Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

ΑΓΑΜΗ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ*

Δημούλη Κωνσταντίνου
Θεολόγου-Ἱστορικοῦ

Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ἄγαμη μητρότητα ὡς συνειδητὴ ἐπιλογὴ ἀπόρριψης τοῦ ἀνδρός, συζύγου καὶ πατέρα εἶναι δημιούργημα ἀκραίου φέ-μινισμοῦ τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως καὶ ἡ Ἐπιστήμη, βλέπει ὡς προβληματικὴ τὴν ἄγαμη μητρότητα καὶ δὲν εἶναι ὑπὲρ τῆς νοοτροπίας θέ-σμοποίησής της.
Φαίνεται ὅτι ἡ οἰκογένεια ἀμφισβητεῖται. Ἐπιδιώκεται ἀπὸ τὰ φεμινι-στικὰ κινήματα τὸ δικαίωμα τῆς ἰσότητας τῶν δυὸ φύλων ὡς τὸ δικαίωμα τῆς γυναίκας γιὰ ἐλεύθερη σύλληψη. Ὁ φεμινισμὸς θέλει νὰ καθιερώσει ὡς τρόπο ζωῆς τὴν ἄγαμη μητρότητα.
Στὴν Ἑλλάδα εἶναι ἕνα σπάνιο φαινόμενο, ἀλλὰ στὴν Εὐρώπη καὶ στὸν κόσμο τείνει νὰ λάβει τὴ μορφὴ θεσμοῦ, τρόπου ζωῆς. Παρὰ ταῦτα δὲν ἔχει κατορθώσει ἀκόμη νὰ γίνει κανόνας οἰκογενειακῆς ζωῆς. Μάλιστα καὶ ἡ ἐπιλογὴ μητρότητας μὲ ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση χωρὶς γάμο, ἀκόμη καὶ χωρὶς σεξουαλικὴ σχέση, δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι πεθαίνει ὁ θεσμὸς τῆς οἰκογένειας. Παρὰ ταῦτα, ἡ οἰκογένεια, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ γονεῖς ἑνωμένους μὲ γάμο, συνεχίζει νὰ συνιστᾶ τὸ κυρίαρχο μοντέλο οἰκογένειας.
Γιὰ τοὺς ἱερεῖς μας οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες, τὰ νέα ἤθη, ἡ ἀλλοτρίωση θεσμῶν ἀποτελοῦν τὶς ἀποκλειστικὲς αἰτίες γιὰ τὶς νέες ἐπιλογὲς στὴ μορφὴ τῆς οἰκογενείας. Ὑπάρχει μία τάση νὰ ἐγκαταλείπεται ὅ,τι παλαιὸ καὶ νὰ ἐπί-διώκεται κάτι καινούργιο. Κάθε παραδοσιακὸς θεσμὸς χαρακτηρίζεται ὡς κά-τεστημένο. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ἄμετρου φιλελευθερισμοῦ, τῆς τάσης γιὰ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ μορφὴ οἰκογένειας, στὴν ὁποία ἡ γυ-ναίκα καὶ μητέρα ἔνιωθε καταπιεσμένη, εἶναι ἡ συνειδητὴ ἐπιλογὴ τῆς ἄγαμης μητρότητας, τὴν μονογονεϊκῆς αὐτῆς μορφῆς τῆς οἰκογένειας.
Οἱ ἄγαμες μητέρες μέσα στὴ γενικὴ ἀμφισβήτηση ἀξιῶν καὶ θεσμῶν, ἀμφισβητοῦν τὸν διγονεϊκὸ θεσμὸ οἰκογένειας, γιὰ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ἄνδρα καὶ νὰ χαροῦν τὰ ἀγαθὰ τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας, νὰ αὐτό-προσδιορίζονται σὲ κάθε ἐνέργεια τῆς ζωῆς τους χωρὶς κανένα ἔλεγχο καὶ ἐμπόδιο. «Πολλὲς μόνες μητέρες ἐκφράζουν πολὺ συχνά…τὴν ἐπιθυμία νὰ εἶναι μάνα καὶ πατέρας γιὰ τὸ παιδί. Ἀρνοῦνται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ρόλο- γονέα στὸν ἄντρα, θεωρώντας ὅτι αὐτὸς ὁ ρόλος μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μόνον ὅταν ἡ μητέρα δὲν μπορεῖ “νὰ τὰ βγάλει πέρα” … ὑποδηλώνοντας ἕνα εἶδος “ “παντοδυναμίας” τῆς μόνης μητέρας σὲ σχέση μὲ τὸ παιδί…Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ἡ ἐμπειρία τῆς μητρότητας προκαλεῖ καὶ ἐνισχύει ἀσυνείδητες νευρωτικὲς συγκρούσεις, οἱ ὁποῖες ἀκριβῶς μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία τῆς παντοδυναμίας. Ἔτσι σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις μονογονεϊκότητας τὰ βαθύτερα κίνητρα τῆς ρήξης εἶναι ἡ ἐπιθυμία γιὰ ἀποκλειστικὴ σχέση μητέρας – παιδιοῦ. Οἱ νέες τεχνικὲς γονιμοποίησης, ποὺ ἐπιτρέπουν σήμερα – δυνητικὰ – τὴν ἱκανοποίηση τῆς ἐπιθυμίας τῶν μόνων γυναικῶν νὰ ἀποκτή-σουν παιδὶ χωρὶς συμμετοχὴ ἄνδρα…ἐνισχύουν τὴ συγκεκριμένη ἐπιθυμία τῆς παντοδυναμίας»[1].  Γιὰ τοὺς ἱερεῖς μας ἀποτελοῦν «θύματα τοῦ περιβάλλοντος, ποὺ προσπάθησε νὰ τὶς πείσει ὅτι εἶναι τόσο μαγευτικὸ νὰ εἶσαι ἐλεύθερος, νὰ κάνεις ὅ,τι θέλεις, ὅπως θέλεις, ὅποτε θέλεις, οἱ ἄγαμες μητέρες, ἀρνούμενες τὸ κοινωνικὸ κατεστημένο, βρίσκονται ξαφνικὰ μόνες καὶ δυστυχισμένες μὲ ἕνα παιδὶ στὴν ἀγκαλιά»[2]. Δὲν ἐπιτρέπεται, ὑποστηρίζουν, ἡ γυναίκα νὰ θέλει νὰ λειτουργεῖ αὐτόνομα ὡς μητέρα ἄνευ συζύγου καὶ πατέρα τοῦ παιδιοῦ της. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία καταδικάζει κάθε αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν λειτουργιῶν του καὶ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν ὀντολογική, ὑπαρξιακὴ ρίζα, τὸν Θεό. «Ἡ αὐτονομία εἶναι ἡ πηγὴ καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ ἀποτελεῖ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀκρωτηριασμὸ καὶ ἐγκλωβισμό του στὴν βιολογικότητα … ἡ αὐτονόμηση τοῦ νόμου τῆς σεξουαλικότητας, τῆς τεχνολογίας, τῆς πολιτικῆς κ.λπ. κινδυνεύει νὰ ὁδηγήσει τὴν ἀνθρωπότητα σὲ μία ἠθική, πολιτιστική, ἀκόμα καὶ βιολογικὴ αὐτοκαταστροφή»[3]. Ἡ φε-μινιστικὴ ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἀνδρὸς δὲν μπορεῖ νὰ θυσιάζει καὶ τὸ παιδί.
Δὲν εἶναι λοιπὸν τυχαῖο ποὺ πολλοὶ ὑπεύθυνοί της Ὀρθόδοξης Ἐκκλη-σίας ἀναρωτιοῦνται τί κάνει τὴν ἄγαμη μητέρα νὰ ἐπιλέγει συνειδητὰ τὴν ἄγαμη – ἀνύπανδρη μορφὴ ζωῆς, τὴ μονογονεϊκὴ οἰκογένεια, νὰ ἔχει ἕνα παιδὶ καὶ ὅλα τὰ βάρη καὶ τὰ προβλήματα, μέσα στὴ μοναξιά, χωρὶς νὰ ἔχει ἔστω τὴ σκιὰ τοῦ ἄνδρα-συζύγου καὶ πατέρα τοῦ παιδιοῦ της; Γιατί, ἐνῷ δύναται νὰ πραγματοποιήσει γάμο μὲ τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ της, ἀρνεῖται τὸν γάμο; Ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἐμμανουὴλ Καλύβας ἀπαντᾶ: «Τὰ βασικὰ αἴτια εἶναι τὰ ἑξῆς: Πρῶτον, ἡ τραυματικὴ ἐρωτικὴ ἐμπειρία καὶ συμβίωση μὲ τὸ ἄλλο φύλο κάμει τὶς ἄγαμες μητέρες νὰ πάρουν ἀπόφαση νὰ ἀποκτήσουν ἕνα παιδὶ ἀρνούμενες τὸν ἄνδρα. Δεύτερον, ἡ δυστυχὴς οἰκογενειακὴ ἐμπειρία ἀπὸ τὶς διαταραγμένες σχέσεις τῶν γονέων, ποὺ πλήγωσαν τὰ παιδιά. Ἡ ἄγαμη μητέρα ἀπορρίπτει πλέον τὸν θεσμὸ συζυγίας, ἐκδικούμενη τοὺς γονεῖς της. Τρίτον, μὲ τὴν συνειδητὴ ἐπιλογὴ τῆς ἄγαμης μητρότητας ἡ ἄγαμη μητέρα ἀρνεῖται τὸν θεσμὸ τοῦ γάμου, διότι τὸν θεωρεῖ ὡς κατεστημένο καταπιέσεως ἐφ’ ὅσον τὴν ἐμποδίζει στὴν πλήρη ἐλευθερία, τὴν αὐτονόμησή της καὶ ἀκόμη στὴν δημιουργία πολλαπλῶν ἐρωτικῶν σχέσεων καὶ ἀλλαγῆς ἐραστῶν. Τέταρτον, ἡ ἀπόρριψη τοῦ γάμου εἶναι μία ἀκραία φεμινιστικὴ ἀντίδραση πρὸς τὸ ἄλλο φύλο, εἶναι τὸ σύνδρομο ἀπορρίψεως τοῦ ἀνδρικοῦ φύλου…Αὐτὴ ἡ τάση τῆς γυναίκας γιὰ ἐπίδειξη παντοδυναμίας, ἡ αὐτοἡρωοποίηση, εἶναι νευρωτικὴ καὶ τελικὰ εἶναι ἄρνηση τοῦ φύλου τοῦ ἀνδρός, ἀλλὰ καὶ τῆς γυναικός, ἀφοῦ ἡ γυναίκα λειτουργεῖ σωστὰ ὡς γυναίκα καὶ ὄχι ὡς ἀνδρογυναίκα»[4].
Διαπιστώνεται ἔτσι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ νὰ περιθάλψει τὶς ἄγαμες μητέρες καὶ νὰ συμπαρασταθεῖ στὰ ποικίλα προβλήματά τους, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ συμβάλει στὴ δημιουργία κανόνος, τρόπου ζωῆς ἄγαμης μητρότητας, ἐπειδὴ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς πιστεύει ὅτι βλάπτεται καὶ ἡ μητέρα καὶ ὁ πατέρας καὶ πρὸ παντὸς τὸ παιδί. «Εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει θεσμὸς ἡ ἄγαμη μητρότητα; Εἶναι ὑγιής, φυσικὴ κατάσταση; Ἀσφαλῶς ὄχι, διότι εἶναι ἀνεπαρκὴς ἡ μητέρα νὰ ὑποκαταστήσει τὸν πατέρα καὶ νὰ ἀναλάβει νὰ παίξει τὸ ρόλο πατρότητας καὶ μητρότητας συγχρόνως. Ἐκ τῆς φύσεώς της πλάσθηκε ἡ γυναίκα νὰ λειτουργεῖ στὰ πλαίσια τοῦ φύλου της, ὡς μητέρα…Ἡ περίπτωση τῆς μητρότητας χωρὶς γάμο εἶναι σεβαστή, ἀλλὰ εἶναι παθολογικὴ καὶ χρειάζεται ν’ ἀντιμετωπιστεῖ μὲ πολλὴ ἀγάπη»[5]
Ἡ ἄγαμη μητέρα ἀπειλεῖται μὲ ἀπόγνωση ἀπὸ τὸν κοινωνικὸ στιγμα-τισμὸ καὶ τὴν κατακραυγὴ τῶν κριτῶν καὶ κατακριτῶν καὶ ὅλα τὰ συναφῆ προβλήματα δὲν χρειάζεται καὶ ἡ καταδικαστικὴ συμπεριφορὰ ἐκ μέρους τῶν λειτουργῶν τῆς  Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡρωισμὸς τῆς ἄγαμης μητέρας ὄχι μόνο νὰ κρατήσει τὸ παιδί, ἀλλὰ πρὸ παντὸς νὰ τὸ ἀναθρέψει μόνη της, νὰ παίξει τὸν ρόλο ὄχι μόνο τῆς μάνας ἀλλὰ καὶ τοῦ πατέρα. Ἡρωισμὸς νὰ γίνει ἀνεξάν-τλητη πηγὴ ἀγάπης καὶ χαρᾶς, ὑπομονῆς, καρτερίας, ἐλπίδας, γιὰ νὰ μὴν πλή-γώσει τὸ παιδί της, γιὰ νὰ μὴν κυριευθεῖ ἀπὸ τὸ σύνδρομο τῆς ἀποστερήσεως τοῦ πατέρα. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κωφεύουμε ἐνώπιον τῆς σιωπηλῆς κραυγῆς καὶ ἀγωνίας τῶν ἄγαμων μητέρων. Τὸ πρόβλημα ὑπάρχει. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀγνοοῦμε. Οἱ ἄγαμες μητέρες δὲν πρέπει νὰ ἀφήνονται ἀβοήθητες, ἀνυπερά-σπιστες. Ἡ Ἐκκλησία δὲν βλέπει τὴν ἄγαμη μητρότητα ὡς θεσμὸ καὶ τρόπον ζωῆς, ἀλλὰ ὡς ἕνα ἀτυχὲς ἢ καὶ τραγικὸ ἐπεισόδιο. Κι ὅμως. Αὐτὴ καθεαυτὴ ἡ μητρότητα, ἡ κυοφοροῦσα γυναίκα, εἶναι κάτι τὸ ἱερὸ καὶ μεγάλο. Δὲν βλέ-ποῦμε τὴν ὁποιαδήποτε αἰτία συλλήψεως ἐκτὸς γάμου, γιὰ νὰ κρίνουμε, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ μεγαλειῶδες γεγονὸς τῆς κυοφορίας ἑνὸς ἀνθρώπου στὰ σπλάχνα τῆς εὐγενικῆς ὑπάρξεως τῆς γυναίκας, ποὺ χρειάζεται ὑποστήριξη, στοργή, γιὰ νὰ μὴν κινδυνεύσει. Ἡ κυοφοροῦσα ἄγαμη μητέρα μέσα σ’ ὅλα τὰ προβλήματα καὶ τὴν ὀδύνη της θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς θυμίζει τὴν κυοφοροῦσα καὶ διωκομένη Θεοτόκο: «καὶ ἐν γαστρι ἔχουσα ἔκραζεν ὠδινοῦσα καὶ βασανιζομένη τεκεῖν» (Ἀποκ. 12,2).

Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν κατακρίνει, ἀλλὰ ἐκφράζει καὶ συνεχίζει τὸ ἔργο ἀγά-πῆς τοῦ Οὐράνιου Πατρός. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16). Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ μιμεῖται τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν κρίνει φαρισαϊκὰ ταλαίπωρες ψυχές «οὐ γὰρ ἀπέστειλεν  ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’ Αὐτοῦ» (Ἰω. 3,17).   Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δίδαξε: «οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σώσω τὸν κόσμον» (Ἰω. 12,47).   Ποῖος εἶναι ὁ ἀναμάρτητος καὶ ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἄπταιστος, ὥστε νὰ κατακρίνει τὶς ἄγαμες μητέρες, γιατί καὶ πῶς εἶναι ἄγαμες μητέρες; Ποῖος δύναται νὰ ρίξει τὸν λίθο τῆς κατακρίσεως καὶ ἐνοχοποίησης κατὰ τῶν ἄγαμων μητέρων, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀποδέχεται καὶ συγχωρεῖ ἀκόμη καὶ τὴν «ἐπ’ αὐτοφώρῳ μοιχευομένη» καὶ μετὰ παρρησίας ἐλέγχει τοὺς ὑποκριτὲς καὶ φαρισαίους καὶ λέγει σ’ αὐτοὺς τοὺς κατακριτὲς «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτήν» (Λκ. 12,19).
Ὅλος αὐτὸς ὁ ἀγώνας τῆς ἄγαμης μητέρας, ὁ ὁποῖος γίνεται μὲ ἀγάπη στὸ παιδί, συνιστᾶ τὸ ἡρωικὸ στοιχεῖο της καὶ τὴν ἀξιοθαύμαστη μεγαλοψυχία της. Ἡ ἄγαμη μητέρα πρέπει νὰ ξεπεράσει κάθε σύμπλεγμα μειονεξίας καὶ ἀποστερήσεως. Ἡ ἄγαμη μητρότητα βιώνεται συνήθως ὡς μειονέκτημα, μάλιστα, ὅταν «ἡ μόνη μητέρα ὑποχρεώνεται νὰ βιώσει τὴ μονογονεϊκότητά της σὲ ἕνα κοινωνικὸ πλαίσιο ὀργανωμένο κατὰ κανόνα μὲ βάση τὸ διγονεϊκὸ μοντέλο»[6]
Γι’ αὐτὸ χρειάζεται τὴ συμπαράσταση τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ἡ ἄγαμη μητέρα νὰ βρεῖ ἠθικά, κοινωνικά, ὑλικὰ στηρίγματα. Χρειάζεται ἡ ἄγαμη μητέρα ἡρωισμὸ καὶ ἀνεξάντλητες δυνάμεις, γιὰ νὰ ἀντιπαλεύσει μὲ τὰ τόσα προβλήματα. Πρέπει νὰ περισώσει ἑαυτὴν καὶ τὸ παιδί της. Πρέπει νὰ λύσει προβλήματα στέγης, οἰκονομικά, βιοποριστικά, ἐπαγγελματικά, κοινωνικά, ὑγειονομικά. Πρέπει νὰ ξεπεράσει τὴ μοναξιά, νὰ βρεῖ ἠθικὰ ἐρείσματα καὶ ἀγάπη, ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ ἐνοχές.

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Θ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2012


[1] Κογκίδου, «Μονογονεϊκὲς οἰκογένειες», σ. 140-141
[2] Μαντζιάφου – Κανελλοπούλου, Οἰκογένειες μὲ ἕνα γονέα, σ. 161
[3] Π. Νέλλα, Ζῶον Θεούμενον, Προοπτικὲς γιὰ μία Ὀρθόδοξη κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, ἔκδ. Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979, σ. 101
[4] Καλύβα, Προοπτικὲς γιὰ μία Ὀρθόδοξη κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, ἔκδ. Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979, σ. 101
[5] Καλύβα, Αντιμετώπισης του προβλήματος, σσ. 27-28. 

[6] Κογκίδου, «Μονογονεϊκὲς οἰκογένειες», σ. 136
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου