«Των λυπηρών επαγωγαί χειμάζουσι την ταπεινήν μου ψυχήν· και συμφορών νέφη, την εμήν καλύπτουσι, καρδίαν Θεονύμφευτε· αλλ’ η Φως τετοκυία, το θείον και προαιώνιον, λάμψον μοι το φως το χαρμόσυνον».
Τα κύματα των λυπηρών καλύπτουν την ταπεινή μου
ψυχή και τα σύννεφα των συμφορών σκεπάζουν την
καρδιά μου, Θεονύμφευτε· αλλά εσύ που γέννησες το
θείο και προαιώνιο φως (το Χριστό), λάμψε στην
καρδιά μου το φώς το χαρμόσυνο.
Μια πολύ συγκινητική περιγραφή των θλιβερών περιστάσεων του βίου, που λίγο-πολύ είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους. Τα λυπηρά (οι λύπες) σαν κύματα αγριεμένα και πελώρια κτυπούν και σχεδόν καταποντίζουν τις ψυχές των ανθρώπων, οι οποίες απειλούνται με θλιβερό ναυάγιο. Παράλληλα οι κάθε είδους συμφορές, σαν νέφη πυκνά και σκοτεινά πνίγουν τις καρδιές τους, αφανίζοντας κάθε αισιοδοξία. Η ζωή στενεύει επικίνδυνα, οι όποιοι ορίζοντες αφανίζονται. Η απελπισία και ο φόβος περισφίγγουν τα εξαθλιωμένα πλάσματα. Ανθρώπινη διαφυγή δεν υπάρχει. Η μόνη καταφυγή και ελπίδα σωτηρίας είναι η θεονύμφευτη Κόρη, η οποία έτεκε το θειο και προαιώνιο φως, το Χριστό. Αυτή μόνη, η Μητέρα του ιλαρού φωτός, με τη λάμψη της χάρης του, μπορεί να σκορπίσει στις κουρασμένες ψυχές τη χαρά, να διανοίξει δρόμους και να φουντώσει την ελπίδα, που χάρισε στον κόσμο το λυτρωτικό έργο του Υιού της.
«Νυν πεποιθώς επί την σην κατέφυγον, αντίληψιν κραταιάν, και προς την σην σκέπην, ολοψύχως έδραμον, και γόνυ κλίνω Δέσποινα, και θρηνώ και στενάζω, μη με παρίδης τον άθλιον, των χριστιανών καταφύγιον».
Έχοντας τώρα πεποίθηση κατέφυγα στη δική σου μεγάλη βοήθεια και έτρεξα ολόψυχα στην προστασία σου και γονατίζω Δέσποινα και θρηνώ και στενάζω, μη με παραβλέψεις τον άθλιο, εσύ που είσαι των χριστιανών το καταφύγιο.
Και εδώ το «γόνυ κλίνω» πρέπει να το εννοήσουμε στα σωστά δογματικά πλαίσια. Δεν γονατίζουμε μπροστά στη Θεοτόκο, όπως γονατίζουμε μπροστά στον άπειρο Θεό. Στο Θεό γονατίζουμε λατρευτικά, γιατί είναι ο δημιουργός των όλων και σωτήρας μας· ενώ στην άχραντη Μητέρα του γονατίζουμε σχετικά, απονέμοντας σ’ αυτήν κατά σχέση τιμή. Είναι η δούλη του Θεού, η οποία με την παρρησία και τη χάρη της διακονεί τη σωτηρία που ενήργησε ο Υιός της και με την γεμάτη δόξα πνευματική ομορφιά της στολίζει το νυμφώνα της θείας βασιλείας. Τιμούμε τη Θεοτόκο και τη σεβόμαστε, έκτος από το μητροπάρθενο κλέος της και γιατί είναι η στοργική Μάνα μας, η ελπίδα και η κραταιά μας βοήθεια.
«Καταιγίς με χειμάζει των συμφορών Δέσποινα, και των λυπηρών τρικυμίαι καταποντίζουσιν· αλλά προφθάσασα, χείρα μοι δος βοηθείας, η θερμή αντίληψις και προστασία μου».
Καταιγίδα των συμφορών με ταλαιπωρεί Δέσποινα, και οι τρικυμίες των λυπηρών με καταποντίζουν αλλά προφθάσασα, δος μου χέρι βοηθείας, η θερμή αντίληψη και προστασία μου.
