Τελείωσα με τα πράγματα στο σπίτι του «δύσκολου πελάτη» για να μπορέσει να το κατοικήσει το Σαββατοκύριακο. Είχα αργήσει για να προλάβω την Εσπερινή Λειτουργία, έτσι αντί για εκεί, αποφάσισα να πάω στον προμηθευτικό σταθμό να πάρω πράγματα που χρειαζόμουν για το Σαββατοκύριακο.
Καθώς στάθμευα το φορτηγό μου πρόσεξα – ανάμεσα στα δώδεκα ή περισσότερα άτομα που φόρτωναν τα αυτοκίνητά τους με πράγματα – μια νεαρή κοπέλλα με μωρό στην αγκαλιά της να περιφέρεται εδώ και εκεί ανάμεσα στα σταθμευμένα αυτοκίνητα. Την πέρασα για άλλο ένα πελάτη που έψαχνε για το αμάξι της.
Στάθμευσα το δικό μου φορτηγό, και ακούω πίσω μου καθώς έβγαινα μια πνιγμένη φωνή: «Κύριος… Κύριος…..»
Γυρνάω να δω, και είναι η κοπέλλα.
Είναι λεπτή, μικροκαμωμένη, ίσως 1 και 50 σε μπόϊ, και μοιάζει να είναι δεκαπέντε ετών, αλλά το πρόσωπό της έχει όψη ταλαιπωρημένη και στραπατσαρισμένη, μιας μεγαλύτερης ηλικίας. Τα μάτια της είναι ένα ατσάλινο γαλάζιο και γυαλίζουν. Η κακοβαλμένη μάσκαρα έχει γίνει μουντζούρα. Η μύτη, το ένα φρύδι και το πάνω χείλι είναι τρυπημένα, και καθώς σκουπίζει το μάτι της με την ανάποδη του καρπού της, παρατηρώ πως έχει τατουάζ πάνω στο χέρι της, στον καρπό και πιο πάνω προς το μπράτσο.
Κρατάει ένα μωρό, πιθανόν ενός έτους. Η μυτούλα του έχει μια κρούστα από ξεραμένη μύξα. Στα μπρατσάκια του είναι τυπωμένα διάφορα «παιδικά τατουάζ», από εκείνα που δίνουν τα μηχανάκια που πουλάνε τσιχλόφουσκες. Χρειαζόταν ένα μπάνιο το μικρό, αλλά δεν ήταν τόσο βρώμικο ώστε να μοιάζει εγκαταλελειμμένο. Τον σηκώνει και τον εναποθέτει πάνω στον γοφό της με το αριστερό της χέρι, καθώς σκουπίζει με το δεξί το μάτι της.
«Κύριος…», μου λέει με πνιγμένη φωνή. «Σας παρακαλώ….»
Σκύβω προς το μέρος της και βάζω το χέρι μου γύρω από τον ώμο της.
«Ηρέμησε γλυκειά μου» της λέω. «Τι σου συμβαίνει;»
«Μόλις μετακομίσαμε εδώ από την επαρχία. Αν δεν βρω 38 Ευρώ σε δέκα λεπτά, αυτοί θα πετάξουν όλα τα πράγματά μου στο πεζοδρόμιο.»
«Ποιοί είναι οι ‘αυτοί’;»
«Το Πανδοχείο Έξι εκεί πέρα…» μου δείχνει με το χέρι, στην απέναντι μεριά της λεωφόρου.
Μίλησα λιγάκι μαζί της. Είναι μόνη, χωρίς φίλο, σύζυγο, ή οικογένεια. Την ρωτάω πώς το ταΐζει το μωρό και μου λέει με τα γραμματόσημα-δώρο των σούπερ-μάρκετ.
«Και τί θα κάνεις αύριο;»
«Δεν ξέρω»
«Πες μου το όνομά σου»
«Σίντυ»
«Σε ποιο δωμάτιο μένεις στο πανδοχείο, ώστε αν βρω κάποιον να σε βοηθήσει, να μπορέσω να σε βρω…»
Με κοιτάζει. Παρατηρώ ένα βλέμμα-αστραπή ενός «περπατημένου» ανθρώπου που υποψιάζεται τα πάντα. Μετά μου λέει «238».
Της βάζω 40 Ευρώ στο χέρι. Αρχίζει να κλαίει.
«Σας ευχαριστώ κύριε… σας ευχαριστώ… Δεν θέλω να φανώ αγενής, αλλά πρέπει να φύγω τώρα αμέσως, επειδή πετάνε έξω τα πράγματά μου.»
Αρπάζει πάνω της το μωρό και φεύγει τρέχοντας προς το πανδοχείο. Εγώ γύρισα προς την άλλη κατεύθυνση και μπήκα μέσα στον προμηθευτικό σταθμό, χωρίς να κοιτάξω πίσω.
Δεν θέλω να ξέρω αν όντως πήγε στο Πανδοχείο Έξι ή όχι. Δεν θέλω να ξέρω αν πλήρωσε για μία διανυκτέρευση για τον εαυτό της και το μωρό, ή αν αγόρασε μια δόση φτηνού ναρκωτικού για τον εαυτό της. Δεν θέλω να ξέρω αν έπεσα θύμα μιας ομάδας γύφτων ή αν εξαπατήθηκα από ένα κορίτσι που μάθαινε τις τεχνικές επαιτείας.
Το μόνο που θέλω να μάθω σήμερα είναι το τι σημαίνει να αγαπά κανείς χωρίς κυνισμό, το να αγαπά και αυτούς που σε εξαπατούν, σε απορρίπτουν και σε σκοτώνουν… το να δίνεις, χωρίς την προσδοκία της αμοιβής ή ανταπόδοσης… το να βλέπεις την εικόνα του Θεού κάτω από τις ουλές και τα σημάδια της ανθρώπινης αδυναμίας και ματαιότητας…
Θέλω να ξέρω τι σημαίνει να ελπίζεις.
Αν μπορώ να τα αποκτήσω όλα αυτά με σαράντα Ευρώ, τότε εγώ είμαι εκείνος που ευεργετήθηκε…
Του υποδιακόνου Στήβεν Ρόμπινσον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου