Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Κυριακή Η΄ Λουκά - "Περί ασπλαχνίας"(+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)


"Περί ασπλαχνίας"

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλους τοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς εὐαγγέλιο διαβάζεται, ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Τὴ γνωρίζουν καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ἀλ λὰ τὴ θαυμάζουν καὶ οἱ μεγαλύτεροι σοφοί.Ἐπειδὴ ὅμως στὸ κήρυγμα ὁ σατανᾶς μᾶς κάνει ὅλους βιαστικοὺς καὶ ἀνυπόμονους, θὰ πῶ μόνο λίγα σύντομα λόγια.
Κάποιος ἄνθρωπος ξεκίνησε νὰ πάῃ πεζῇ ἀπὸ μία πόλι σὲ ἄλλη. Εἶχε βαδίσει ἀρκετὰ χιλιόμετρα στὴν δημοσία ὁδό,ὅταν σὲ κάποια καμπὴ τοῦ δρόμου, μέσ᾽ ἀπὸ μιὰ πυκνὴ λόχμη, κρυμμένοι πίσω ἀπὸ ἕνα βράχο, ξεπήδησαν μπροστά τουλῃσταί. Τοῦ φώναξαν «ἄλτ» καὶ σταμάτησε. Ἔκανε ν᾽ ἀντι σταθῇ, ἀλλ᾽ αὐτοὶ τὸν χτύπησαν, κι ἀφοῦ τοῦ πῆραν ὅ,τι εἶχε πάνω του τὸν ἄφησαν πληγωμένο ἐκεῖ χάμω.Στὴν κατάστασι ποὺ ἦταν ἤθελε βοήθεια.

Σὲ λίγο περνάει ἕνας καβάλλα σὲ ἄλογο. Ἦταν ἱερεὺς τοῦ Ὑψίστου. Ὁ τραυματίας εἶπε μέσα του· Αὐτὸς θὰ μὲ σώσῃ, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶνε… Ἀλλ᾽ αὐτός, ὅταν πλησίασε, ἔρριξε μιὰ ματιά, κέντησε τὸ ζῷο του κι ἀπομακρύνθηκε. Σὲ λίγο περνάει ἄλλος· αὐτὸς ἦταν λευΐτης, εἶχε δηλαδὴ μικρότερο ἱερατικὸ ἀξίωμα, ἦταν ἂς ποῦμε διάκονος. Ὁ τραυματίας περίμενε μήπως αὐτὸς δείξῃ συμπόνια.Ματαίως ὅμως· ἀπομακρύνθηκε κι αὐτὸς ἀδιάφορος.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἄρχισε νὰ βραδιάζῃ. Καὶ νά τώρα φαίνεται κάποιος ἄλλος. Καθὼς ὅμως πλησιάζει, ὁ πληγωμένος τὸν διακρίνει καὶ ψιθυρίζει· Ὤχ, χάθηκα!… Κρύος ἱδρώτας τὸν ἔπιασε· αὐτὸς ποὺ ἐρχόταν ἦταν ἐχθρός, θανάσιμος ἐχθρός. Ἰουδαῖος ὁ τραυματίας,Σαμαρείτης ἐκεῖνος, καὶ μεταξὺ τῶν δύο ἐθνῶν ὑπῆρχε μῖσος ἄσπονδο. Τώρα αὐτὸς θὰ μ᾽ ἀποτελειώσῃ, μονολόγησε, θὰ μοῦ δώσῃ τὴ χαριστικὴ βολή… Ἔγινε λοιπὸν ἔτσι; Ὄχι. Ἀντιθέ τως· ὁ Σαμαρείτης σταμάτη σε, κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἄλογο
καὶ τοῦ προσέφερε τὶς πρῶτες βοήθειες· τὸν ἔπλυνε μὲ κρασὶ καὶ τὸν ἄλειψε μὲ λάδι ποὺ εἶχε μαζί του, ἔδεσε τὶς πληγὲς μὲ προχείρους ἐπιδέσμους (ποὺ θὰ ἔκανε σχίζοντας ἴσως τὸ πουκάμισό του), μ᾽ ἕνα λόγο τὸν νοσήλευσε.
Μετὰ τὸν σήκωσε στὸν ὦμο, τὸν ἀνέβα σε στὸ ἄλογό του, ἔγινε ἀγωγιά της, καὶ τὸν ὡδήγησε σ᾿ ἕναπανδοχεῖο, σ᾿ ἕνα χάνι. Ἐκεῖ κάθησε ὅλη τὴ νύχτα στὸ προσκέφαλό του καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε. Καὶ τὸ πρωὶ φώναξε τὸν ξενοδόχο καὶ τοῦ λέει· Περιποιήσου τον, κι ὅ,τι ξοδέψῃς, θὰ γυρίσω ἐγὼ νὰ σ᾽ τὰ πληρώσω.
Τί βλέπουμε ἐδῶ; Ἕνα τραυματία, ποὺ εἶχε ἀνάγκη ἐπειγούσης βοηθείας, κι ἀπέναντί του τρεῖς ἀνθρώπους· ἀπὸ αὐτοὺς οἱ δύο πέρασαν ἀδιάφοροι, ἐνῷ ὁ τρίτος, παρ᾽ ὅλο ὅτι ἀνῆκε στοὺς ἐ χθρούς του, ἔδειξε σπλάχνα οἰκτιρμῶν, ἐλέ η σε, βοήθησε καὶ ἔσωσε τὸν τραυματία. Ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ«Σαμαρείτης»,ποὺ κατέβηκε ὄχι ἀπὸ τὸ ζῷο του ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἐδῶ στὴ γῆ; Ὤ μυστήριο, ὤ θαῦμα ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ἄλλο! εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων»(Α΄ Τιμ. 6,15). Καὶ οἱ ἄνθρωποι - οἱ Ἰ ουδαῖοι, κοντὰ στὰ ἄλλα παρωνύμια - παρατσούκλια ποὺ τοῦ ἔδωσαν, τὸν ὠνόμασαν καὶ Σαμαρείτη, γιὰ νὰ τὸν περιφρονήσουν. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο.
Κανείς μὰ κανείς ἄλλος μέσα στοὺς αἰῶνες δὲν ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο ὅπως ὁ Χριστός. Λέει πὼς σ᾿ ἀγαπάει ἡ γυναίκα σου – ψέματα σοῦ λέει· λένε ὅτι σ᾿ ἀγαποῦν τὰ παιδιά σου – ψέματα λένε· λένε ὅτι σ᾿ ἀγαποῦν οἱ φίλοι σου – ψέματα. Θά ᾿ρθῃ ὥρα ποὺ θὰ σ᾿ ἀφήσουν ὁλομόναχο. Ἕνας μόνο θὰ μείνῃ κοντά σου, κι αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ καλὸς Σαμαρείτης, ποὺ προσφέρει τὴ βοήθειά του σὲ κάθε πονεμένο.
Πέρασαν ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Κύριος εἴκοσι αἰῶνες, ἀλλ᾽ αὐτὴ ἡ παραβολὴ παραμένει ἐπίκαιρη. Μιλάει ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν του ὄχι μόνο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀλλὰ καὶ τὴ σημερινή. Ὅπως τότε ὑπῆρχαν δυστυχισμένοι ποὺ ζητοῦσαν βοήθεια, ἔτσι καὶ σήμερα ἀναρίθμητοι ἄν θρω ποι εἶνε κι αὐτοὶ τραυματισμένοι καὶ ζητοῦν βοήθεια. Εἶνε φτωχοί, ποὺ δὲν ἔχουν ἕ να κομμάτι ψωμί· εἶνε γυμνοί, ποὺ δὲν ἔχουν ροῦχο νὰ σκεπαστοῦν· εἶνε ἄστεγοι, ποὺ δὲν ἔ χουν καλύβα νὰ στεγαστοῦν· εἶνε χῆρες καὶ ὀρφανά, ποὺ ζητοῦν προστασία· εἶνε ἄρρωστοι, ποὺ βογγᾶνε πάνω στὰ κρεβάτια καὶ δὲν ἔχουν οὔτε γιατρὸ οὔτε φάρμακα· εἶνε νέοι ἄνεργοι, ποὺ χτυποῦν πόρτες καὶ κανείς δὲν τοὺς μισθώνει· εἶνε πρόσφυγες, ποὺ περιπλανῶνται ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ· εἶνε… Τί ζητοῦν ὅλοι αὐτοί;
«Βοήθεια!» φωνάζουν. Ἀκόμα καὶ στὴν Ἀμερική, ποὺ θεωρεῖται τὸ πλουσιώτερο κράτος,κοντὰ στοὺς οὐρανοξύστες ὑπάρχουν φτωχοὶ ποὺ στεροῦνται καὶ τὰ ἀναγκαῖα. Καὶ στὴ ῾Ρωσία, ποὺ οἱ κυβερνῆτες της κάποτε ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ σβήσουν τὴ δυστυχία, βλέπουμε ὅ τι κ᾽ ἐκεῖ ὑπάρχουν φτωχοί. Πεῖνα λοιπὸν στὴν Ἀμερική, πεῖνα στὴ ῾Ρωσία. Πεῖνα πρὸ παντὸς – ποῦ; Στὴν Ἀσία καὶ τὴν Ἀφρική· ἐκεῖ πεθαίνουν κάθε μέρα παιδιὰ σὰν τὶς μῦγες!
Δὲν ὑπάρχουν ἆραγε τρόφιμα; Ὑπάρχουν. Ὑπάρχουν ἀποθῆκες καὶ ψυγεῖα μὲ ἑκατομμύρια τόννους σιτάρι, γάλα, κρέατα καὶ κονσέρβες, βουνὰ ὁλόκληρα ἀπὸ βούτυρο. Καὶ ὅμως οὔτε σπυρὶ οὔτε σταγόνα δὲν προσφέρεται γιὰ τοὺς πεινασμένους τοῦ πλανήτου.
Ἄσπλαχνη κοινωνία. Προτιμοῦν νὰ τὰ κάψουν, νὰ τὰ ῥίξουν στὰ ποτάμια, ἐνῷ μποροῦν τόσο πολλὰ νὰ κάνουν. Μὴν πᾶμε ὅμως μακριά· καὶ ἡ δική μας χώρα, ποὺ ἦταν κάποτε φτωχή, σήμερα δὲν εἶνε· δόξα τῷ Θεῷ εἶνε αὐτάρκης. Τί κάνουμε λοιπόν; Οὔτε ἕνα τόννο δὲν δίνουμε· ποὺ ἔπρεπε νὰ φορτώσουμε καράβια μὲ τὴν ἑλληνικὴ σημαία καὶ νὰ πᾶμε ἐκεῖ νὰ δώσουμε τὴ μάχη ἐναντίον τῆς πείνας, τῆς φτώχειας καὶ τῆς δυστυχίας, καὶ νὰ δοξάσουν οἱ ἰθαγενεῖς τὸ Θεὸ ποὺ ἐπὶ τέλους μιὰ μικρὴ χριστιανικὴ χώρα τοὺς σπλαχνίστηκε. Ἀλλὰ τί κάνουμε· ἀνοίγουμε κ᾽ ἐμεῖς χωματερὲς καὶ θάβουμε ἐκλεκτὰ προϊόντα.
Κάποτε ὁ τόπος αὐτὸς γεννοῦσε μεγάλους εὐεργέτες. Τὸ οὐράνιο αὐτὸ εἶδος δὲ φυτρώνει πλέον στὰ βράχια μας. Κάποτε παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος ἔφευγαν πάμπτωχα, μόνο μὲ τὴν εὐχὴ τῶν γονέων τους, πήγαιναν μακριὰ στὰ ξένα, κ᾽ ἐκεῖ μὲ σκληρὴ δουλειὰ δημιουργοῦσαν μεγάλες περιουσίες. Καὶ προτοῦ νὰ πεθάνουν, ἄφηναν ὅλα τους τὰ ὑπάρχοντα στὸ γένος.
Ἔτσι ἡ πατρίδα μας, ἰδίως ἡ Ἀθήνα, εἶνε γεμάτη ἀπὸ ἱδρύματα τέτοιων εὐεργετῶν.Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Γεώργιος Ἀβέρωφ, φτωχὸ παιδί, ἔφυγε ξυπόλητο ἀπὸ τὸ Μέτσοβο μὲ τὴν εὐχὴ τῆς μάνας του. Πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ἐργάστηκε, κοπίασε τριάντα χρόνια κι ἀπέκτησε πλοῦτο. Καὶ τί τὸν ἔκανε; Γιὰ τὸν ἑ αυτό του δὲν κράτησε οὔτε μία λίρα· πέθανε φτωχός. Ὅλα τά ᾽δωσε γιὰ τὴν Ἑλλάδα! Καὶ μ᾽ ἐκεῖνα τὰ χρήματα ἡ μικρὴ πατρίδα μας, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἔ φτειαξε τὸ θωρηκτὸ «Ἀβέρωφ»,τὸ θρυλικὸ πολεμικὸ καράβι μὲ τὸ ὁποῖο μαντρώσαμε στὰ Δαρ δανέλλια τὸν τουρκικὸ στόλο.
Ποῦ σήμερα τέτοιοι εὐεργέτες; Στυγνοὶ ἀπέναντι στὴ δυστυχία. Σ᾿ ἕνα χωριὸ βγῆκε ὁ παπᾶς ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι σὲ ἡμέρα ἐράνου γιὰ φιλανθρωπικὸ σκοπό. Τί μάζεψε; οὔτε ἕνα χιλιά ρικο. Λυπημένος μοῦ ἀνέφερε στὸ τηλέφω νο·
Δυστυχῶς ὁ ἔρανος ἀπέτυχε. Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ ἦρθαν μουσικὰ συγ κροτήματα ἀπὸμακριὰ μὲ τραγουδίστριες, ἔστησαν ἐξέδρα στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ, καὶ τραγουδοῦσαν ἀπὸ δύσι τοῦ ἡλίου ὣς τὸ πρωί. Καὶ γέροι ἀκόμα ἀσπρομάλληδες γλεντοῦσαν καὶ ὠρ γίαζαν μαζὶ μὲ τοὺς νέους. Καὶ πόσα μάζεψαν οἱ νυχτερίδες τῆς ἡδονῆς; Ὁ παπᾶς ἕνα χιλιάρικο, αὐτὲς τριακόσες χιλιάδες. Ὦ Θεέ μου, ὅλα γιὰ τὸ διάβολο· τίποτα γιὰ τὸ Χριστό, τίποτα γιὰ τὸν πλησίον!
Θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεός. Ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία ποιά εἶνε; Εἶνε καὶ ἡ πορνεία, καὶ ἡ μοιχεία, καὶ ἡ βλασφημία· ἀλλὰ χειρότερη εἶνε ἡ ἀσπλαχνία, τὸ νὰ στέκεσαι ἀδιάφορος. Τυφλοὶ ὅσοι δὲ βλέπουν τὴ δυστυχία, κουφοὶ ὅσοι δὲ συγκινοῦνται ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Ἂς ξερριζώσουμε, ἀδελφοί μου, ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας τὴν ἀσπλαχνία. Ἄνθρωπος ποὺ δὲν πονάει τὸν ἄλλο δὲν εἶνε Χριστιανός. Ἡ κυριώτερη ἐντολὴ τοῦ εὐαγγελίου εἶνε ἡ ἀγάπη· εἶνε τὸ ὀξυγόνο τῆς ἀνθρωπότητος.
Αὐτὴ νὰ καλλιεργήσουμε μιμούμενοι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἂς σκορποῦμε τὸ καλό. Ἐκεῖνο ποὺ σοῦ περισσεύει δὲν εἶνε γιὰ τσιγάρο, γιὰ οὖζο, γιὰ τόσα ἄλλα περιττὰ καὶ ἁμαρτωλά· «εἶνε τῆς χῆρας, τοῦ ὀρφανοῦ καὶ μὴν τὸ σπαταλᾶτε». Γιατὶ «τὸν ἄσπλαχνο, μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός».
Γι᾽ αὐτό, ὅταν γίνεται ἔρανος τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ σπεύδουμε πρόθυμα. Ἐκεῖ ἀξίζει νὰ σημειώνωνται τὰ ρεκόρ, καὶ ὄχι τόσο στὰ διάφορα ἀθλήματα καὶ τὶς διασκεδάσεις. Νὰ εἴμαστε πρῶτοι στὴ φιλανθρωπία, πρὸς δόξαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας˙ ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης - Ἀμυνταίου τὴν 11-11-1984

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου