Υπό Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης
ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ Π. ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΟΥ
Θεός ο Υιός
Μέσα στη Θεία Ουσία ο Υιός διακρίνεται από τον Πατέρα ως ξεχωριστή Υπόσταση ή Πρόσωπο[1]. Παρ’ όλο που ο Υιός παραμένει αδιαίρετος και αχώριστος από τον Πατέρα, είναι ένα μαζί Του με τέτοιο τρόπο που είναι αδύνατον οι δύο να υπάρχουν χωριστά ο ένας από τον άλλον, το να είναι δύο ξεχωριστοί θεοί. Ο Υιός διαφοροποιείται από τους «υιούς του Θεού» ως ο Μονογενής Υιός, ο Οποίος γεννάται χωρίς αρχή από την Ουσία του Θεού Πατέρα και δεν δημιουργείται, όπως όλα τα άλλα δημιουργήματα. Ο Υιός δεν είναι «υιός» με την σημασία του όρου που χρησιμοποιείται στην Παλαιά Διαθήκη σχετικά με τον λαό του Ισραήλ, που ονομάζετο από τον Θεό «υἱὸς πρωτότοκός μου Ἰσραήλ»[2]. Ούτε συγκρίνεται με τους Αγγέλους, ή τον Αδάμ, ή τους ειρηνοποιούς στην Καινή Διαθήκη, οι οποίοι, με το να μιμούνται την Αγαθότητα και Καλωσύνη του Θεού Πατέρα, καλούνται «υιοί Θεού»[3].
Ο Υιός είναι από την ίδια Ουσία και γεννάται από τον Πατέρα πριν από κάθε χρόνο και χωρίς αρχή, όπως ο ίδιος τονίζει: «’Εγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι»[4] και ότι «πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι»[5]. Χρησιμοποιώντας το ρήμα «γενέσθαι» ο Χριστός δήλωνε ότι ο Αβραάμ ήταν θνητός και είχε δημιουργηθεί σε χρόνο, αλλά για τον Εαυτόν Του χρησιμοποιεί τον όρο «ἐγώ εἰμι», για να δηλώσει την συνεχή Ύπαρξή Του και ότι είναι ελεύθερος από κάθε έννοια χρόνου[6].
Ο Υιός δεν έλαβε την ύπαρξη Του μέσα σε χρόνο, όπως όλη η υπόλοιπη Δημιουργία που έχει περιορισμένη φύση. Γεννήθηκε πριν από κάθε χρόνο από τον Πατέρα και έχει την ίδια Φύση και Ουσία μ’ Αυτόν, ως ο Μονογενής της Ουσίας του Πατέρα. Επομένως, ο Υιός ως Άπειρος και Ίσος με την Φύση του Πατέρα, τολμά να διακηρύξει: «Οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι»[7]. Αυτή η μαρτυρία αποκαλύπτει την ισότητα του Υιού προς τον Πατέρα Του, επειδή, εάν έχουν ίση γνώση ο ένας για τον άλλον, πρέπει να είναι ίσοι σ’ όλα[8]. Τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος γνωρίζουν εξ ίσου τα βάθη του άλλου, επειδή είναι ίσοι στη γνώση και είναι της αυτής Ουσίας. Γι’ αυτό τον λόγο, «οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ’ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ. ‘Ο γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα»[9], μη διαφέροντα στη Δύναμη ή Ενέργεια, αλλά, «ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ»[10].
Η ανωτέρα υπόσχεση για την χορήγηση της Ζωής από τον Χριστό είναι βασισμένη στην ισότητα της Εξουσίας και στην κοινή Φύση, και δόθηκε από τον Χριστό στους αγίους Αποστόλους Του λίγο πριν από τα Άγια Πάθη και Σταύρωσή Του, σύμφωνα με την οποία «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ Πατέρα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ»[11] και «ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱόν, καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα»[12]. Κατά συνέπεια, μετά από την ένδοξο Ανάσταση, όταν ο άγιος Απόστολος Θωμάς είδε τον Αναστάντα Κύριο, αναφώνησε: «Ο Κύριος μου και ο Θεός μου»[13] και ο Χριστός ανταποκρίθηκε λέγοντας, «ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες»[14].
Οι άγιοι Απόστολοι και Μαθητές διακήρυξαν τον Υιό ως Θεό, ίσο προς τον Πατέρα. Ο άγιος Ιωάννης ο Απόστολος και Ευαγγελιστής μας διδάσκει σχετικά με την Ενσάρκωση του Λόγου ότι «εν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος»[15], δεικνύοντας ότι πάντοτε υπήρχε και δεν υπήρχε χρόνος κατά τον οποίον δεν ήταν. Όπου και αν στρέψουμε τις σκέψεις μας, δεν μπορούμε να βρούμε κάποιο χρόνο ή περίοδο ή αιώνα όπου ο Υιός δεν ήταν, διότι πάντοτε «Είναι». «Ο Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν», δεν κρυβόταν μέσα στον Θεό. Ήταν με τον Θεό. Με το να προσθέσει το «καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος», ο Ευαγγελιστής μας βεβαιώνει ότι ο Υιός και Λόγος ήταν πάντοτε Θεός έχοντας την δική Του Υπόσταση, προερχόμενος από την ιδίαν Ουσία και Φύση, όπως του Πατέρα.[16]
Ο άγιος Απόστολος Παύλος μιλά για τον Υιό ως να είναι πάντοτε «ἐν μορφῇ Θεοῦ»[17] και ως ταυτόσημη ζώσα «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου»[18]. Αυτός φέρει τα χαρακτηριστικά του Πατέρα, που δεν είναι νεκρά, αλλά υπάρχουν μέσα στην Ουσία του Θεού διατηρώντας την ταυτόσημη Εικόνα. Γι’ αυτό τον λόγο, δεν δίστασε να ενσαρκωθεί και, αναλαμβάνοντας την ανθρώπινή μας φύση, «ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ»[19]. Ο Υιός συναναστράφηκε ανάμεσά μας[20], επειδή δεν είχε κανένα φόβο να χάσει εκείνο που «Είναι», γιατί «Είναι» από την Φύση Του Θεός ίσος προς τον Πατέρα. Γενόμενος άνθρωπος, δεν έχασε την Θεότητά Του, ούτε οι δύο Φύσεις, Θεία και ανθρώπινη, συγχίστηκαν ή αναμείχθηκαν. Κατ’ ακολουθία, παραμένει ο μοναδικός Θεάνθρωπος. Γι’ αυτό, ο άγιος Απόστολος Παύλος αναφερόμενος στη Θυσία του Υιού γράφει: «Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ»[21].
Στην προς Εβραίους Επιστολή διακηρύσσεται ότι ο Ενσαρκωθείς Υιός, «ὃς ὢν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ, φέρων τε τὰ πάντα τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ, δι’ ἑαυτοῦ καθαρισμὸν ποιησάμενος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης ἐν ὑψηλοῖς»[22], είναι Φως εκ Φωτός, αχώριστος από τον Πατέρα και σχετίζεται προς Αυτόν, όπως η λάμψη του φωτός είναι αχώριστη από τον ήλιο. Η σχέση μεταξύ του Πατέρα και του Υιού είναι όμοια με εκείνη της λάμψεως προς τον ήλιο και συνυπάρχει από τη φύση με τη δική της ταυτότητα. Ο Υιός αναφέρεται ως ο«χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως» του Πατέρα, επειδή είναι ο ίδιος κατά πάντα μ’ Εκείνον: Θεός, Κύριος, Παντοδύναμος, Δημιουργός, Παντοκράτωρ και ό,τι χαρακτηρίζει τον Πατέρα[23].
Σύμφωνα μ’ αυτή την πίστη σχετικά με τον Υιό ως ίσος προς τον Πατέρα και ως τέλειος Θεός, ο άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης δίδαξε ότι «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν»[24]. Χρησιμοποιώντας την πρόθεση «διά» ο Ιωάννης δήλωσε όχι κάποια υπηρεσία, αλλά συνεργασία, «ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι· τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται· καὶ αὐτός ἐστι πρὸ πάντων, καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε»[25], ενώ ο ίδιος δεν δημιουργήθηκε, αλλά υπήρχε πριν απ’ όλα, συνυπήρχε προ πάντων των αιώνων μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Η προς Εβραίους Επιστολή ομολογεί τον Υιό να είναι ο Κύριος που δημιούργησε και φέρει «τὰ πάντα τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ»[26]. Γι’ αυτό διακηρύσσεται, «ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος»[27].
Σ’ όλη την Καινή Διαθήκη βρίσκει κανείς πολλά χωρία στα οποία ο Λόγος του Θεού, ο Κύριος και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός, καλείται Θεός. Στο Βιβλίο των Πράξεων, η Εκκλησία καλείται «ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος»[28]. Οπωσδήποτε εδώ φανερώνεται η Θεότητα του Ιησού Χριστού, ο Οποίος ως άνθρωπος χύνει το Αίμα Του πάνω στο Σταυρό για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, αλλά, επειδή η ανθρώπινή Του φύση ήταν υποστατικά ενωμένη με την Θεία Φύση, το Αίμα Του δεν ήταν κοινό ανθρώπινο αίμα, αλλά εκείνο του Θεανθρώπου. Ο άγιος Απόστολος Παύλος, γράφοντας στον Τίτο σχετικά με την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, αναφέρεται στην«μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[29],διακηρύσσοντας τον Χριστό ως τον Τέλειο και Μεγάλο Θεό[30]. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να ισχυριστεί κανείς ότι ο Υιός είναι κατώτερος από τον Πατέρα[31]; Στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο Κύριος διακηρύσεται να είναι «ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας»[32].
Ο Θεοδώρητος Κύρου, ερμηνεύοντας το ανώτερο χωρίο, τόνισε ότι ο άγιος Απόστολος Παύλος αναφερόμενος στην καταγωγή του Χριστού από τους Ιουδαίους «κατά την σάρκα», διακήρυξε ότι είναι ο Αιώνιος Θεός, φανερώνοντας τις δύο Φύσεις του Χριστού, Θεία και ανθρώπινη, που ήταν ενωμένες στη μία Υπόσταση[33]. Ο άγιος Απόστολος Παύλος ομιλώντας για την ανθρώπινη φύση του Χριστού δήλωσε, «ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»[34] και ότι «Θεὸς ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ»[35]. Ο άγιος Ιωάννης ο Απόστολος και Ευαγγελιστής, διακήρυξε τον Χριστό ότι «οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος»[36] και, όπως η ψυχή κατοικεί μέσα στο σώμα, έτσι «καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ Πατέρα, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας»[37].
Στην Καινή Διαθήκη βρίσκομε μερικά χωρία[38] στα οποία ο Υιός φαίνεται να είναι κατώτερος σε σχέση με τον Πατέρα Του, αλλ’ αυτά τα χωρία αναφέρονται μόνον στην ανθρώπινη φύση του Χριστού επειδή έλαβε σάρκα και την ομοιότητα του δούλου. Μέσον της άκρας ταπεινώσεώς Του τράβηξε την προσοχή του Πατέρα να επιβλέψει με έλεος πάνω σ’ όλους τους ανθρώπους και διά της Θυσίας Του πάνω στον Σταυρό, εμείς γινήκαμε αδελφοί Του, επειδή συμμετείχε στη δική μας σάρκα και αίμα[39].
Αυτά τα χωρία είναι τα ακόλουθα:
- Στον Ιωάννη 14:28 ο Χριστός λέγει: «ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστι». Η δήλωση αυτή αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου, επειδή είναι πράγματι κατώτερη σε σχέση με την Θεία Φύση.
- Στον Ιωάννη 5:19 ο Χριστός λέγει: «’Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ’ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ». Αυτό το χωρίο δεν φανερώνει εξάρτηση του Υιού από τον Πατέρα σαν κατώτερος προς Αυτόν, αλλά φανερώνει την απόλυτη ισότητα και αρμονία που επικρατεί στη Θεία Τους Βουλή και Ενέργεια, έχοντας Μία Θέληση, Μία Εξουσία και Μία και την αυτήν ίση Δύναμη. Όταν ο Κύριος λέγει ότι «οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ’ ἑαυτοῦ οὐδέν», φανερώνει ότι είναι ίσος προς τον Πατέρα και ότι και οι δύο έχουν την ίδια Βουλή για όλα τα πράγματα. Επομένως, φαίνεται ότι ο Πατέρας και ο Υιός έχουν ένα Νουν και μία Βουλή για όλα τα πράγματα και, κατά συνέπεια, ο Πατέρας και ο Υιός ενεργούν ως Ένας, εφ’ όσον ο Υιός ό,τι «βλέπῃ τὸν Πατέρα ποιοῦντα …, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ». Ακόμα, η Ουσία του Πατέρα και του Υιού είναι Μία. Οι Ενέργειες και η Ουσία είναι Μία, διότι Μία Ουσία, Μία Δύναμη και Μία Ενέργεια μπορεί να υπάρχει στη Θεότητα του Πατέρα και του Υιού[40].
Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος λέγει ότι … ο Κύριος δεν έκαμε κάτι χωρίς τον Πατέρα, είτε μόνος Του ή δια μέσον των Αποστόλων (διότι ήταν ενωμένος μ’ Εκείνον)[41].
- Στον Ιωάννη 17:3 ο Χριστός λέγει: «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Αυτό το χωρίο δεν αφαιρεί την ισότητα της Θεότητας του Υιού, επειδή η έκφραση «τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν» λέγεται σε αντιδιαστολή προς τους ψευδείς θεούς. Το γεγονός ότι για να κληρονομήσει κανείς την «αιώνιον ζωήν» πρέπει να «γνωρίζουν» όχι μόνον τον Πατέρα, αλλά εξ ίσου και τον Υιό, τον Οποίον έστειλε στον κόσμο, φανερώνει την ισότητα των δύο Προσώπων της Αγίας Τριάδος[42].
- 4. Όταν ο Χριστός αναφέρετο στον Εαυτόν Του ως τον «Υιόν του ανθρώπου»[43] είναι φανερόν ότι τόνιζε την ανθρώπινή Του φύση. Γι’ αυτό, δεν είναι παράλογο, εάν ο Πατέρας εμφανίζεται να παραδίδει «τὴν κρίσιν πᾶσαν τῷ υἱῷ» διότι «υἱὸς ἀνθρώπου ἐστί»[44], ή «ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ»[45]∙ ή Του δίδεται η «ἐξουσία πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον»[46]∙ ή Του δίδεται «πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς»[47] να κρίνει τους ζώντες και τους νεκρούς. Ακόμα, ο όρος «γενόμενος» που χρησιμοποιεί ο άγιος Απόστολος Παύλος αναφέρεται στην μέσα στο χρόνο Ενσάρκωση του Υιού[48].
- Τελικά, όταν ο άγιος Απόστολος Παύλος καλεί τον Χριστό «πρωτότοκον πάσης κτίσεως»[49],διακήρυττει την αλήθεια ότι ο Κύριος δεν δημιουργήθηκε, αλλά γεννήθηκε από τον Πατέρα, επειδή δεν είπε ‘τον πρώτον δημιουργηθέντα’, αλλά «τον πρωτότοκον», όχι γιατί ο Κόσμος σχετίζεται μ’ Αυτόν, αλλά, επειδή γεννήθηκε πριν απ’ όλη τη Δημιουργία[50].
Η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχθηκε την Αλήθεια ότι ο Χριστός είναι Θεός ίσος προς τον Πατέρα από τους αγίους Αποστόλους και οι Αποστολικές τους Διδασκαλίες διατηρήθηκαν μέσα στις διδασκαλίες των Αποστολικών Πατέρων και των επομένων γενεών που επακολούθησαν.
Στη Β΄ προς Κορινθίους Επιστολή του αγίου Κλήμεντος Ρώμης διαβάζομε: Αδελφοί, οφείλομε να σκεπτόμαστε για τον Ιησού Χριστό, όπως κάμνομε για τον Θεό[51].
Ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος λέγει ότι ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού … που είναι ο Λόγος Του που ήρθε σιωπηλά[52]… και … που πριν απ’ όλους τους αιώνες ήταν μαζί με τον Πατέρα και εμφανίστηκε τον τελευταίον καιρό[53]. Γράφοντας στους Ρωμαίους, τους συμβουλεύει να μη επέμβουν και εμποδίσουν το μαρτύριό του, αλλά τους παρακαλεί να τον αφήσουν … να γίνει μιμητής του Θεού του[54]. Στον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης έγραψε: Κατανόησε τους καιρούς. Περίμενε ξαφνικά Εκείνον που είναι πάνω από τον χρόνο· τον αιώνιο, τον αόρατο, που προς χάριν μας έγινε ορατός, τον απερίγραπτο, τον απαθή, που προς χάριν μας υπόφερε, που προς χάριν μας υπόμεινε με κάθε τρόπο[55].
Ο άγιος Ιουστίνος, ο φιλόσοφος και μάρτυς, τόνισε ότι … ο Υιός του Θεού είναι ο μόνος που να καλείται κυρίως Υιός, διότι ο Λόγος πριν από τη Δημιουργία υπήρχε και γεννήθηκε[56]· και μέσα στο χρόνο έγινε άνθρωπος, … που ακόμα το όνομα Ιησούς φανερώνει ότι είναι άνθρωπος και Σωτήρας, ο Οποίος είναι ο πρωτότοκος του Θεού και Θεός[57].
Ο άγιος Ειρηναίος Λουγδούνων διακήρυξε ότι ο τρόπος της γεννήσεως του Υιού είναι «απερίγραπτος». Διακήρυξε τον Υιό να είναι Θεός και Λόγος με τέτοιο τρόπο που κανένας άλλος δεν μπορεί να ονομαστεί, υπάρχει μέσα στον Πατέρα και έχει μαζί Του τον Πατέρα και πάντοτε συνυπάρχει με τον Πατέρα[58].
Παράλληλα με τα πιο πάνω, ο Τερτυλιανός ομολογεί τον Χριστό ως Θεό και Κύριο των πάντων. Είναι Θεός από Θεόν, όπως το φως εκπηγάζει από το φως, έτσι είναι και ο Υιός που γεννήθηκε από την Ουσία του Πατέρα. Τον καλεί … ο σταυρωθείς Θεός, διά του Οποίου εμείς σωθήκαμε διά του Αίματος του Θεού[59].
Ο άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς δίδαξε ότι ο Λόγος είναι ο Μόνος Θεός και άνθρωπος, ο Οποίος ως Δημιουργός έδωσε ζωή στην αρχή και μετά από τον σχηματισμό έγινε ο Διδάσκαλός μας, που μας δίδαξε πώς πρέπει να ζούμε, προσφέροντας σε μας αιώνια Ζωή. Είναι ο Παντοκράτωρ και ο Λόγος, που συγχώρησε τις αμαρτίες μας ως Θεός και που μας οδηγεί ως άνθρωπος να γίνουμε αναμάρτητοι[60].
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, που έλαβε χώρα στη Νίκαια το 325, ερεύνησε την Αγία Γραφή και τη ζώσα Αποστολική Παράδοση της Εκκλησίας πριν διακηρύξει τον Ιησού Χριστό ως … τον Υιό του Θεού, τον Μονογενή του Πατέρα που υπήρχε πριν απ’ όλους τους κόσμους, είναι Φως από Φως, Θεός αληθινός από Θεό αληθινόν, ο Οποίος γεννήθηκε και δεν δημιουργήθηκε, ο Οποίος είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, διά του Οποίου όλα τα πράγματα έγιναν[61].
συνεχίζεται
[1] Μητσοπούλου, Θέματα, σελ. 132-135.
[2] Έξ. 4:22.
[3] Ματθ. 5:9. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί Αγίας Τριάδος, Ομιλία 12, Migne, 75, 205.
[4] Ιωάν. 14:10.
[5] Ιωάν. 8:58.
[6] Ζιγαβηνού, Εις Ιωάννην, Migne, P.G., 129, 1305. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Β΄ Κορινθίους, Migne,P.G., 73, 937. Χρυσοστόμου, Ομιλία 55, § 2, στον Montfaucon, τόμ. 8, σελ. 371.
[7] Ματθ. 11:27. Λουκ. 10:22.
[8] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Λουκάν, Migne, P.G., 72, 672-673. Ζιγαβηνού, Εις Ματθαίον, Migne,P.G., 129, 361.
[9] Ιωάν. 5:19-20.
[10] Ιωάν. 5:21.
[11] Ιωάν. 15:26. Χρυσοστόμου, Ομιλία 77, § 3, στον Montfaucon, τόμ. 8, σελ. 519. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομιλία X, κεφ. 2, Migne, P.G., 74, 420.
[12] Ιωάν. 5:23.
[13] Ιωάν. 20:28.
[14] Ιωάν. 20:29.
[15] Ιωάν. 1:1.
[16] Ζιγαβηνού, Ανώνυμος μετάφρασις των δύο Ωδών της Θεοτόκου και Ζαχαρίου εν Λουκά, Migne, P.G.,129, 1109 και 1112. Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Αρείου και Σαβελλίου, Migne, P.G., 45, 1296. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομιλία I, κεφ. III, Migne 73, 40. Θεοδωρήτου Κύρου, Ομιλία V, κεφ. II, Περί Υιού, Migne,P.G., 83, 452.
[17] Φιλ. 2:6.
[18] Κολ.. 1:15.
[19] Φιλ.. 2:6-8.
[20] Ιωάν. 1:14.
[21] Β΄ Κορινθ. 5:19.
[22] Εβρ. 1:3.
[23] Δαμασκηνού, Εις Εβραίους, IX, Migne, P.G., 95, 932. Γρηγορίου Νύσσης, Περί πίστεως, Migne, P.G.,45, 140. Αθανασίου Αλεξανδρείας, Migne, P.G., 25, 568. Θεοδωρήτου Κύρου, Περί Υιού, Ομιλία V, κεφ. II, Migne, P.G., 83, 452.
[24] Ιωάν. 1:3.
[25] Κολ.. 1:16-17.
[26] Εβρ. 1:3• 10-12.
[27] Εβρ. 1:8.
[28] Πράξεις 20:28.
[29] Τίτ. 2:13.
[30] Οικουμενίου, Εις Τίτ., XII, Migne, P.G., 119, 256.
[31] Χρυσοστόμου, Ομιλία 5 § 2, στον Montfaucon, τόμ. 11, σελ. 824.
[32] Ρωμ. 9:5.
[33] Θεοδωρήτου Κύρου, Προς Ρωμαίους, Migne, P.G., 82, 152.
[34] Κολ.. 2:9.
[35] Β΄ Κορινθ. 5:19.
[36] Α΄ Ιωάν. 5:20.
[37] Ιωάν. 1:14. Οικουμενίου, Εις Κολοσσαείς, VII, Migne, P.G., 119, 33. Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Βιβλίο IV, Επιστολή 166, Migne, P.G., 78, 1256.
[38] Ιωάν. 5:19• 14:28• 17:3
[39] Εβρ. 2:14-15, 17.
[40] Χρυσοστόμου, Ομιλία 38 § 4, στον Montfaucon, τόμ. 8, σελ. 256. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Ιωάννην, Ομιλία II, κεφ. VI, Migne, P.G., 73, 349. Μεγάλου Βασιλείου, Κατά Ευνομίου, Ομιλία IV, Migne,P.G., 29, 676. Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Εις Ιωάννην, Migne, P.G., 123, 1268.
[41] Ιγνατίου, Προς Μαγνησίους, 7, 1, στον Lightfoot, Apostolic Fathers, σελ. 95.
[42] Βασιλείου του Μεγάλου, Κατά Ευνομίου, Ομιλία IV, Migne, P.G., 29, 705. Αθανασίου Αλεξανδρείας,Κατά Αρειανών, Ομιλία II, Migne, P.G., 26, 337.
[43] Ματθ. 8:20• 9:6• 11:19• 12:8, 32,40• 13:37, 41, 55• 16:13, 27, 28• 17:9, 12, 22• 18:11• 19:28• 20:18, 28• 24:27, 30, 37, 39, 44• 25:13, 31• 26:2, 24, 45, 64• 27. Μάρκ. 2:10, 28• 8:31, 38• 9:9, 12, 31• 10:33, 45,• 13:26, 34• 14:21, 41, 62. Λουκ. 5:24• 6:5, 22• 7:34• 9:22, 26, 44, 56, 58• 11:30• 12:8, 10, 40• 15:17:22, 24, 26, 30• 18:8, 31• 19:10• 21:27, 36• 22:22, 48, 69. Ιωάν. 1:51• 3:13, 14• 5:27• 6:27, 53, 62• 8:28• 12:23, 34• 13:31.
[44] Ιωάν. 5:22, 27.
[45] Ιωάν. 5:26.
[46] Ιωάν. 17:2.
[47] Ματθ. 28:18.
[48] Ρωμ. 1:3. Γαλ. 4:4. Εβρ. 1:5.
[49] Κολ.. 1:15.
[50] Αθανασίου Αλεξανδρείας, Έκθεσις πίστεως, Migne, P.G., 25, 205. Χρυσοστόμου, Ομιλία 3 § 2, στον Montfaucon, τόμ. 11, σελ. 398. Θεοδωρήτου Κύρου, Εις Κολασσαείς, κεφ. VII, Migne, P.G., 82, 597.
[51] Κλήμεντος Ρώμης, Β΄ Κορινθίους, 1, 1, στον Lightfoot, Apostolic Fathers, σελ. 68.
[52] Ιγνατίου, Προς Μαγνησίους, 8, 2, στον Lightfoot, Apostolic Fathers, σελ. 95.
[53] Ένθ’ ανωτέρω, Προς Μαγνησίους, 6, 1, στον Lightfoot, Apostolic Fathers, σελ. 94-95.
[54] Ένθ’ ανωτέρω, Προς Ρωμαίους, 6, 3, στον Lightfoot, Apostolic Fathers, σελ. 104.
[55] Ένθ’ ανωτέρω, Προς Πολύκαρπον, 3, 2, στον Lightfoot, Apostolic Fathers, σελ. 116.
[56] Ιουστίνου, Β΄ Απολογητικός, 6, 4, στη B, τόμ. 3, σελ. 203.
[57] Ένθ’ ανωτέρω, Α΄ Απολογητικός, 23, 2 και 63, στη B, τόμ. 3, σελ. 173 και 196.
[58] Ειρηναίου, Πανάριον, βιβλίο II, κεφ. 25, § 3• κεφ. 28, § 6 και κεφ. 30, § 9• βιβλίο III, κεφ. 6, § 2, Migne, P.G., 7, 799, 809, 860 και 822. Του ιδίου, στον Χατζηεφραιμίδη, σελ. 164, 170-171, 178-179, 197.
[59] Τερτυλιανού, Adversus Judaeos, 7, migne, P.L., 2, 651. Του ιδίου, Adversus Praxeam, 4, migne, P.L., 2, 182. Του ιδίου, Adversus Marcionem, II, migne, P.L., 2, 345. Του ιδίου, Adversus Uxor, II, 3, migne, P.L., 1, 1405.
[60] Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Προτρεπτικός, I, 7• Παιδαγωγός, Ι, 3• ΙΙΙ, 1, στη B, τόμ. 7, σελ. 20, 21, 83, 190 και 207.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου