Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (ΘΩΜΑ)
Ευαγγέλιο : Ιω. 20, 19-31)
Επειδή εξακολουθούμε να εορτάζουμε την Ανάσταση το γεγονός αυτό μετατοπίζει τους χριστιανούς από θέσεις αδράνειας σε θέσεις συμμετοχής απέναντι στον εαυτό τους και στην κοινωνία. Αυτός είναι ο στόχος: « η αναγέννηση κάθε προσώπου και της ζωής. Το λέει ο ίδιος ο Κύριος: « αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις εν τη γη αγαλλιάσονται . Δηλ. η Εκκλησία ανοίγει το μέλλον μεταθέτοντας τον ορίζοντα πέραν του τάφου.
Δεν παραλείπει όμως να τονίσει και την ευθύνη που έχουμε όλοι μας γι’ αυτό το μέλλον. Αυτό φαίνεται στο ευαγγέλιο της σημερινής Κυριακής του Θωμά.
Ο Θωμάς είναι ο άνθρωπος που κάνει αυτοπροσώπως χριστιανισμό μέσα και έξω εκκλησιαστικής κοινωνίας. Δεν προχωράει με οράματα για το μέλλον. Πατάει σε σταθερό έδαφος διερευνώντας την πίστη του επειδή θέλει ν’ αλλάξει αυτή την αβίωτη ζωή. Η αλλαγή της ζωής είναι υπόθεση ετοιμόρροπη , όταν στηρίζεται μόνο σε οράματα. Ο Θωμάς ξεκαθαρίζει τη θέση του: « δεν θέλω τέτοια πράγματα. Θέλω να δω τώρα τον αναστημένο Χριστό αν όντως είναι αναστημένος». Και βέβαια η θέση του έγινε αποδεκτή όπως φαίνεται από την ευαγγελική περικοπή που είναι γνωστή σε όλους.
Τα σημεία του ευαγγελίου είναι πολλά που προσελκύουν την προσοχή μας.
Πρώτο είναι εκείνο που παρουσιάζει τον Απ. Θωμά να θέτει ως προϋπόθεση της πίστης στην Ανάσταση, την αναζήτηση και την έρευνα. Οι μαθητές την διαβεβαιώνουν: « εωράκαμεν τον Κύριον».
Ο Θωμάς αντικρούει την διαβεβαίωση, γιατί είχε την πεποίθηση, ότι ο Χριστός δεν θέλει οπαδούς, αλλά πιστούς δηλ. ανθρώπους ελεύθερους και ερευνητές. Λόγω αυτής της πεποίθησης του αντιλέγει στις διαβεβαιώσεις των άλλων μαθητών: « εγώ επιθυμώ να δω, να αγγίξω, να συσχετισθώ άμεσα με το Χριστό, για να πιστέψω». Η επιθυμία του ικανοποιήθηκε. Ο αναστημένος Χριστός του παρουσιάζεται επιβραβεύοντας έτσι τον αγώνα και την αγωνία για την αυθεντικότητα της πίστης.
Ας προσέξουμε: ο Θωμάς δεν ζήτησε θαύμα. Ζητούσε αυθεντική ορθόδοξη πίστη. Αυτό είναι το δεύτερο αξιοπρόσεκτο
Σημείο. Άλλο πράγμα η αναζήτηση ανόθευτης πίστης και άλλο πράγμα η αναζήτηση θαυμάτων. Διότι το θαύμα ενώ προκαλείται από την πίστη, σπάνια δημιουργεί πίστη αφού εκλαμβάνεται ως εξαναγκασμός.
Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η ενέργεια του Χριστού.
Όταν παρουσιάζεται στο Θωμά δεν του λέει: « τώρα θες δεν θες θα πιστέψεις», του λέει ; « και εώρακας με πεπίστευκας. Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Μ’ άλλα λόγια ευτυχισμένοι είναι όσοι πιστεύουν χωρίς άμεσους η έμμεσους εξαναγκασμούς, χωρίς προπαγάνδα. Η προπαγάνδα είναι μία διαστρεβλωτική ενέργεια γι’ αυτό και απορρίπτεται. Η πίστη γίνεται αποδεκτή μόνο ως ελεύθερη απόφαση διερεύνησης.
Αλλά στο σημείο αυτό έχουμε κάτι ακόμα αξιοπρόσεκτο. Τη διάκριση μεταξύ δόγματος και δογματισμού.
`Η Ανάσταση του Χριστού επειδή είναι γεγονός αληθινό, είναι δόγμα. Η άμεση ή έμμεση αναγκαστική ή βίαιη αποδοχή αυτής της πίστης θα είναι σε κάθε περίπτωση δογματισμός. Ας μη συγχέουμε λοιπόν το δόγμα που είναι η αλήθεια με το δογματισμό που είναι ενέργεια η οποία εκβιάζει. Χρειάζεται διάκριση πνευμάτων και πραγμάτων. Μ’ αυτή την έννοια ας μη ζητάμε το δογματισμό μόνο σε θρησκευτικούς χώρους. Υπάρχει και αλλού όπως λ.χ. εκεί που βιάζεται η λογική του ανθρώπου. Μα θα πει κάποιος: η εμφάνιση του Χριστού δεν βιάζει τη λογική του Θωμά; Και βέβαια όχι. Απεναντίας η εμφάνιση του Χριστού ανταποκρίνεται στο αγωνιώδες αίτημα του Θωμά, όπου η πίστη παραμένει ανόθευτη από ανθρώπινες ιδιοτροπίες και αδυναμίες. Πρόκειται για το ίδιο αγωνιώδες αίτημα που προκάλεσε τη σύγκληση των επτά Οικ. Συνόδων. Άλλο λοιπόν πράγμα το δόγμα και άλλο ο δογματισμός.
Εδώ εμφανίζεται ένα ακόμα αξιοπρόσεκτο σημείο του σημερινού ευαγγελίου.
Ο Θωμάς γίνεται πιστός λόγω της παρουσίας του αναστημένου Χριστού και όχι εξ αιτίας των εντολών του Χριστού. Δέχεται βέβαια τις εντολές, αλλά όχι ανεξάρτητα από την πίστη στην παρουσία του Χριστού ή την εκκλησιαστική κοινωνία. Αυτό είναι ορθοδοξία. Η εκκλησιαστική κοινωνία βιώνει την παρουσία του Θεανθρώπου, ζωογονείται με το Σώμα και το Αίμα Του και μετά προχωράει στη συνέχιση του έργου του.
Το ευαγγέλιο λέγει: όλα γίνονται εκεί όπου ήταν οι μαθητές συνηγμένοι την ημέρα εκείνη. Εδώ σαφώς μιλάει για τη Λειτουργία της Κυριακής. Απ’ αυτή την πράξη της εκκλησιαστικής κοινωνίας ξεκινούν όλα. Στη Λειτουργία της Κυριακής πάλλεται η καρδιά της Εκκλησίας. Η ημέρα εκείνη κατά την οποία ήταν οι μαθητές συνηγμένοι έγινε η Κυριακή, η πρώτη ημέρα της εβδομάδας. Η Ημέρα του Κυρίου. Έξι ημέρες αφιερώνονται στα εγκόσμια έργα. Την ημέρα εκείνη « τη μια των Σαββάτων και των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον….» έτσι αφενός διαλύεται ο φόβος και αφετέρου επιβραβεύεται η έρευνα και η αναζήτηση του Θωμά καθιερώνοντας την Ημέρα του Κυρίου, την Κυριακή, ως ημέρα διάνοιξης των ορίων της εγκοσμιότητας στην αιωνιότητα. Και όλα αυτά γίνονται όχι με ωραίες ιδέες. Γίνονται με την παρουσία του αναστημένου Χριστού. Δεν είναι αρκετές οι ωραίες ιδέες για να σώσουν τον κόσμο. Χρειάζεται η διάπλαση των δυνατοτήτων της αιωνιότητας από τον αναστημένο Θεάνθρωπο. Αυτή είναι η πίστη του Θωμά και της εκκλησιαστικής κοινωνίας.
Όταν ο Χριστός παρουσιάζεται εκείνη την Κυριακή στον Απ. Θωμά, δεν του αναπτύσσει κάποιο σύστημα εντολών, αλλά τον προσκαλεί σε έρευνα. Δεν του δίνει χριστιανισμό, τον καλεί να κάνει εκείνος χριστιανισμό. « φέρε τον δάκτυλο σου ώδε και ίδε τας χείρας μου και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευράν μου..».
Αλήθεια πόσοι απ’ αυτούς που έχουν σήμερα δύναμη κάνουν το ίδιο;
Πόσοι ηγέτες πάσης φύσεως καλούν τους ανθρώπους να ερευνήσουν, να ρωτήσουν, να ψάξουν τα πράγματα;
Και πόσοι θέτουν ως προϋποθέσεις αξιοπρεπούς ζωής την αναζήτηση, την έρευνα και την καίρια διερώτηση μιμούμενοι τον Θωμά;
Και πόσοι θέτουν ως βάση της κοινωνικής ζωής τη βασική ερώτηση: Τι αξίζει επιτέλους να πιστέψουμε ή όχι; Η ερώτηση τέθηκε από τον Απ. Θωμά και υποστηρίχθηκε όμως και από τον Ιησού Χριστό. Από τότε καθιερώθηκε η ερεθιστική πρόκληση του μυαλού μας, τι αξίζει να πιστεύουμε και τι όχι. Ιδού το προκλητικά ζητούμενο!
Ήδη μιλάμε για το τέταρτο σημείο της σημερινής ευαγγελικής διήγησης. Υπάρχει κι’ ένα πέμπτο και αυτό είναι η στροφή του Χριστού και της Εκκλησίας προς την άρνηση τους.
Η αρχική στάση του Θωμά περιέχει άρνηση. Η όψη όμως του Θεανθρώπου και της Εκκλησίας Του στρέφεται σε πρόσωπα προς την άρνηση. Αυτή η στροφή αναδεικνύει τη σχέση της πίστης προς την άρνηση της ως σχέση τολμηρή άνευ όμως φόβου και πάθους.
Ερωτάται: Η πίστη των πολλών μαθητών ή η απιστία του Θωμά ασκεί μεγαλύτερη γοητεία; Ούτε η μία ούτε η άλλη. Τόσο η πίστη όσο και η απιστία οφείλουν να μένουν μακριά από γοητείες. Μόνο έτσι αντιμετωπίζονται ουσιαστικά με την εντιμότητα και σοβαρότητα που δικαιούνται. Μακάρι να το καταλάβαιναν αυτό όσοι την άρνηση τους προσπαθούν να την καλύψουν είτε με τη γοητεία της επιστήμης είτε της λογοτεχνίας.
Ο Θωμάς ό, τι είχε ν’ αρνηθεί το αρνήθηκε χωρίς περιστροφές. Γι’ αυτό και ο Χριστός δεν τον αντιμετώπισε αρνητικά. Εκτίμησε την ευθύτητα του, τις προϋποθέσεις της και τον προσκάλεσε σε έρευνα
Βέβαια δεν έκαμε κάτι ανάλογο με τους Φαρισαίους, τον Ηρώδη ή τον Πιλάτο. Διότι εκείνοι είχαν σκοτεινές προθέσεις, έπαρση και δογματισμό καλυμμένοι υπό τη γοητεία της εξουσίας. Από το άλλο μέρος στο Χριστό και τους μαθητές απουσιάζει η εχθρότητα και η παθητικότητα. Έμειναν σταθεροί στο « εωράκαμεν τον Κύριον» χωρίς, όμως να εχθρεύονται το κριτικό και ερευνητικό.
Η εκκλησιαστική κοινωνία δεν κινδύνευε από το Θωμά, αλλά από τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες των Φαρισαίων, των Σαδδουκαίων, του Ηρώδη και του Πιλάτου. Ο Θωμάς είχε πάρει το δρόμο προς την αλήθεια. Και η Εκκλησία αρνήθηκε να ναρκοθετήσει αυτό το δρόμο με επιθετικά επιχειρήματα. Αντίθετα διευκόλυνε την ερευνητική πορεία προς την αλήθεια. Το έκανε ο Xριστός προσφέρνοντας τον ίδιο τον Εαυτό Tου καλώντας σε προσωπική κοινωνία. Μεταξύ πίστης εξ ακοής και πίστης εξ επαφής, πίστης εκ μαρτυρίας, πίστης εξ εμπειρίας υπάρχει απόσταση που πρέπει ο άνθρωπος να καλύπτει, όπως ο Θωμάς με ασίγαστη απορία και καίρια ερωτήματα.
Και να, ερχόμαστε στο σημείο της πίστης στην Ανάσταση.
Η πίστη αυτή δεν είναι πίστη στο παράξενο, αλλά στο παράδοξο. Το λογικό δεν πιέζεται να βγει έξω από τα όρια του, αλλά προσκαλείται σε μία προσπάθεια συνάντησης μ’ ένα πρόσωπο το οποίο νίκησε το θάνατο. Μιλάμε για πραγματική πίστη. Η πίστη μόνο ως ομολογία και μόνο ειπωμένη με λόγια είναι ελλιπής. Χρειάζεται ενόραση και αφή, προσωπική επαφή με τον Χριστό.
Να γιατί ουσιαστικό στοιχείο της ορθοδοξίας ήταν, είναι και θα είναι η συμμετοχή στη Λειτουργία της Κυριακής, όπου μπορεί ο άνθρωπος να αποδεχθεί ελεύθερα προσκεκλημένος στην Ανάσταση. «Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγή αθανάτου γεύσασθε..». Αυτή η γεύση αποτελεί την ουσία της χριστιανικής Εκκλησίας. Διαφορετικά καταλήγουμε στη θρησκευτική πολυλογία, η οποία βοηθάει μεν, δεν λυτρώνει δε.
Η λύτρωση έρχεται στο τρίτο στάδιο της πίστης. Και κάνουμε λόγο για τρίτο στάδιο της πίστης έχοντας υπ’ όψη εκείνο της έκφρασης με λόγια και εκείνο της ομολογίας. Είναι απαραίτητα, αλλά δεν είναι η πληρότητα.
Η ανθρώπινη ύπαρξη έχει βάθος και αυτό το βάθος δεν γεμίζει με λόγια, αλλά εκεί γεννιέται το ερώτημα περί θανάτου που συνεχώς ανεβαίνει στη συνείδηση και χαλάει την διάθεση καθώς αναλύεται σε επιμέρους ερωτήματα όπως:
Γιατί υπάρχει βιολογικό ς αφανισμός;
Γιατί υπάρχουν ασθένειες;
Γιατί υπάρχουν αδικίες;
Γιατί υπάρχουν ατυχήματα, δηλ. απρόβλεπτες και άσχημες καταστάσεις;
Τι νόημα έχει η ζωή αυτή της καθημερινότητας;
Πότε μια ζωή καταξιώνεται και πότε;
Σε όλα αυτά τα ερωτήματα για ν’ απαντήσει κανείς χρειάζεται το θάρρος της πίστης.
Πίστη όμως που; Μήπως σε κάποια ανώτερη δύναμη; Ανώτερη δύναμη είναι και ο κεραυνός, ο σεισμός κ.α. Όχι. Στην ορθοδοξία γίνεται λόγος για πίστη στο Μονογενή Υιό και Λόγο του Θεού, στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος δεν αντιμετωπίζει τη ζωή με θεωρητικές κατασκευές. Μετέχει της ζωής και του θανάτου, όπως όλοι οι άνθρωποι και εξέρχεται νικητής χαρίζοντας τη σωτηρία.
Να ένα ακόμα σημείο του σημερινού ευαγγελίου. Ο Χριστός παρουσιάζεται αναστημένος Σωτήρας εκεί όπου οι μαθητές ήταν κρυμμένοι από το φόβο και τον τρόμο.
Ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία της σωτηρίας και όχι ένα πρόγραμμα βελτίωσης της ζωής. Η σωτηρία προϋποθέτει πως κάποιος χάνεται. Εκείνος που πνίγεται, που πέφτει στο χείλος του γκρεμού δεν προσεύχεται για κάποια ανακούφιση, αλλά για σωτηρία.
Ο Χριστός έρχεται σε ανθρώπους που κάθονται στο σκοτάδι και στη σκιά του θανάτου. Αυτός είναι ο πρώτος ορισμός της ανθρώπινης κατάστασης στα ευαγγέλια και αυτή έρχεται να διορθώσει ο Κύριος αναστημένος εκ των νεκρών.
Τα σημεία του σημερινού ευαγγελίου είναι σαν κάτι βήματα προς όσους θηριομαχούν με τα κύματα του ωκεανού της ζωής. Αξίζουν να τα προσέξουν όσοι αγωνίζονται και επιθυμούν γνήσια ανθρώπινη διαβίωση.
Αλλά και για τους αγωνιστές τα σήματα της Ανάστασης κατευθύνουν προς εμπειρίες πρωτότυπες και δυνατές. Επομένως έχουν ενδιαφέρον σε καιρούς που η ζωή κάθετα και οριζόντια , με θόρυβο ή σιωπηρά συρρικνώνεται στη μιζέρια.
Δεν μας αξίζει τέτοια μιζέρια.
Μας αξίζει η Ανάσταση.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !
π.Γ.στ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου