΙΘ' 22) δηλ. έφυγε λυπημένος διότι είχε πολλά κτήματα και η καρδιά του ήταν προσκολλημένη σε αυτά.
Μάλιστα.   Θα μπορούσε να γίνει απόστολος του Χριστού, αλλά προτίμησε να προσέχει τα χωράφια του και τα λιοστάσια. Τα άλογα και τα βόδια, τα πλούτη και την ψεύτικη λάμψη τους που θαμπώνει το νού, ταράζει και χαντακώνει την καρδιά. Προτίμησε τη γη ή οποία τελικώς και τον “κληρονόμησε” αφού μέσα της... “έλιωσε το σκωληκόβρωτο σώμα του...”.
Δεν υπάρχει χειρότερη κατάσταση αδελφοί μου, από το να φθάνει ο άνθρωπος και μάλιστα ο πιστός (;) σε ηθική κρίση και τελικώς να αρνείται χάριν της αμαρτίας τον ίδιο τον Σωτήρα και Λυτρωτή.  Δεν υφίσταται μεγαλύτερη διαστροφή από το να αγαπά ο άνθρωπος το άψυχο χρήμα. Από το να έχει μέσα την καρδιά του τις πέτρες (χρυσό – διαμάντια...), και να στοιβάζει μέσα στο σπλάχνα του τα τυπωμένα παλιόχαρτα των χαρτονομισμάτων... Όντως δεν μπορεί να υποστεί μεγαλύτερη διαστροφή από το να αρνείται κανείς την σωτηρία του και την αγάπη προς τους αδελφούς και να προτιμά τον βρομερό “σκώληκα” του χρηματιστηρίου.
Τα υλικά αγαθά και ο πλούτος καθ' εαυτά, βεβαίως, δεν είναι κάτι το κακό.
Γίνονται όμως κακά και επιβλαβή, όταν κανείς ξεφύγει από την ορθή χρήση και φτάνει στην καταραμένη λατρεία του μαμωνά.
Το δε παράδοξο στο όλο θέμα είναι ότι αυτό το γνωρίζει ο άνθρωπος όταν διαθέτει ελάχιστα ή όταν αγωνίζεται για τον άρτον τον επιούσιον. Αρχίζει όμως να τα λησμονεί όταν περνά σε επίπεδα οικονομικής ευμάρειας.
Εάν τώρα προστεθεί και η αδιάκοπη αγωνία για τον πολλαπλασιασμό της περιουσίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, τότε κατανοεί κανείς πολύ εύκολα γιατί ο ίδιος ο Κύριος είπε “ευκοπώτερον εστί κάμηλον διά τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν” (Ματθ. ΚΘ' 24). Δηλ. ευκολότερο είναι να περάσει μια γκαμήλα από την τρύπα, που ανοίγει η βελόνα, παρά ο πλούσιος να μπει στην βασιλεία του Θεού.
Υπερβολικός ο λόγος; Φίλοι μου, τα πάντα μπορεί να είναι υπερβολικά στους λόγους των ανθρώπων. Δεν μπορεί όμως να γίνεται λόγος περί υπερβολής, στα λόγια που μας αποκάλυψε ο Θεάνθρωπος. Ο Ιησούς ήλθε να κηρύξει την αλήθεια ...
Και αυτό που επιβάλλεται επίσης να προστεθεί είναι, ότι ο λόγος αυτός του Κυρίου, που εκπλήσσει εμάς όπως και τους μαθητές, ελέχθη μόνο για τον πλούσιο. Δεν ελέχθη τέτοιος λόγος για τον πτωχό, καίτοι η φτώχεια και μάλιστα η ακραία πενία, γίνεται αρκετές φορές κακός σύμβουλος για τον άνθρωπο που υποφέρει, όπως διαπιστώνουμε όλοι μας, κυρίως τον τελευταίο καιρό στην πατρίδα μας...
Να υποστηρίξουμε λοιπόν ότι, αφού έτσι έχει η πραγματικότητα, ότι δηλ. κινδυνεύει να κολαστεί ο έχων χρήματα πολλά, να υποστηρίξουμε ότι είναι προτιμώτερο να λείπει ο πλούτος από την ζωή μας;
Άνευ ουδεμιάς αντιρρήσεως θα πρέπει να συμβαίνει αυτό, εάν βεβαίως θέλουμε να βλέπουμε τα πράγματα αντικειμενικά και στη σωστή τους διάσταση. Μάλλον αυτό θα πρέπει να ευχόμαστε εκ βάθους καρδίας. Και θα προσθέσουμε ότι και ο πλούτος είναι ένα σημείο βασικότατο από την αντιμετώπιση του οποίου αποκαλύπτεται και η ποιότητα της πνευματικής μας ζωής. Χριστιανός που αφήνει την καρδιά του να κλίνει προς τον πλούτο, απλά δεν μπορεί να λέγεται αυθεντικός Χριστιανός. Εάν τώρα κάποιος έχει διαφορετική άποψη επάνω στο θέμα αυτό, εάν δεν θέλει ν΄ακούσει τον Ιησού, δεν του μένει, παρά να κρατήσει την άποψή του, όπως ακριβώς και ο πλούσιος νεανίσκος...
Αλλά τι χρειάζονται τα πολλά λόγια; Δεν το βλέπουμε αυτό άλλωστε στην καθημερινή μας ζωή;  Ο πλεονασμός γίνεται επικίνδυνος πειρασμός. Και ας μη νομίσουμε ότι εάν ρεύσει ο πλούτος, τότε θα έχουμε την δυνατότητα για φιλανθρωπίες και ελεημοσύνες. Ας μη ξεγελά ο πονηρός με σκέψεις από τα “δεξιά”,  για να μας γκρεμίσει τελικώς και στα “αριστερά”.
Ας δοξάζουμε τον Θεό όταν υπάρχει ο καθημερινός άρτος και με πίστη και καρτερία ας προσπαθούμε και ας μένουμε στον αγώνα μας όταν στερούμαστε και αυτόν.
Το να μακαρίζει κανείς τον πλούσιο ο οποίος κινδυνεύει να χάσει την ψυχή του, τούτο αποτελεί δείγμα αφροσύνης. Και το να νομίζει κάποιος ότι όντας πλούσιος μπορεί να εφαρμόζει τις Ευαγγελικές εντολές, εάν όντως το πιστεύει αυτό, τούτο αποδεικνύει την πλάνη του και την ψευδαίσθησή του. Να προσθέσουμε δε, ότι ουσιαστικά ένας τέτοιος άνθρωπος, έχει παύσει να είναι Χριστιανός, αφού με την κοσμοθεωρία του περί πλουτισμού και Ορθοδοξίας, πάει να βγάλει ψεύτη τον Ιησού.
Στην περίπτωση τώρα που υφίσταται ο πλούτος, εάν βεβαίως υφίσταται καλώς και τιμίως, τότε ας ακούγεται ο θεόπνευστος Ψαλμωδός, ο οποίος διαλλαλεί “πλούτος εάν ρέει, μη προστίθεσθε (= μη προσκολάσθε σ΄αυτόν) καρδίαν” (Ψαλμ. ΞΑ' 11).
Έτσι λοιπόν, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα πρέπει  να αφήνουμε να προσκολλάται η καρδιά σ' αυτό το άψυχο αντικείμενο, διότι κινδυνεύει να αδειάσει από τις αρετές μα κυρίως από την αγάπη.
Και ας έχουμε πάντα στο νου μας, φίλοι μου, ότι ο φτωχότερος άνθρωπος στον κόσμο είναι εκείνος που δεν έχει τίποτε άλλο, εκτός από χρήματα.
Επομένως, ας μη φοβόμαστε την φτώχεια, αλλά τον ακόρεστο πλουτισμό.
Αμήν.

π. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Κόνιτσα

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714 - 1779)



Ο Κοσμάς ο Αιτωλός,
 μοναχός, υπήρξε 

διδάσκαλος και
 φωτιστής του Γένους,
 εθνομάρτυρας και 
άγιος της Εκκλησίας. 
Καμιά προσωπικότητα
 των χρόνων της δουλείας
 δεν έχει απασχολήσει
 τόσο πολύ την επιστήμη,
 τη λογοτεχνία και 
τη θεολογία, όσο 
Πατροκοσμάς, όπως 
επικράτησε να 
ονομάζεται από τα
 πλατιά λαϊκά στρώματα. Ανήκει στις φωτισμένες μορφές, 
που προετοίμασαν το Γένος για την παλιγγενεσία του. 
Η εμφάνιση του συνέπεσε με μια κρισιμότατη περίοδο 
της ιστορίας του δούλου Γένους. Τον 18ο αιώνα 
συντελείται η ανασυγκρότηση του ελληνισμού
 σε όλους τους τομείς. Μέσα στο προστατευτικό 
πλαίσιο της εθναρχούσας Εκκλησίας διατήρησε 
την ακεραιότητα του και μπόρεσε να επιβιώσει 
στους ιδιαίτερα δύσκολους 16ο και 17ο αιώνες.

Βιογραφικά
Γεννήθηκε το 1714 στο Μέγα Δένδρο (κατ' άλλους
 στον Ταξιάρχη), της επαρχίας Αποκούρου της Αιτωλίας.
 Το Μέγα Δένδρο δέχεται ως τόπο καταγωγής του ο
 πρώτος βιογράφος και σύγχρονος του
 Νικόδημος ο Αγιορείτης. Έμαθε τα πρώτα γράμματα
 στο ιεροδιδασκαλείο του Λύτσικα στη Σιγδίτσα της
 Παρνασσίδος και στη μονή Αγίας Παρασκευής στα
 Βραγγιανά των Αγράφων. Δίδαξε ως «υποδιδάσκαλος»
 στη Λομποτινά Ναυπακτίας και σε άλλα χωριά. 
Επιθυμώντας να λά6ει μιαν ανώτερη παιδεία 
πήγε στην Αθωνιάδα Σχολή (μονή Βατοπεδίου) γύρω
 στο 1750, όπου είχε δασκάλους τον Παν. Παλαμά, 
τον Ευγένιο Βούλγαρη και τον Νικ. Τζαρτζούλη.
Στο Άγιο Όρος επιδόθηκε στην άσκηση και τη 
μελέτη της Αγίας Γραφής και των εκκλησιαστικών
 Πατέρων. «Μελετώντας το άγιον και ιερόν Εύαγγέλιον
 -έλεγε στο κήρυγμα του-εύρον μέσα πολλά και 
διάφορα νοήματα, τα οποία είναι όλα μαργαριτάρια,
 διαμάντια, θησαυρός, πλούτος, χαρά, ευφροσύνη, ζωή
 αιώνιος». Μολονότι το περιεχόμενο της παιδείας του
 δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, από 
το κήρυγμα του συνάγεται ότι είχε μια βαθιά 
εκκλησιαστική γνώση και μια επαρκή γενικότερη 
«θύραθεν» παιδεία. Γνώριζε καλά Ελληνικά, έμαθε
 ξένες γλώσσες («Εβραϊκά, Τουρκικά, Φράγκικα»)
 και δείχνει κάποια άνεση στη χρήση και της αρχαίας
 ελληνικής γραμματείας. Άλλωστε, και μετά τη 
φοίτηση του στην Αθωνιάδα, ως μοναχός μπορούσε
 να συνεχίσει την κατάρτιση του «κατ' ιδίαν»
 («... έφθειρα την ζωήν μου είς την σπουδήν 
σαράντα πενήντα χρόνους... τα βάθη της σοφίας
 ήρεύνησα» -θα ομολογήσει). Το 1759 έγινε
 μοναχός στη μονή Φιλόθεου. Τότε άλλαξε το 
κοσμικό του όνομα Κώνστας με το μοναχικό Κοσμάς.
Στον χώρο της μετανοίας του φλεγόταν από τον 
πόθο να βοηθήσει το υπόδουλο Γένος, συμβάλλοντας
 στον κατά Θεόν φωτισμό του. «Άκούοντας και
 εγώ, αδελφοί μου -θα πει αργότερα-τούτον τον 
γλυκύτατον λόγον, όπου λέγει ο Χριστός μας, να
 φροντίζωμεν και δια τους αδελφούς μας, 
μ' έτρωγεν εκείνος ο λόγος μέσα είς την 
καρδίαν τόσους χρόνους, ωσάν το σκουλήκι, 
όπου τρώγει το ξύλον... Όθεν άφησα την 
Ιδικήν μου προκοπήν, το ιδικόν μου καλόν,
 και εβγήκα να περιπατώ από τόπον είς τόπον
 και διδάσκω τους αδελφούς μου». Και αλλού 
θα συμπληρώσει: «Επειδή το Γένος μας έπεσεν 
εις αμάθειαν, είπα: Ας χάση ο Χριστός εμένα,
 ένα πρόβατον, και ας κερδίση τα άλλα. 
Ίσως η ευσπλαγχνία του Θεού και η ευχή 
σας σώση και εμένα».
Στα τέλη του 1760, πιθανότατα, πήγε στην 
Κωνσταντινούπολη και έλαβε άδεια και ευλογία
 του οικουμενικού πατριάρχη Σωφρονίου Β',
 για να αρχίσει το ιεραποστολικό του έργο, 
το οποίο συνέχισε για μια περίπου εικοσαετία 
και το επισφράγισε με το μαρτύριο του.
Ο Κοσμάς πραγματοποίησε τέσσερεις ή 
κατ' άλλους τρεις περιοδείες, σε όλο τον 
ελλαδικό χώρο. Οι πορείες του δεν 
μπορούν να οριστούν με ακρίβεια. 
Διάφορες «ενθυμήσεις» εκκλησιαστικών 
βιβλίων, τοπικές παραδόσεις και οι επιστολές 
του βεβαιώνουν ότι περιόδευσε τα μέρη της
 Κωνσταντινούπολης, τη Θράκη, το Άγιο Όρος, 
τη Στερεά Ελλάδα, την Αχαΐα, τη Θεσσαλία, 
τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τα νησιά του Αιγαίου
 και Ιονίου, τμήμα της Σερβίας και τη 
Βόρειο Ήπειρο, όπου υπήρχε ελληνικό στοιχείο.
 Κήρυττε σε πόλεις και χωριά, σε ορεινές και 
απομονωμένες περιοχές, αψηφώντας μόχθο 
και κινδύνους. Παρά την ηπιότητα και 
πατρικότητα του κηρύγματος του, που 
έβρισκε μεγάλη λαϊκή ανταπόκριση, δεν 
έλειψαν οι αντιδράσεις. Τους πλουσίους
 και κάθε είδους δυνατούς προκαλούσε
 ο λόγος του να δώσουν «το άδικον οπίσω»·
 πολλούς από τους κοτζαμπάσηδες ο λόγος 
του για δικαιοσύνη- τους Ενετούς και το 
επτανησιακό αρχοντολόι η ρωμαίικη παράδοση,
 που αυτός εκπροσωπούσε· και τέλος τους Εβραίους
 η μεταφορά, με ενέργειες του, του παζαριού από την
 Κυριακή στο Σάββατο και οι λαϊκές αντιεβραϊκές 
παραδόσεις, που χρησιμοποιούσε. Η επιβουλή των
 Εβραίων εναντίον του έγινε ο μεγαλύτερος κίνδυνος
 του: «Να τον παρακαλέσετε (τον Χριστό) -έλεγε-να
 με φυλάγη από τις παγίδες του Διαβόλου και μάλιστα 
των Εβραίων, όπου εξοδιάζουν χιλιάδες πουγγιά δια 
να με θανατώσουν». Στις 2 Μαρτίου 1779 έγραφε 
στον λόγιο αδελφό του Χρύσανθο: 
«Δέκα χιλιάδες Χριστιανοί με άγαπώσι 
και ένας με μισεί. 
Χίλιοι Τούρκοι με άγαπώσι 
και ένας όχι τόσον
. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν τον θάνατον μου
 και ένας όχι». 
Οι Εβραίοι τον συκοφάντησαν ότι δήθεν ήταν
 όργανο της Ρωσίας και υποκινούσε επανάσταση.
 Ενώ κήρυσσε στο χωριό Κολικόντασι του Βερατίου, 
συνελήφθη με εντολή του Κουρτ πασά,
 στις 23 Αυγούστου 1779, και την επομένη
 κρεμάστηκε από δέντρο στις όχθες του 
ποταμού Άψος, χωρίς καμιά δίκη και καταδικαστική 
απόφαση. Το σώμα του γυμνώθηκε και ρίχτηκε 
οτον ποταμό, απ' όπου το ανέσυρε ύστερα από τρεις 
μέρες ο εφημέριος του χωριού και το έθαψε στον ναό του.

Η δράση
Ο Κοσμάς επέλεξε τον αποστολικό τρόπο δράσης,
 υπακούοντας σε εντολές και ευρύτερο σχέδιο του
 οικουμενικού πατριαρχείου. Η έναρξη ιεραποστολικής 
δράσης σχεδόν ταυτόχρονα με τον Κοσμά και από
 τον λόγιο ιεροκήρυκα του πατριαρχείου Δωρόθεο
 Βουλησμά ενισχύει αυτή την εκδοχή. Οι περιοδείες 
του Πατροκοσμά αποσκοπούσαν στην ενίσχυση
 της λαϊκής ενότητας μέσα στην εκκλησιαστική
 παράδοση, που ήταν και εθνική. Πρωταρχικός
 στόχος του ήταν η ανάσχεση των εξισλαμισμών, 
που είχαν πυκνωθεί τον 18ο αιώνα. Το κήρυγμα 
του Πατροκοσμά μπόρεσε να βρει απήχηση και
 συνεπώς να έχει και διάρκεια, γιατί ο Κοσμάς
 μπορούσε να μιλεί με τρόπο κατανοητό στον
 λαό, αντίθετα με άλλους λογίους ιεροκήρυκες της 
εποχής του. Ο λόγος του φανερώνει το λαϊκό φρόνημα του.
 Χρησιμοποίησε τον γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας
 των λαϊκών στρωμάτων, για να μπορεί να βρει 
απήχηση ο λόγος του. Διάνθιζε το κήρυγμα του με 
ελεύθερη απόδοση αγιογραφικών και πατερικών
 χωρίων, με τα οποία ο λαός ήταν εξοικειωμένος
 στη λειτουργική ζωή του. Ο «δημοτικισμός» όμως του
 Πατροκοσμά δεν ήταν τεχνητός, αλλά φυσικός και αβίαστος.
 Δεν επεδίωκε, άλλωστε, τον εντυπωσιασμό του λαού, αλλά
 την πνευματική προκοπή του. Στην απλουστευμένη 
μορφή του λόγου του σώζεται ατόφιος ο ελληνικός
 γλωσσικός πλούτος, μέσα σε μια φυσική και ανεπιτήδευτη 
ρητορικότητα, που παρουσιάζει σε πολλά σημεία 
σπάνια λογοτεχνική δύναμη. Ο Πατροκοσμάς δεν
 κατέχεται από κάποιο γλωσσικό μονισμό. Γνωρίζει
 την ελληνική γλώσσα σ' όλη τη διαχρονία της. 
Γι' αυτό χρησιμοποιεί με άνεση διάφορες γλωσσικές 
μορφές, ανάλογα με τις περιστάσεις. 
Αρκεί να παραβάλει κανείς τη γλώσσα του κηρύγματος
 του με εκείνη της αλληλογραφίας του.
Η αγάπη του Κοσμά για τον λαό φανερώνεται συχνά
 στο κήρυγμα του. «Χρέος έχουν εκείνοι, όπου σπουδάζουν 
-σημειώνει-να μη τρέχουν εις αρχοντικά και αυλάς 
μεγάλων και να ματαιώνωσι (να χαραμίζουν) τη σπουδή
 τους, δια να αποκτήσουν πλούτον και αξίωμα, αλλά να 
διδάσκωσι μάλιστα τον κοινόν λαόν, όπου ζώσι
 με πολλήν απαιδευσίαν και βαρβαρότητα». Πρότυπα 
του σε αυτό το πλησίασμα του λαού, που επιχείρησε, 
είχε ασφαλώς τον Φραγκίσκο Σκούφο (1644-1697), 
τον Ηλία Μηνιάτη (1669-1714) και τον
 Βικέντιο Δαμοδό (1700-1752). Την ίδια δε παράδοση θα
 ακολουθήσει και ο νεώτερος του Κοσμά 
Νικηφόρος Θεοτόκης (1730-1800).
Το κήρυγμα του Πατροκοσμά και η διδασκαλία του
 αποτυπώθηκαν στις περίφημες Διδαχές του, ο οποίες
 δείχνουν την πατερικότητα και παραδοσιακότητά τους.
 Στον λιτό και ανεπιτήδευτο λόγο του ανακεφαλαιώνεται
 όλη η πατερική παράδοση. Το φιλολογικό πρόβλημα των
 Διδαχών εξέτασε εκτεταμένα ο Ι. Μενούνος στη
 διατριβή του. Ο λόγος του Πατροκοσμά δεν έχει
 μεγάλη ποικιλία. Είναι μια βασική διδασκαλία, που 
ο «σκελετός» της παρέμενε βασικά ο ίδιος, με
 ανάλογες προσαρμογές κατά τις περιστάσεις.
 Το θεολογικό του σχήμα είναι: δημιουργία από τον 
Θεό -πτώση- σωτηρία εν Χριστώ -μέθοδος 
οικειώσεως της εν Χριστώ σωτηρίας (λυτρωτικά μέσα
 της Εκκλησίας: άσκηση -μυστήρια). Ο Ι. Μενούνος 
διακρίνει πέντε τύπους Διδαχών (συνολικά 26 κείμενα) του
 Κοσμά, των τελευταίων ετών της δράσης του. 
Κανένα αυτόγραφο του δεν σώζεται. 
Τα κηρύγματα του καταγράφονταν από ακροατές του.
Ο Κοσμάς ακολουθούσε συγκεκριμένη πορεία στο κήρυγμα
 του. Σε κάθε τόπο έκανε μια πρώτη ομιλία το βράδυ, γιατί
 η μετακίνηση του γινόταν στη διάρκεια της ημέρας. 
Το πρωί έκανε μια δεύτερη ομιλία. Στην πρώτη μιλούσε για 

τη δημιουργία και την πτώση, στη δεύτερη για τη σωτηρία. 
Το δεύτερο βράδυ έκανε τρίτη ομιλία με θέμα την ανάσταση
 και την εξάπλωση της πίστης, μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Η ευρύτερη θεματική των ομιλιών του είχε στόχο την 
ανταπόκριση στις άμεσες ανάγκες και στους 
προβληματισμούς του Γένους. Θα μπορούσαν να
 διακριθούν εδώ τρεις άξονες:

α) Η ορθόδοξη πίστη και παράδοση
Απέβλεπε στην αναζωπύρηση του πατερικού φρονήματος,
 για την επανεύρεση των υπαρκτικών θεμελίων του Γένους.
 ΓΓ αυτό έκανε συνεχώς έκκληση στην ορθόδοξη συνείδηση
 του λαού: «Έμαθα -έλεγε-πώς με την χάρη του Κυρίου μας 
Ιησού Χρίστου και Θεού δεν είσθενε Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες), 
δεν είσθενε ασεβείς αιρετικοί άθεοι, αλλ' είσθενε ευσεβείς
 ορθόδοξοι Χριστιανοί, πιστεύετε και είσθενε βαπτισμένοι εις το
 όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος 
και είσθενε τέκνα και θυγατέρες του Χριστού μας...». 
Η δική του (δια)φωτιστική προσπάθεια διαφοροποιούνταν 
ριζικά από εκείνη των δυτικόφρονων Διαφωτιστών της
 εποχής και επεδίωκε να προφυλάξει τον λαό από τη
 σύγχυση των διαφόρων προπαγανδών, που άρδευαν κατακλυσμικά
 τη συνείδηση του: «Όλες οι πίστες -ήταν το κήρυγμα του
 Πατροκοσμά-είναι ψεύτικες, κάλπικες, όλες του Διαβόλου. 
Τούτο εκατάλαβα αληθινόν, θείον, ούράνιον, σωστόν, τέλειον
 και δια λόγου μου και δια λόγου σας, πως μόνη η πίστις των
 ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών είναι καλή και αγία...». 
Το κήρυγμα του, τριαδοκεντρικό οπωσδήποτε, εστιάζεται 
συχνά στο πρόσωπο του Χριστού, αφού το «κινδυνευόμενον 
και προκείμενον» ήταν η χριστιανική (ορθόδοξη) υπόσταση του
 Έθνους. Ο Χριστός είναι για τον Κοσμά «ό γλυκύτατος 
αύθέντης και δεσπότης». Χρυσοστομικές εξάρσεις στον λόγο 
του είναι συχνές: «Άνίσως, αδελφοί μου, και ήταν δυνατόν να
 ανεβώ εις τον ούρανόν, να φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην, να
 κηρύξω εις δλον τον κόσμον πώς μόνος ό Χριστός μου είναι 
Υιός και Λόγος του Θεού και Θεός αληθινός και ζωή των απάντων,
 ήθελα να το κάμω».
Το κήρυγμα του δεν ήταν άχρωμη ηθικολογία, αλλά θεολογία,
 πατερικό στην ουσία του και δογματικό παρά την απλότητα
 του. Προέβαλλε το ορθοδοξοπατερικό ήθος μέσα από τον
 ρεαλισμό της εν Χριστώ σωτηρίας. Ζητούσε καθαρότητα της
 καρδιάς, για να μπορεί να βλαστήσει ο Θείος σπόρος 
(πρβλ. Λουκ, η' 5 κ.εξ.) και μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας. 
Γι' αυτό έστηνε έναν ξύλινο σταυρό 
(πολλοί από αυτούς έχουν σωθεί) και δίδασκε στη σκιά του, 
καλώντας τον λαό στα μυστήρια
 (ευχέλαιο, εξομολόγηση, Θεία Ευχαριστία). 
Από την ορθόδοξη παράδοση προχωρούσε στο ορθόδοξο ήθος, 
προβάλλοντας την τριάδα των αρετών: ταπείνωση, 
συγχωρητικότητα, αγάπη, ως θεμέλιο της εκκλησιαστικής
 κοινωνικότητας. Ζητούσε από τον Θεό να «φύτευση και 
να ρίζωση εις την καρδίαν (των ακροατών του) την 
εϊρήνην, την άγάπην, την όμόνοιαν, την πραότητα,
 την θερμήν πίστιν, την όρθήν έξομολόγησιν». 
Οικοδομούσε, έτσι, τον σύνδεσμο ατομικότητας
 και κοινωνικότητας μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα.

β) Η γνήσια παιδεία
Ο Πατροκοσμάς υπήρξε απόστολος όχι μόνο 
της Ορθόδοξης πίστης, αλλά και της ελληνικής παιδείας.
 Σ' αυτό το σημείο δεν έλειψαν οι αντιφατικές 
κρίσεις και ιδεολογικές ακόμη χρήσεις των λόγων
 του. Την παιδεία συνδύαζε με τον φωτισμό του
 ανθρώπου και γι' αυτό θεωρούσε αμάρτημα την
 αδιαφορία απέναντι της: «Άμαρτάνετε πολύ να τα
 αφήνετε (=τα παιδιά) αγράμματα και τυφλά, και μη
 μόνον φροντίζετε να τους αφήσετε πλούτη καί
 υποστατικά, και μετά τον θάνατο σας να τα
 τρων και να τα πίνουν και να σας όπισολογοϋν 
(κατηγορούν; δυσφημούν;). Καλύτερα να τα αφήσετε 
φτωχά και γραμματισμένα, παρά πλούσια και αγράμματα». 
Η παιδεία όμως, που αυτός συνιστά, είναι η παιδεία 
του Γένους, ελληνική. Δεν τον κινεί κάποιος εθνικιστικός 
σωβινισμός στο αίτημα αυτό, αλλά η ιστορία του Γένους.
 Μιλεί για την παιδεία των Πατέρων, η οποία ως γνήσια ζήτηση
 της αλήθειας (φιλοσοφία) ανοίγει τον δρόμο προς το Ευαγγέλιο, 
τον λόγο της σωτηρίας. «Ή Εκκλησία μας -λέγει-είναι εις την
 έλληνικήν. Και αν δεν σπουδάσης τα Ελληνικά, δεν ημπορείς 
να καταλάβης εκείνα πού ομολογεί η Εκκλησία μας». 
Για να περιορίσει και να εξαφανίσει από τους Έλληνες
 τη χρήση του βλάχικου ή αρβανίτικου γλωσσικού ιδιώματος, 
θα φθάσει σε σημείο να δηλώσει: «Όποιος χριστιανός, άνδρας ή 
γυναίκα, υπόσχεται μέσα είς το σπίτι του να μη κουβεντιάζη 
Αρβανίτικα, ας σηκωθή επάνω να μου είπη και να πάρω όλα 
του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν μου από τον καιρόν όπου 
εγεννήθηκε, έως τώρα, και να βάλω όλους τους χριστιανούς 
να τον συγχωρέσουν...».
Η παιδεία που διέδιδε ο Πατροκοσμάς απέβλεπε στην 
αναγέννηση του Έθνους. Όπως έγραφε στους Παργίους, 
το ελληνικό σχολείο που θα ίδρυαν, έπρεπε να συντελέσει 
«εις την διαφύλαξιν της πίστεως και ελευθερίαν της 
πατρίδος». Ήταν μια παιδεία που ανταποκρινόταν 
στις άμεσες ανάγκες του δούλου Γένους και διαφοροποιούνταν
 ριζικά από εκείνη των δυτικοπλήκτων και τα «άθεα γράμματα»
 μερικών Διαφωτιστών. Το αυθεντικό πατερικό φρόνημα του
 αποτυπώνουν τα λόγια του: «Αι πολλαί Εκκλησίαι ούτε 
διατηρούν, ούτε ενισχύουν την πίστιν μας, όσον και όπως
 πρέπει, εάν οι εις Θεόν πιστεύοντες δεν είναι φωτισμένοι 
υπό των παλαιών και νέων Γραφών. Η πίστις μας δεν
 εστερεώθη από αμαθείς Αγίους, αλλά από σοφούς και 
πεπαιδευμένους, οίτινες και τας αγίας Γραφάς ακριβώς
 μας εξήγησαν και δια θεοπνεύστων λόγων
 αρκούντως μας εφώτισαν...». Πάνω σε παρόμοιες θέσεις
 του Πατροκοσμά, φαίνεται, στηρίχθηκε η άποψη ότι γκρέμισε
 στη Χειμάρρα εκκλησίες, για να γίνουν σχολεία. Δεν είναι όμως
 απίθανο, ερειπωμένες και εγκαταλελειμμένες εκκλησίες να
 όριζε να τις μετατρέψουν σε σχολεία. Το σχολείο όμως του 
Κοσμά ήταν προέκταση της Εκκλησίας: 
«Από το σχολείο μανθάνομεν, το κατά δύναμιν, τί είναι Θεός, 
τί είναι ή Αγία Τριάς, τί είναι άγγελοι, τί είναι αρχάγγελοι,
 τί είναι δαίμονες, τί είναι παράδεισος, τί είναι κόλασις, 
τί είναι αμαρτία, αρετή. Από το σχολείον μανθάνομεν 
τι είναι Αγία Κοινωνία, τι είναι Βάπτισμα, τι είναι το 
άγιον Εύχέλαιον, ο τίμιος γάμος, τι είναι ψυχή, τι είναι 
κορμί, τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν». 
Έβλεπε, συνεπώς, το σχολείο ως ναό της αληθινής 
γνώσης και θεοκεντρικής παιδείας.
 Ο διαφωτισμός του Πατροκοσμά ήταν ορθοδοξοκεντρικός.
 Το παιδευτικό του πρότυπο ήταν ο Θεάνθρωπος, όχι ο 
κατά κόσμον σοφός, αλλ' ο θεούμενος. Πλήρης η ταύτιση
 του με τους συγχρόνους του Κολυβάδες. 
Ως φωτιστής του Γένους δεν μπορεί να τοποθετηθεί
 δίπλα στους δυτικόφρονες, αλλά δίπλα στον Βούλγαρι και 
τον Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο ζήλος του για την παιδεία 
των ομοεθνών του φαίνεται από τα ίδια τα έργα του. Στον 
αδελφό του Χρύσανθο έγραφε (1779) ότι ίδρυσε 10 
ελληνικά σχολεία και 200 για τα κοινά γράμματα (δημοτικά), 
στις 30 επαρχίες που είχε επισκεφθεί.

γ) Ορθόδοξη κοινωνικότητα
Ο Πατροκοσμάς απέβλεπε με το κήρυγμα του να σώσει
 και τα υπαρκτικά θεμέλια του Γένους στις διαστάσεις 
της ρωμαίικης κοινωνικότητας. Αποσκοπούσε όχι μόνο στην
 αναγέννηση του ανθρώπινου προσώπου, αλλά και 
σύνολης της κοινωνίας. Την κοινωνικότητα έβλεπε ως
 οριζόντια θρησκευτικότητα. Κήρυττε ισότητα και 
αδελφότητα όλων των ανθρώπων («από ένα άνδρα 
και μίαν γυναίκα εγεννήθημεν και όλοι είμεθα
 αδελφοί»). Δεν παρέλειπε όμως να συμπληρώνει: 
«Όλοι είμεθα αδελφοί, μόνον η πίστις μας χωρίζει»,
 δείχνοντας την πατερική και εδώ θεμελίωση του.
 Η υπερφυλετική παναδελφοσύνη των 
ανθρώπων απέρρεε από τη ρωμαίικη 
οικουμενικότητα του φρονήματος του, που
 θεμελιωνόταν όχι στο όμαιμο, αλλά στο ομόπιστο, 
στο ομόδοξο. Παράλληλα όμως κήρυττε την ισότητα
 ανδρών και γυναικών και την ιερότητα του 
γάμου, μέσα όμως στη λειτουργική ιδιαιτερότητα 
των φύλων και της αποστολής τους στο κοινωνικό 
σώμα (ήθελε τον άνδρα «ωσάν βασιλέα» στην 
οικογένεια και την γυναίκα «ωσάν βεζίρη»). 
Συνιστούσε την πρακτική δικαιοσύνη, την αποφυγή 
«της αρπαγής και αδικίας» και να δίνεται «το άδικον
 οπίσω», σ' όποιον και αν είχε γίνει η αδικία
 («... όσοι αδικήσατε Χριστιανούς, ή Εβραίους, 
ή Τούρκους»).
Ιδιαίτερα εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο 
Πατροκοσμάς έδειχνε σημαντικό ενδιαφέρον για
 τη συλλογική -κοινωνική συμπεριφορά και 
οργάνωση, για κοινή-κοινοτική ύπαρξη και 
σύμπραξη: «Άμή τί είναι ή πλερωμή μου;
 Να καθίστετε από πέντε-δέκα να συνομιλήσετε
 αυτά τα θεϊα νοήματα, να τα βάλετε μέσα είς 
την καρδίαν σας, δια να σας προξενήσουν την
 ζωήν την αίώνιον». Σε κάθε τόπο, που 
επισκεπτόταν, συνιστούσε στη συσσωμάτωση
 σε αδελφότητα, για τη συλλογική δραστηριοποίηση
 της κοινωνικής ομάδας, στα όρια όμως μιας 
κοινής και εθνωφελούς στοχοθεσίας.
 Όριζε εκλογή των υπευθύνων με βάση
 δημοκρατική («με τη γνώμη όλων των 
χριστιανών»). Σύμφωνα με μαρτυρία του 
προβλεπτή της Λευκάδας, που είχε πάρει 
από τον κατάσκοπο του αγίου, άρχοντα 
Μαμωνά, ο Πατροκοσμάς απέτρεπε τους
 κατοίκους της Πρέβεζας να εκκλησιάζονται
 στις ενορίες εκείνες που δεν είχαν 
συσσωματωθεί σε αδελφότητα. Είναι φανερό
 ότι το κοινοβιακό πρότυπο του Αγιορείτη 
μοναχού Πατροκοσμά μεταφυτευόταν στις 
κοσμικές ενορίες και κοινότητες.
Την κοινωνική ενότητα στήριζε στον 
αλληλοσεβασμό «αρχόντων και αρχομένων».
Προέτρεπε τους πιστούς να τιμούν τους ιερείς

 παραπάνω από τους βασιλείς και τους 
αγγέλους, αλλά και τους προεστούς και τους
 γεροντότερους, χωρίς «να καταφρονούν
 κανένα... ότι ο Θεός όμοια μας έχει όλους».
Τις ρωμαίικες-ορθόδοξες ρίζες της κοινωνικής
 του θεωρίας αποκαλύπτει η θέση του για τους
 προεστούς: «Ό,τι χρεία τύχη της χώρας, τους προεστούς 
γυρεύουν και σεις κοιμάσθε ξέγνοιαστοι...». Στη
 συνάφεια αυτή έχει σημασία η τοποθέτηση του 
Πατροκοσμά απέναντι στον κατακτητή. Συνιστά 
στον λαό νομιμοφροσύνη, αλλ' όχι δουλικότητα:
 «Περιπατώ -γράφει σε κάποιον κατή-και διδάσκω
 τους Χριστιανούς να φυλάγουσι τας εντολάς του Θεού 
και να πείθωνται (υπακούουν) εις τας κατά Θεόν 
βασιλικάς προσταγάς» (Πράξ. ε' 29). Συνιστούσε 
υπακοή σε όσα «δεν αντιστέκονται στο Ευαγγέλιο».
Στη θέση του απέναντι στους Τούρκους μένει 
πιστός στη χαραγμένη ήδη από τον πατριάρχη 
Γεννάδιο Β' τον Σχολάριο τακτική. Βραχυπρόθεσμη 
συνεργασία και κατευνασμός του «θηρίου» και 
πρόκριση του Τούρκου, ως λιγότερο επικίνδυνου για 
την «ψυχή», από τον Φράγκο: «Και διατί δεν έφερεν
 ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα εδώ
 κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον
 μέσαθε από την Κόκκινην Μηλιά και του 
το έχάρισεν; Ήξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα 
μας βλάπτουν εις την πίστιν, και ο Τούρκος δεν μας
 βλάπτει. Άσπρα (χρήματα) δώσ' του καί 
καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι...». Έδινε έτσι
 μιαν απάντηση στους δυτικόφρονες ενωτικούς.
 Δεν δίσταζε όμως, όταν έπρεπε, να 
αποκαλύπτει τους εχθρούς της πίστεως και
 του Γένους: «Ό αντίχριστος ο ένας είναι ο Πάπας 
και ο έτερος είναι αυτός, που είναι εις το κεφάλι
 μας. Χωρίς να είπω το όνομα του, το καταλαβαίνετε...».

Ο οραματισμός
Η μεγαλόπνοη δράση του Πατροκοσμά 
δέχθηκε πολλές ερμηνείες, αναζητήθηκαν διάφορες
 σκοπιμότητες και επισημάνθηκαν ανάλογοι 
στόχοι. Θεωρήθηκε «εθνικιστής», «κοινωνικός
 επαναστάτης», «δημοτικιστής» κ.ά. Οι 
τοποθετήσεις όμως αυτές μάλλον τον αδικούν,
 διότι είναι ευδιάκριτη η πατερικότητά του.
 Ο άγιος Κοσμάς ανήκε ολόκληρος στην
ορθόδοξη πατερική παράδοση, είχε ευρύ πατερικό

 πνεύμα και οι στόχοι και τα μέσα του καθορίζονταν
 από τη ζωή και πράξη της Εκκλησίας. 
Απέβλεπε στον αναβαπτισμό του Έθνους στην 
πατερική παράδοση, όπως αυτή σώζεται
 στην πραγματικότητα της Εκκλησίας. 
Οραματιζόταν μια ελληνική κοινωνία
 «κατοικία του Θεού, κατοικία των αγγέλων». 
Τίποτε λιγότερο, δηλαδή, ή περισσότερο από ό,τι 
ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έλεγε:
 «γήν ούρανόν ποιήσωμεν». Το κήρυγμα του,
 προϋποθέτοντας την ακαταστασία των 
καιρών, οδηγούσε σε μια χριστοκεντρική κοινωνία,
 σε μια αταξική αδελφοποιία, μέσα στην 
ελευθερία και τη δικαιοσύνη: «Να ζήσουν
 (οι άνθρωποι) -έλεγε-και εδώ καλά, ειρηνικά
 και αγαπημένα, και μετά να πηγαίνουν εις τον
 παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε». 
Έξω από κάθε ουτοπία, κινούνταν στον
 πνευματοκρατικό ρεαλισμό της Ορθοδοξίας, 
στα όρια του -υπαρκτού Χριστιανισμού», όπως
 σώζεται στη μοναστική αδελφότητα-ενορία. 
Αδιανόητη ήταν γι' αυτόν μια Ελλάδα χωρίς
 Χριστό, χωρίς Ορθοδοξία. Η φιλοπατρία του
 διεπόταν από τη διπολικότητα 
πρόσκαιρου - αιωνίου, με έμφαση βέβαια 
στο δεύτερο:
α) «Ή πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήινη και 
ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης και από
 την έπαρχίαν Άπόκουρον». Αλλά συμπλήρωνε:
β) «Ήμεϊς, Χριστιανοί μου, δεν έχομεν εδώ 
πατρίδα (Εβρ. ιγ' 14). Δια τούτο και ό Θεός μας
 έβαλε τον νουν εις το επάνω μέρος, δια 
να στοχαζώμασθε πάντοτε την ούράνιον
 βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας».
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο πρέπει να ιδωθεί
 και η εθνική του προσδοκία, η οποία 
δεν πρέπει να χωριστεί από τη ρωμαίικη 
οικουμενικότητα, που, όπως στους Κολυβάδες, 
σωζόταν και στον Πατροκοσμά. Μιλούσε 
για το ρωμαίικο 
(«αυτό μια μέρα θα γίνη ρωμαίικο»).
 Η ανάσταση του Γένους προσανατολιζόταν
 στην Πόλη και την Ελληνορθόδοξη αυτοκρατορία
 της Ρωμανίας. Αυτή την αποκατάσταση του
 Γένους υπαινίσσονταν και οι σπουδαίες 
προφητείες του. Με υπονοούμενα και 
συμβολικές φράσεις, εξάλλου, προσπαθούσε 
να εμπνεύσει στις ψυχές των υποδούλων τον
 πόθο της παλιγγενεσίας και να συντηρήσει την
 ελπίδα για την έλευση του «ποθούμενου».
 Και ως μόνο μέσο γι' αυτή την ενδυνάμωση
 της συλλογικής συνείδησης θεωρούσε την 
εμμονή στην πίστη: «Το κορμί σας ας το καύσουν
, ας το τηγανίσουν· τα πράγματα σας ας τα πάρουν, 
μη σας μέλλει. Δώσατε τα. Δεν είναι δικά σας.
 Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο
 όλος ο κόσμος να πέση δεν ημπορεί να σας τα πάρη, 
εκτός και τα δώσετε με το θέλημα σας. 
Αυτά τα δύο να τα φυλάττετε, να μη τα χάσετε».
 Μετά τις αποτυχίες των ρωσοτουρκικών
 συγκρούσεων (1774 κ.ε.) πρέπει να 
συνειδητοποίησε ο Κοσμάς την ανάγκη της 
εσωτερικής σποράς μέσα στη λαϊκή ψυχή, 
ώστε να βρει μόνη της τον δρόμο της 
ελευθερίας, με την αναζωπύρηση 
της αυτοσυνειδησίας της.

Η απήχηση
Το κήρυγμα του Πατροκοσμά είχε τεράστια
 απήχηση στον λαό. Σε κάθε τόπο, που 
επισκεπτόταν, προκαλούσε σεισμό στις συνειδήσεις, 
συνοδευόμενο από μετάνοια. Εχθροί συμφιλιώνονταν,
 κλέπτες επέστρεφαν τα κλοπιμαία, ληστές 
μεταβάλλονταν, πλούσιες γυναίκες πρόσφεραν τα
 χρυσάφια τους για έργα φιλανθρωπίας κ.λπ. Κατά 
τον βιογράφο του Νικόδημο μοίρασε συνολικά
 «υπέρ τα πεντακόσιας χιλιάδας σταυρούδια». 
Τις ομιλίες του παρακολουθούσαν χιλιάδες 
(τουλάχιστον 6.000 ήταν οι ακροατές του στο 
χωριό Μαύρο Μανδήλι κοντά στην Πρέβεζα 
κατά τον κατάσκοπο του Μαμωνά). Ακόμη 
και σήμερα όλη η βορειοδυτική Ελλάδα 
διατηρεί τη μνήμη της παρουσίας του. 
Σε πολλά μέρη της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, 
των Αγράφων και της Στερεάς άρχιζε η 
επανάσταση με το δίστιχο:
 «Βοήθα μας, άγιε Γιώργη, και συ άγιε Κοσμά 
 να πάρουμε την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά». 
Ιδιαίτερη εκτίμηση έτρεφε για τον άγιο ο διαβόητος 
Αλή πασάς των Ιωαννίνων, του οποίου το μέλλον είχε
 προφητεύσει ο Κοσμάς. Γι' αυτό και ανήγειρε
 μεγαλοπρεπή ναό στον τόπο της ταφής του αγίου.
 Διέταξε ακόμη να κατασκευάσουν αργυρά 
θήκη για την κάρα του, την οποία πολλές
 φορές έφερε στα Γιάννινα, για να την 
προσκυνήσει. Όταν κάποιοι τον χλεύασαν
 για την πράξη του αυτή, απάντησε με οργή:
 «Φέρετε μου ένα μουσουλμάνο σαν κι 
αυτόν τον Χριστιανό και να του φιλήσω 
και τα πόδια».
Ο Πατροκοσμάς είχε και το χάρισμα της
 θαυματουργίας, ευρύτατα γνωστό στον
 λαό, που είχε, έτσι, τη βεβαίωση του 
αγιοπνευματικού φωτισμού του. Δείγματα 
της αγιότητας του ήταν και οι προφητείες 
του, πολλές από τις οποίες βρήκαν την 
πραγμάτωση τους. Έλεγε λ.χ. «το ποθούμενο θα
 γίνη στην τρίτη γενεά. Θα τδ δουν τα εγγόνια σας».
 Πράγματι, η γενεά του 1821 ήταν η τρίτη 
από την εποχή του Κοσμά. «Πότε θαρθή το ποθούμενο;»
 -τον ρώτησαν στα Τσαραπλανά της Ηπείρου.
 «Όταν ενωθούν αυτά», απάντησε, δείχνοντας
 δύο μικρά δένδρα, τα οποία πράγματι μεγάλωσαν
 και ενώθηκαν το 1912. Ο λαός τον τιμούσε γι' αυτό
 ως άγιο ήδη πριν από το μαρτύριο του, μετά το 
οποίο του αποδίδονταν τιμές μάρτυρα της πίστεως. 
Αυτή την πράξη έλαβε υπ' όψιν το οικουμενικό 
πατριαρχείο, το οποίο με πράξη του τον
 κατέταξε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας, 
στις 20 Απριλίου 1961, υπογραμμίζοντας,
 ότι «άπασαν την πατρώαν γήν διέδραμε, 
κηρύττων ιεραποστολικώς τον λόγον του 
θεού, σχολεία πολλαχοϋ ιδρύων, ασθενούντας
 θεραπεύων, την άγίαν αυτού έκκλησίαν 
κρατύνων, τύπον δ' εαυτόν ταπεινώσεως,
 αύταπαρνήσεως, αρετής και εγκράτειας
 άναδείξας, έως ου και τον μαρτυρικόν 
ύπέμεινε θάνατον».
 Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου, 
μέρα του μαρτυρίου του.
Ο άγιος Κοσμάς ονομάστηκε
 «ο μεγαλύτερος μετά την άλωση Έλληνας» 
και πατέρας του νεοελληνικού Έθνους. 
Ίσως θα πρέπει να προστεθεί ότι υπήρξε πρότυπο
 νεοελληνικού ήθους και αναστηλωτής του
 αυθεντικού ελληνορθόδοξου ιδεώδους.

Του Γ. Δ. Μεταλληνού
κοσμήτορα της Θεολ. Σχολής του Παν. Αθηνών

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ ΜΑΤΘΑΙΟΥ - ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ «Ἡ “θρησκεία τῆς φιλαργυρίας” ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα στὸν κόσμο ἔχει ὡς ἀρχὴ νὰ εἶναι ὅλοι –ἄνθρωποι καὶ Κράτη– χρεωμένοι, ὥστε εὔκολα νὰ ἐξουσιάζωνται, νὰ γίνωνται δοῦλοι».του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασσίου Ιερόθεου



 Τό σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα αναφέρεται στόν οφειλέτη τών μυρίων ταλάντων, ο οποίος δέν μπορούσε νά επιστρέψη τό χρέος του καί ο κύριός του διέταξε νά πωλήσουν τόν ίδιο, τήν γυναίκα του, τά παιδιά του, τά υπάρχοντά του γιά νά εξοφληθή τό ποσόν τής οφειλής. Όμως, εκείνος ζήτησε συγγνώμη, η οποία τού δόθηκε. Ενώ, όμως, εξοφλήθηκε τό χρέος του μέ τήν μετάνοια, εν τούτοις ο ίδιος ήταν σκληρός στόν σύνδουλό του, δέν τόν συγχώρησε, παρ’ ό,τι τού τό ζήτησε, καί τόν έβαλε στήν φυλακή. Αυτό τό γεγονός μαθεύτηκε, οπότε ο κύριός του, ο οποίος προηγουμένως τόν είχε συγχωρέσει, επανήλθε καί τόν παρέδωσε στούς βασανιστές.
Η παραβολή αυτή αναφέρεται στήν Βασιλεία τού Θεού, στήν οποία θά εισέλθουν εκείνοι πού μετανοούν καί ζητούν συγχώρηση από τόν Θεό, αλλά στήν συνέχεια καί αυτοί συγχωρούν όλους εκείνους πού τούς έβλαψαν.

Η εικόνα τής παραβολής προέρχεται από τήν κατάσταση τής εποχής εκείνης, ήτοι τά δάνεια, τίς οφειλές καί τίς εξοφλήσεις δανείων. Όταν δέν μπορούσε νά εξοφληθή τό δάνειο, τότε παραδινόταν ο οφειλέτης στούς βασανιστές, πωλείτο ο ίδιος, η γυναίκα, τά παιδιά, γινόταν κατάσχεση τής ατομικής περιουσίας, έμπαινε στήν φυλακή. Τήν εποχή εκείνη τά πράγματα ήταν δύσκολα, αφού επικρατούσε καί κυριαρχούσε ο θεσμός τής δουλείας καί επικρατούσε ο σκληρός νόμος καί οι σχετικές συμπεριφορές ήταν απάνθρωπες. Αλλά καί σήμερα επικρατούν παρόμοιες συνθήκες, απλώς τά πράγματα γίνονται πιό πολιτισμένα καί τελικά οι άνθρωποι υποφέρουν.
Κατ’ αρχάς καί σήμερα οι άνθρωποι δανείζονται από τίς τράπεζες, δυστυχώς καί από τούς τοκογλύφους, αλλά καί τά κράτη λαμβάνουν δάνεια από τίς λεγόμενες αγορές. Υπάρχει μεγάλη οικονομική αλληλεξάρτηση μέ αποτέλεσμα νά καταστρατηγήται η ελευθερία. Βέβαια, μερικές φορές ο δανεισμός είναι αναγκαίος, αλλά δέν δικαιολογείται τό νά λαμβάνωνται δάνεια χωρίς ουσιαστικό καί πραγματικό λόγο. Τόν τελευταίο καιρό επικρατούσε μιά μόδα δανεισμού. Από τό παραμικρό οι άνθρωποι έπαιζαν στό χρηματιστήριο, λάμβαναν καταναλωτικά δάνεια. Στήν βάση τού θέματος αυτού υπήρχε η ευμάρεια, η απερισκεψία, αλλά καί η πρόκληση, από τήν άποψη ότι οι ίδιοι οι δανειστές προκαλούσαν καί προέτρεπαν τούς ανθρώπους νά λαμβάνουν άσκοπα δάνεια. Έτσι, παρατηρήθηκε μιά φρενίτιδα, τών μέν ανθρώπων νά δανείζωνται εύκολα, τών δέ δανειστών νά διευκολύνουν τόν δανεισμό καί νά τόν επιδιώκουν.
Άν εξετάσουμε τό θέμα αυτό από θεολογικής καί εκκλησιαστικής πλευράς, τότε μπορούμε νά πούμε ότι στήν κοινωνία μας κυριαρχούν τά πάθη τής φιληδονίας καί τής φιλαργυρίας, επιδιώκεται μιά ευμάρεια καί υπερκατανάλωση μέ δανεικά. Από τήν άλλη μεριά επιδιώκεται ο δανεισμός ως προσπάθεια υποδούλωσης τών ανθρώπων καί τών λαών. Η «θρησκεία τής φιλαργυρίας» πού επικρατεί σήμερα στόν κόσμο έχει ως αρχή νά είναι όλοι –άνθρωποι καί Κράτη– χρεωμένοι, ώστε εύκολα νά εξουσιάζωνται, νά γίνωνται δούλοι.
Οι συνέπειες τής καταστάσεως αυτής είναι φοβερές. Όσοι χρωστούν ζούν κάτω από τόν φόβο καί τήν αγωνία τών μελλόντων, περιπίπτουν σέ απόγνωση καί μελαγχολία, χάνουν τόν ύπνο τους, εισέρχονται σέ φυλακές, δημιουργούν προβλήματα στίς οικογένειές τους. Ειδικά τά Κράτη χάνουν τήν ανεξαρτησία τους, πολλές φορές χάνουν τήν εδαφική ακεραιότητά τους, υποτάσσονται σέ εξωτερικές πιέσεις, γενικά βρίσκονται σέ κατάσταση δουλείας. Λέμε ότι καταργήθηκε η δουλεία, όπως υπήρχε παλαιότερα, αλλά όμως επανήλθε μέ άλλη μορφή καί άλλον τρόπο.
Όταν εξετάση κανείς τήν νοοτροπία τών διαφόρων Χριστιανικών Ομολογιών πού αναπτύχθηκαν στόν δυτικό χώρο, θά διαπιστώση ότι η νοοτροπία τής φιλαργυρίας καί τού νεοπλουτισμού διακρίνει τόν δυτικό Χριστιανισμό, μέ τόν θεολογικό σχολαστικισμό καί τόν προτεσταντικό ηθικισμό. Ο σχολαστικισμός τών Παπικών κάνει λόγο γιά τήν ευδαιμονία σέ αυτήν καί τήν άλλη ζωή, καί ο ηθικισμός τών Προτεσταντών δέν αρνείται τόν πλούτο, αρκεί νά είναι νόμιμη η κτήση του, δηλαδή ταυτίζει τό νόμιμο μέ τό ηθικό. Αντίθετα, η Ορθόδοξη ηθική πού είναι στήν βάση της ασκητική, προσδιορίζεται από τήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία, απεξαρτητοποιεί τόν άνθρωπο από τήν ύλη, θεραπεύει τά πάθη τής φιλοδοξίας, τής φιλαργυρίας καί τής φιληδονίας.
Οι ορθόδοξοι Χριστιανοί αρκούνται σέ αυτά πού έχουν, αποφεύγουν τόν δανεισμό, ζούν ασκητικά, απομακρύνονται από τήν χλιδή καί τήν πολυτέλεια, καί, βεβαίως, ευεργετούν από τά υπάρχοντά τους εκείνους πού έχουν ανάγκη. Όταν διαβάση κανείς τήν Επί τού Όρους ομιλία τού Χριστού, πού αποτελεί τόν καταστατικό χάρτη τού Χριστιανισμού, βλέπει τό ασκητικό αυτό ήθος πού διδάσκεται από τόν Χριστό, τό οποίο μάς δίνει τήν ελευθερία καί κυρίως μάς οδηγεί στήν βίωση τής αγάπης τού Θεού, τής Βασιλείας τού Θεού.
Άς μάθουμε νά είμαστε ελεύθεροι, ανεξάρτητοι από οικονομικές πιέσεις.
Ο Μητροπολίτης
† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Κυριακή ΙΑ' Ματθαίου (Ματθ., ΙΗ' 23 – 35) Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Κωνστάνταρου



Κυριακή ΙΑ' Ματθαίου
(Ματθ., ΙΗ' 23 – 35)

            Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ό,τι κι αν έκανε, η λύση δεν φαινόταν να έρχεται από πουθενά. Δεν έμενε λοιπόν παρά να πέσει στα πόδια του Κυρίου και να τον παρακαλέσει να λυπηθεί και αυτόν και την οικογένειά του. Αυτό και έγινε. Και η ελπίδα δεν πήγε χαμένη. Ο Κύριος συγκινήθηκε και του χάρισε ολόκληρο το χρέος.
            Μέχρις εδώ θα λέγαμε ότι τα πράγματα εξελίσσονται φυσιολογικά.
            Η μεγάλη τραγικότητα όμως αρχίζει από εδώ και κάτω, που ο ίδιος, ο ελεύθερος πλέον οφειλέτης, αρνείται το αυτονόητο. Αρνείται δηλ. να πράξει το ίδιο σε ένα σύνδουλό του, που του χρωστούσε ελάχιστο ποσό σε σχέση με το δικό του υπέρογκο χρέος.
            Αποτέλεσμα τώρα της στάσεώς του αυτής; Ό,τι πιο φυσιολογικό. Οι σύνδουλοί του να καταγγείλουν την απαράδεκτη διαγωγή του στον Κύριο, και έτσι να δοκιμάσει την δικαιοσύνη Του, να κλειστεί στη φυλακή και να παραδοθεί στα βασανιστήρια.
            Ευαγγελική περικοπή που γεννά όντως συναισθήματα συμπαθείας αλλά και οργής. Σκέψεις συγχωρήσεως αλλά και δικαίας ανταποδόσεως.
            Αλλά αυτό που κυρίως προξενεί εντύπωση είναι η συμπλεγματική συμπεριφορά του δούλου προς το σύνδουλό του.
            Εάν θελήσουμε να κατεβούμε για λίγο στο επίπεδο της διαστροφής του, θα δούμε όχι απλώς  ότι ο άνθρωπος παραμένει ο ίδιος, δυστυχώς, σε κάθε εποχή, αλλά και ότι, παραδόξως, όσο περισσότερες ευεργεσίες δέχεται τόσο και εν πολλοίς σκληραίνει το τσόφλι του εγωισμού του.
            Προς Θεού, αιτία δεν είναι βεβαίως οι ευλογίες, και μάλιστα η αγάπη του Θεού, αλλά η εκ των πραγμάτων φανέρωση της κακίας του και το κόμπλεξ της αδύναμης, έως τότε καταστάσεώς του.
            Πόσο, αλήθεια, αποκρουστικοί καταντούν οι τύποι αυτοί μέσα στην κοινωνία μας. Γλοιώδεις μέχρι αηδίας στους προϊσταμένους τους, κέρβεροι και τυραννικοί στους υφισταμένους τους, και μέχρι χτες συναδέλφους τους.
            Φαίνεται λοιπόν να είναι σωστός ο λόγος ενός σοφού και ψημένου στην κοινωνία ανθρώπου, που τόνιζε: “Εάν θέλεις να ζυγίσεις πραγματικά την καρδιά του φίλου σου, αυτό δεν θα γίνει τόσο στην θλίψη του και στην αδυναμία του, όσο στο όταν θα λάβει στα χέρια του χρήμα και εξουσία!”. Και πραγματικά, αν ρίξουμε μια ματιά, τόσο στις ιστορικές προσωπικότητες, όσο και στους απλοϊκούς ανθρώπους του λαού, θα δούμε ότι αυτή η κατάσταση της σκληρότητας μπροστά στον πόνο του συνανθρώπου, του συναδέλφου και αλλοίμονο, του συναδελφού, αποτελεί ένα φοβερό καρκίνωμα που ξεπερνά τόπους και χρόνους, κουλτούρες και θρησκείες.
            Εκεί δε, που η κατάσταση αγγίζει τα όρια της φρίκης και τις ευαίσθητες ψυχές τις οδηγεί στη σκληρή απογοήτευση, είναι, όταν αυτή η συμπεριφορά κάνει την εμφάνισή της σε χώρους όπου κατά τεκμήριον θα έπρεπε να πνέει το δροσιστικό αεράκι της αδελφοσύνης και της αγάπης, λόγω των κοινών αγώνων, των κοινών βασάνων, και κυρίως, των κοινών, ψυχικών, αδυναμιών.
            Όταν μάλιστα ο πρώην υπερχρεωμένος, εμφανίζεται τώρα με το μανδύα της νομιμότητας και απαιτεί από τον σύνδουλο την άψογη συμπεριφορά και την άμεση εξόφληση του χρέους, τότε κάνουμε λόγο περί ισχυροτάτου δαιμονίου και για πρόσωπο άκρως επικίνδυνο, έστω και αν βρίσκεται σε θέση “κλειδί”. Κυρίως τότε ο τύπος αυτός γίνεται περισσότερο επικίνδυνος. Αυτό δείχνουν τα ίδια τα γεγονότα.
            Και η αγανάκτηση κορυφώνεται όταν, οι μέχρι πριν σύνδουλοι, ανακαλύπτουν ότι η όλη ποταπή συμπεριφορά του πρώην συναδέλφου, τώρα καλύπτεται με την κρούστα του νομικισμού και το προσωπείο του ηθικισμού (για το καλό, βεβαίως, της κοινωνίας...).
            Α, βέβαια, το “κοινωνικό” αυτό καμουφλάζ γίνεται απαραίτητο για να καλυφθούν δύο κυρίως πράγματα. Πρώτα, ο πρώην υλικός ξεπεσμός και δεύτερον, ο αποκρουστικός ηθικός ξεπεσμός των ανθρώπων, των οικογενειών και των εθνών...
            Μπορεί, φερ' ειπείν, να έχεις αιματοκυλίσει ολόκληρο τον κόσμο και να χρωστάς “ων ουκ έστιν αριθμός” λόγω του βαρβαρισμού και των εγκλημάτων σου. Και αντί να έχεις τουλάχιστον το κεφάλι σκυμμένο, και να είσαι σιωπών, απαιτείς τώρα από ένα μικρό έθνος να ξεχρεώσει και το τελευταίο ευρώ, που δήθεν σου χρωστά.
            Προκύπτει όμως τώρα το εξής ερώτημα. Ο πρώην ομότροπος αδελφός και σύνδουλος, θα μπορούσε άραγε να χαρίσει το δάνειο; Ή ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να ενεργήσει όπως ενήργησε; Όχι μόνο θα μπορούσε, αλλά είχε και την δυνατότητα και, θα λέγαμε, την ηθική υποχρέωση, να καταστεί ο ίδιος το μέσον και το πρόσωπο, ώστε ο Κύριος να συγκινηθεί και να εξαλείψει το χρέος και των άλλων αδελφών (ή κρατών). Όμως, εάν γινόταν αυτό, εάν αναδείκνυε αυτή την ευλογία, πώς θα μπορούσε στη συνέχεια να χαίρεται την κτηνωδία και τον σαδισμό που έκρυβε στο ζωολογικό κήπο της καρδιάς του;
            Και αυτό είναι περισσότερο από βέβαιο, όταν συνειδητοποιήσει κανείς πως, τελικώς, το υλικό χρέος, όσο μεγάλο σε όγκο κι αν είναι, όταν το ρίξουμε στο καμίνι της αγάπης, εξαφανίζεται αμέσως.
            Βεβαίως, ορισμένοι, αντί να ρίξουν στο καμίνι της αγάπης τα υλικά ή ηθικά χρέη, τελικώς επιλέγουν να αποτεφρώσουν τους ίδιους τους αδελφούς τους στους φούρνους του μίσους και της οικονομικής νομοθεσίας. Να τους βασανίζουν στα στρατόπεδα εγκλεισμού του οικονομικού αποκλεισμού ή άλλως, των ευρωπαϊκών ταμείων, ξεπλένοντας τελικώς τα δικά τους χρέη με το σαπούνι από τις σάρκες των αδελφών τους...
            Χρέος λοιπόν, και αγάπη.  Δάνειο και δανειζόμενοι. Συγχωρητικότητα και σκληροκαρδία...
            Ένα άλλο επίσης σημείο πολύ βασικό που θα μπορούσαμε να επισημάνουμε εκ μέρους του Κυρίου (του Θεού), είναι ότι δεν εξετάζει εάν δικαίως ή αδίκως ο οφειλέτης έφτασε στο κατάντημα της πτωχεύσεως. Μπορεί βεβαίως ο ταλαίπωρος να εργάστηκε σωστά, αλλά οι συγκυρίες να τον έριξαν έξω. Μπορεί όμως και από καθαρά δική του υπαιτιότητα και απροσεξία να έφτασε στο φοβερό κατάντημα. Και άξια ων έπραξε να απολαμβάνει.
            Σημασία όμως για τον Κύριο δεν έχει τόσο η αιτία της καταστάσεως ή το λάθος στη διαχείρηση.   Σημασία έχει αυτό το ίδιο το πρόσωπο που θλίβεται και ταπεινώνεται.
            Ω, Αγία Αγάπη!  Ω, Θεϊκή Αγάπη που ξεπερνάς κάθε εμπόδιο και κάθε ανθρώπινη αδυναμία.
            Αδελφοί μου, όσο κι αν θελήσουμε να αναλύσουμε αυτή την Αγάπη με την οποία μας καλύπτει και μας σώζει, επιτέλους ο Θεός, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να την κατανοήσουμε και, περισσότερο, να την εξαντλήσουμε. Εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι:

            α) Να πιστέψουμε σ' αυτήν την αγάπη του Θεού. Να συνειδητοποιήσουμε δηλ. ότι ο Θεός δεν παύει ποτέ να μας αγαπά και περιμένει την μετάνοιά μας και την ομολογία του χρέους μας.

            β) Να αισθανθούμε ότι πράγματι είμαστε χρεωμένοι έναντι του Θεού, αλλά ταυτοχρόνως και έναντι των αδελφών μας (εάν συνειδητοποιήσουμε μόνο το ένα και όχι και το άλλο τότε σημαίνει ότι έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας), και

            γ) Να προσέξουμε τη συμπεριφορά μας έναντι των συνδούλων μας (αδελφών μας) τόσο κατά την περίοδο του χρέους (της αμαρτίας), όσο κυρίως και κατά τον χρόνο που αισθανόμαστε την προσέγγιση της Χάριτος μέσω των ιερών Μυστηρίων.

            Το αίμα του Χριστού που πυρακτώνει την καρδιά μας και λευκαίνει την ψυχή μας, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί καταπραϋντικά και θεραπευτικά έναντι όλων των ανθρώπων, κυρίως όμως εκείνων που γνωρίζουμε ότι βρίσκονται στα ίδια, και μάλλον σε μικρότερα πάθη από μας.
            Προσέγγιση του Ιησού, κοινωνία Χριστού, άφεση αμαρτιών από τη μια, και σκληρότητα στη συμπεριφορά από την άλλη, αποτελεί σχήμα οξύμωρο που, αν συμβαίνει, τότε οπωσδήποτε κάτι δεν πάει καλά και είναι άμεση ανάγκη να γίνει επανατοποθέτηση της διαθέσεως και ανίχνευση της συνειδήσεως.
            Ώστε, δεν μπορεί μετά απ' αυτά (τη συγχώρεση) να υπάρχει ζήλος ή σκληρότητα; Μετά βεβαιότητος, ζήλος εν επιγνώσει θα πρέπει να υπάρχει, και μάλιστα συνετώς αναπτυσσόμενος. Όσο δε για την σκληρότητα που είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από το ζήλο των καλών έργων, θα πρέπει και αυτή βεβαίως να υπάρχει, πλην όμως να τη φυλάμε για τον εαυτό μας και ουδέποτε για το “σύνδουλό” μας.
            Έτσι λοιπόν, Χάριτι Θεού, μας προσφέρεται και το αξίωμα της υιοθεσίας, αλλά και καταρτίζεται ο πλατυσμός καρδιάς που χωράει τα ελάχιστα χρέη των αδελφών μας. Αυτή δε η συγχωρητικότητα και η αποστροφή κάθε ματαιοδοξίας και κομπλεξισμού, μας αναδεικνύει ολοκληρωμένες προσωπικότητες και προπαντός γνήσια παιδιά του Θεού, αφού αγαπούμε συγχωρούμε και συν τοις άλλοις παρακαλούμε για την εξάλειψη των βασάνων, των χρεών και των θλίψεων των αδελφών μας.
            Και ας μη λησμονούμε την Ευαγγελική αλήθεια ότι, η αγάπη του Θεού, όταν υπάρχει η συμπάθεια στις αδυναμίες των αδελφών, βιώνεται ως ευλογία και συγχωρητικότητα του ίδιου του Θεού προς εμάς. Αντιθέτως, όταν καλλιεργούνται τα αγκάθια και τα τριβόλια της σκληροκαρδίας, αυτή η ίδια η αγάπη εισπράττεται ως δικαιοσύνη με κάθε αρνητική έκφραση και μάλιστα, αλλοίμονο, στην αιωνιότητα.
            Αμήν.





π. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Κόνιτσα