Το τροπάριο μάς θυμίζει κάποιο περιστατικό που αναφέρουν τα Ευαγγέλια. Μετά τη διατροφή των πεντακισχιλίων, οι μαθητές του Χριστού μπήκαν σε ένα πλοιάριο για να περάσουν στην αντίπερα όχθη της θάλασσας. Στο μέσο της διαδρομής φύσηξαν άνεμοι και σήκωσαν κύματα. Το πλοιάριο κινδύνευε να καταποντιστεί. Οι μαθητές, αν και πεπειραμένοι ψαράδες, φοβήθηκαν την αγριάδα των υγρών στοιχείων της φύσεως. Ο Κύριος που βρισκόταν ακόμη στο όρος είδε τη δεινή τους περίσταση και, περπατώντας πάνω στα κύματα, τους πλησίασε για να τους καθησυχάσει. Φοβήθηκαν όμως όταν τον είδαν οι μαθητές. Νόμισαν ότι έβλεπαν φάντασμα. Εκείνος τους μίλησε για να τους ηρεμήσει. Ο Πέτρος τότε του φώναξε: αν είσαι πραγματικά ο Διδάσκαλος, πες μου να πέσω στη θάλασσα και να έρθω κοντά σου. Κι εκείνος του είπε, έλα. Ο Πέτρος έπεσε στη θάλασσα και περπατούσε πάνω στα κύματα. Σε κάποια στιγμή όμως φοβήθηκε τον άνεμο και τα κύματα και άρχισε να καταποντίζεται. Τότε φώναξε στο Διδάσκαλο: «Κύριε, σώσε με». Εκείνος του άπλωσε το χέρι και τον ανέβασε σώο στο πλοιάριο, λέγοντάς του: «ολιγόπιστε, εις τί εδίστασας;».
Στο τροπάριο ο πιστός μπαίνει στη θέση του Πέτρου και η Παναγία στη θέση του Κυρίου. Ταλαιπωρούμενος ο πιστός από τις επιθέσεις των αγριεμένων κυμάτων της καθημερινότητας του βίου και απειλούμενος να συντριβεί και να καταποντισθεί, παρακαλεί την Παναγία να του απλώσει το μητρικό χέρι της και να τον σώσει από την κακότητα των περιστάσεων της ζωής και των επιθέσεων των εχθρών της ψυχής του.
«Αληθή Θεοτόκον, ομολογώ Δέσποινα, σε την του θανάτου το κράτος εξαφανίσασαν· ως γαρ φυσίζωος εκ των δεσμών των του Άδου προς ζωήν ανήγαγες εις γην με ρεύσαντα».
Αληθινή Θεοτόκο ομολογώ Δέσποινα, εσένα που εξαφάνισες το κράτος του θανάτου· γιατί σαν πηγή γεμάτη ζωή, και αφού εγώ είχα μπει στο χώμα (με την παρακοή), με σήκωσες από τα δεσμά του άδη (του θανάτου) και με οδήγησες και πάλι στη ζωή.
Και το Τροπάριο αυτό εντάσσει τη Θεομήτορα στο λυτρωτικό έργο του Υιού της. Η Θεοτόκος, σφύζουσα από ζωή, παρουσιάζεται ως εισβάλλουσα στο χώρο των νεκρών, τον άδη, όπου σπάει τα δεσμά των εκεί φυλακισμένων πνευμάτων, τα οποία ελευθερώνει από την κατήφεια της νέκρωσης, και τα οδηγεί στους θαλάμους της ελεύθερης ζωής κοντά στο Θεό. Το έργο αυτό επιτέλεσε ο Χριστός με την κάθοδό του στον άδη. Ο υμνογράφος φαντάζεται τη Θεοτόκο να επιτελεί το ίδιο έργο στα έγκατα του άδη. Φυσικά αυτό δεν έγινε. Στη Θεοτόκο μόνο έμμεσα αποδίδεται το έργο αυτό, γιατί είναι έργο του Υιού της, του οποίου φέρει τη χάρη του λυτρωτικού του αξιώματος. Ο Χριστός είναι αυτός που πατάσσει τον άδη· αλλά φέρεται να τον πατάσσει και η Μητέρα που τον γέννησε. Αυτό το εγγυάται το αξίωμά της ως Θεοτόκου, στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα μεγαλεία της. Στη λαϊκή ευσέβεια της Ορθοδοξίας δεν υπάρχουν προβλήματα, τα οποία ενδεχομένως θα κατόπτευε ο θεολογικός οφθαλμός. Η απλότητα της πίστεως, όταν βεβαίως δεν εκτρέπεται σε υπερβολές και δεισιδαιμονίες, είναι μεγάλη υπόθεση στην πνευματικότητα του σώματος του Χριστού.
(Α. Θεοδώρου, «Χρυσοπλοκώτατε Πύργε» -Μετάφραση και σχολιασμός των Παρακλητικών Κανόνων, εκδ. Αποστ. Διακονίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου