Ενας υπέροχος κόσμος αγίων που πηγαινοέρχονταν στα ενύπνια, στο ξύπνιο και στα οράματα των ανθρώπων της Θέρμης, τα επόμενα χρόνια.
Ο αγιος που αυτοσυστήνεται, λέει μόνος του το όνομά του Ραφαήλ, ουράνιοι καλόγεροι και παπάδες που έρχονται -για όσο αντέχει το πεπερασμένο των ανθρώπων- και χάνονται πριν το εξαίσιο γίνει ανυπόφορο για το νου των βροτών και παραφρονήσουν.
Μαρτυρίες, ενυπόγραφες, ανθρώπων -που κάποιοι ζουν ακόμη- για τον Αγιο που ήθελε πια, αφού το παρεχώρησε ο Κύριος- να φανερωθεί και τους είπε λεπτομέρειες του δικού του μαρτυρίου αλλά και των άλλων συναθλητών του. Τους έδειξε πού ήταν τα οστά, οι τάφοι, το αίμα, η δόξα του Κυρίου, τελικά, καθώς ήρθε η ώρα να γίνει ολόφωτα εμφανής και να καταδειχθεί η αγιωσύνη του καταξιωμένου -ως φιλοξενούντος αποτυπώματα δοξαστικού θανάτου- τόπου.
Ενας τόπος σε αναβρασμό, άνθρωποι ακροβατούντες ανάμεσα στην καθημερινότητα την δική τους και εκείνη των μαρτύρων, την πάντα νουν υπερέχουσα.
Εδωσε ο Θεός και αποκαλύφθηκαν όλοι οι Αγιοι, εκείνης της σφαγής....Ραφαήλ, Νικόλαος, η μικρούλα Ειρήνη. Από κοντά ο δάσκαλος, ο προεστός, η μάνα, το μωρό.
Η κρυμμένη ιστορία έλαμπε τώρα ανάμεσα σε δικεροτρίκερα, θυμιάματα, ικεσίες, καινούργιες φιλίες ανάμεσα στους ανθρώπους της γης και εκείνους της Νέας Ιερουσαλήμ: Αδιαχώρητο συναισθημάτων και η Χάρις να ξεχύνει τα περισεύματα από τις ψυχές στα περβόλια, στις ελιές, στις οικίες, στα μάνταλα - που ευχαρίστως αυτοακυρώνονταν για να ανοίξουν οι πόρτες στο ανεμπόδιστο μεγαλείο-, στις ρύμες και τις οδούς. Κάπως έτσι μυρώνονται οι τόποι των θνητών και σημειώνονται με το σημείο του Τιμίου Σταυρού που θριαμβεύει επί των εναντίων δυνάμεων.....
Μαρτυρίες
"Έριξε τρείς κασμαδιές και άνοιξε ένα μεγάλο χάσμα, από το όποίο βγήκε μια εκτυφλωτική λάμψη. Από το άνοιγμα ο Κανέλλος μπήκε στην Εκκλησία. Στη μέση της Εκκλησίας είδε τον τάφο του αγίου Ραφαήλ και στα πόδια του τάφου ξαπλωμένη την αγία Ειρήνη.
Μόλις τον είδε ( η Αγία Ειρήνη ), σηκώθηκε.
Φορούσε ένα μακρύ ευρύχωρο άσπρο φόρεμα. Σε μιά δίπλα του φορέματος της έκρυβε ένα Σταυρό κι ένα μικρό στρογγυλό εικόνισμα.
Του έδωσε τον Σταυρό και του είπε "Πάρε αυτόν τον Σταυρό και να γυρίσεις σε όλο το χωριό, να φωνάξεις:
Αυτή είναι η πίστη μας! Πάρε κι αυτό το εικόνισμα κι έλα να σκάψεις σε αυτό το μέρος που στέκομαι, κάτω από τις πλάκες".
Ήταν μια μικρή εικόνα του Χρίστου που έμοιαζε με σφραγίδα.
Τρίτη 1 Αυγούστου 1961.
Πολύς κόσμος ανέβηκε στις Καρυές.
Ο π. Ευθύμιος από το πρωί είχε αρχίσει την Ακολουθία στο προσωρινό Εκκλησάκι.
Οι εργάτες έβγαλαν τις πλάκες, κομματιασμένες δυστυχώς, και άρχισαν προσεκτικά την ανασκαφή. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά, όταν ξεχώρισε ένας σβώλος χώμα, και μέσα κάτι έλαμπε.
Ο Τσολάκης το πήρε στα χέρια του νομίζοντας ότι ήταν σπασμένο καντήλι, αλλά, καθαρίζοντας τα χώματα, είδε ότι ήταν μια μικρή στρογγυλή εικόνα του Χριστού ανάγλυφη.
Μαζί με αυτήν βρέθηκαν και μερικά κομμάτια από ξύλο εικόνας και λίγα φύλλα, μάλλον από Ευαγγέλιο η άλλο λειτουργικό βιβλίο, τα οποία όμως θρυμματίσθηκαν με το πρώτο φύσημα του αέρα. Φώναξαν τον π. Ευθύμιο, ο οποίος συγκινημένος σταμάτησε την Ακολουθία, πήρε το εικόνισμα και το τοποθέτησε πάνω στην αγία Τράπεζα.
Έδωσε αμέσως εντολή να χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες στο χωριό και να ειδοποιήσουν τον Πρωτοσύγκελλο.
Πολύς κόσμος πληροφορήθηκε το γεγονός και ανέβηκε γιά να προσκυνήσει το εικόνισμα.
Ανάμεσα τους και μια Παμφιλιώτισσα, η Εύστρατία Μιχέλλη. Είχε δεί αποβραδίς να κατεβαίνει από τον ουρανό ο Δεσπότης Χριστός και να στέκεται στο ιερό της αρχαίας Εκκλησίας των Καρυών. Τον περιέβαλλαν άγγελοι και στο πλάι Του ο άγιος Ραφαήλ, κρατούσε ένα αναμμένο τρικέρι.
Ήρθε λοιπόν πρωί πρωί στη Θερμή και το διηγήθηκε σε γνωστούς της με την βεβαιότητα ότι κάτι σπουδαίο θα συνέβαινε στις Καρυές.
Όταν άκουσε την καμπάνα και έμαθε γιά την ανεύρεση του εικονίσματος, κλαίγοντας από συγκίνηση, ανέβηκε ξυπόλυτη στις Καρυές και το προσκύνησε.
Σε λίγη ώρα έφθασε και ο Πρωτοσύγκελλος.
Έπλυνε το μικρό εικόνισμα με το άγιασμα και είπε σε όλους ότι επρόκειτο γιά ένα ασημένιο εγκόλπιο που απεικόνιζε τον Παντοκράτορα Χριστό με το Ευαγγέλιο στο χέρι.
Η μυσταγωγία των Αγίων
Το ίδιο βράδυ μετά την εύρεση, αγρύπνησαν στις Καρυές ο Δούκας Τσολάκης, ο Θεοχάρης Κυριλής, ο Νικόλαος Φύκιας, ο Ευστράτιος Πλιάκας, ο Ζαχαρίας Παφλιώτης, η Βιργινία Αδάμ, η Μαρία Κουνέλη, η εγγονή της Αγγελική Κουνέλη και η Μαρία Τσολάκη με τα παιδιά της Μένη, Παναγιώτη, Δημήτρη και Μανώλη.
Είχαν αποφασίσει να μείνουν μέχρι το Δεκαπενταύγουστο εκεί πάνω, να "δεκαπεντίσουν" όπως λένε στη Λέσβο, τιμώντας την Παναγία.
Θα ήταν 9 το βράδυ, όταν ο Κυριλής μαζί με τον Μανωλάκη βρίσκονταν λίγο πιο πέρα από το Εκκλησάκι.
Ξαφνικά το παιδί λέει στον Κυριλή "Γιά δες δύο παπάδες που ήρθαν".
Ήταν πραγματικά δύο κληρικοί, ένας μεγαλόσωμος και ένας κοντός.
Από αμηχανία ο Κυριλής φώναξε τη μητέρα του μικρού, τη Μαρία. Εκείνη ανυποψίαστη πλησίασε, έφθασε μπροστά στο Εκκλησάκι και, μόλις τους είδε, αναγνώρισε ότι ήταν οι άγιοι και άρχισε να φωνάζει "Τρέξτε! Οι άγιοι! Οι άγιοι!".
Πλησίασαν όλοι σε απόσταση δέκα μέτρων, γονάτισαν με δάκρυα και έλεγαν ό,τι προσευχή ήξεραν. Τότε είδαν πάλι ένα ύπερκόσμιο φως, μέσα στη λάμψη του οποίου διακρίνονταν καθαρά τα πάντα.
Οι άγιοι μπήκαν στο Εκκλησάκι και μονομιάς εμφανίσθηκαν με άμφια.
Ο Αγιος Ραφαήλ φορούσε λευκό φαιλόνιο με θαλασσί σειρήτια και σταυρό και μπλε επιτραχήλιο, κι ο άγιος Νικόλαος φορούσε θαλασσί διακονική στολή με χρυσαφί σειρήτια.
Κάποια στιγμή, ο άγιος Νικόλαος βγήκε και θύμιασε, βαστώντας στον αριστερό του ώμο μια μικρή εκκλησία.
Μετά, φαινόταν μόνο ο άγιος Ραφαήλ.
Έβγαινε έξω, σκύβοντας μάλιστα γιά να περάσει από τη χαμηλή είσοδο· ευλογούσε, έκανε υπόκλιση κι έπειτα έμπαινε πάλι μέσα και στεκόταν μπροστά στις λειψανοθήκες, όπου είχαν τοποθετήσει το εγκόλπιο του Παντοκράτορος.
Στην Αγία Τράπεζα ήταν ανοιχτό ένα λειτουργικό βιβλίο. Γύρω στα μεσάνυχτα χάθηκαν οι άγιοι.
Διαπίστωσαν τότε ότι τα καντήλια είχαν σβήσει, και ο Τσολάκης μαζί με τον Πλιάκα και τον Κυριλή πήγαν και τα άναψαν.
Ύστερα όλοι προχώρησαν πιο πέρα σε κάτι πρόχειρες σκηνές που είχαν στήσει γιά να μένουν εκείνες τις μέρες.
Καθώς πήγαιναν, η Μαρία Τσολάκη και ο Πλιάκας άκουσαν βήματα και είδαν λίγο πιο μακριά δύο σκιές να προχωρούν προς την Εκκλησία.
Φώναξαν τότε στον Δούκα που είχε μείνει πιο πίσω, κι εκείνος στρέφοντας το βλέμμα του βλέπει ξανά τους δύο Αγίους και μαζί την αγία Ειρήνη. "Παιδιά, τους φωνάζει, ελάτε από κοντά να δείτε που ήρθε και η Ρηνούλα"
Ξαναγύρισαν όλοι και βλέπουν την Αγία έξω από το Εκκλησάκι.
Η μορφή της έλαμπε και φαίνονταν ολοκάθαρα τα χαρακτηριστικά της.
Το πρόσωπο της ήταν κατάλευκο με λίγες φακίδες, τα μαλιά της χωρίστρα στη μέση, κατέληγαν σε δύο ξανθές πλεξούδες ριγμένες μπροστά.
Φορούσε ένα μακρύ κίτρινο φόρεμα, που έφθανε έως κάτω.
Σήκωνε τα χέρια και προσευχόταν, μετά έκανε τον σταυρό της, τα σταύρωνε στο στήθος, γονάτιζε και τους κοίταζε κατάματα έναν εναν.
Γεννήθηκε 5-3-1450 και μαρτύρησε 7-4-1463
Οι άλλοι δύο άγιοι, ιεροφορεμένοι όπως και πρίν, συνέχισαν την Ακολουθία.
Ο άγιος Νικόλαος με το ένα χέρι βαστούσε τρικέρι και με το άλλο την άκρη από το ωράριο.
Ο άγιος Ραφαήλ έβγαινε και θυμίαζε, άλλοτε ευλογούσε κι άλλοτε πάλι ύψωνε τα χέρια και το βλέμμα του στον ουρανό, έκανε υπόκλιση και έμπαινε μέσα στο Εκκλησάκι.
Τις δύο-τρείς φορές που βγήκε έξω, πλησίαζε κοντά του η Αγία προσευχόμενη με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, χωρίς να μπαίνει μέσα στο Εκκλησάκι.
Γύρω στις τρεις το πρωί, εμφανίσθηκε ένα πλήθος μοναχών.
Ο άγιος Ραφαήλ μπροστά θυμιάζοντας και οι μοναχοί από πίσω σε δύο σειρές, έκαναν τρείς φορές λιτανεία γύρω από το Εκκλησάκι κι έπειτα όλοι χάθηκαν μέσα στα ερείπια.
Το είδαμε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου