«Και πού λοιπόν άλλην ευρήσω αντίληψιν; πού προσφύγω; πού δε και σωθήσομαι; τίνα θερμήν έξω βοηθόν θλίψεσι του βίου, και ζάλαις οίμοι! κλονούμενος; Εις σε μόνην ελπίζω, και θαρρώ και καυχώμαι και προστρέχω τη σκέπη σου, σώσόν με».
Και πού λοιπόν θα βρω άλλη συμπαράσταση; πού να προσφύγω και πού να σωθώ; Και πού, αλίμονο, θα βρω άλλη θερμή βοηθό, στις θλίψεις και στις ζάλες του βίου, οι οποίες με συγκλονίζουν; Σ’ εσένα μονάχα ελπίζω και θαρρώ και καυχιέμαι και προστρέχω στη σκέπη σου, σώσε με.
Με έντονο θρησκευτικό λυρισμό και με βιώματα αληθινά της πνευματικής ζωής το τροπάριο εκφράζει την αναφορά της ορθόδοξης ψυχής προς τη Μητέρα του Χριστού, το στήριγμα του σώματος της Εκκλησίας. Ο κάλαμος του υμνωδού, παλλόμενος από τη χάρη της Θεοτόκου, δεν αποφεύγει ωστόσο κάποια δόση υπερβολής και μονομέρειας. Όταν λέγει, λ.χ., «εις σε μόνην ελπίζω», η μεσιτεία υπέρ των χειμαζόμενων πιστών δεν γίνεται από μόνη τη Θεομήτορα, αλλά και από όλους τους άλλους Αγίους, οι οποίοι προσεύχονται για τους αδελφούς τους που παλεύουν και θλίβονται στην επί γης στρατευόμενη Εκκλησία. Υπάρχει βεβαίως διαφορά όσον αφορά στο μέγεθος της χάριτος και τη δραστικότητα της μεσιτείας προς το Θεό μεταξύ της Μητέρας του Χριστού και των υπόλοιπων Αγίων. Το ζήτημα όμως αυτό δεν έχει καμιά δογματική σημασία. Αρκεί εμείς να γνωρίζουμε την πραγματική διάσταση του έργου της μεσιτείας προς το Θεό.
«Τον ποταμόν, τον γλυκερόν του ελέους σου, τον πλουσίαις δωρεαίς δροσίσαντα, την παναθλίαν και ταπεινήν, Πάναγνε ψυχήν μου, των συμφορών και των θλίψεων, καμίνω φλογισθείσαν, μεγαλύνω, κηρύττω και προστρέχω τη σκέπη σου, σώσόν με».
Τον γλυκερό ποταμό του ελέους σου Πάναγνη, που με πλούσιες δωρεές έχει δροσίσει τη δυστυχισμένη και ταπεινή μου ψυχή, η οποία έχει φλογισθεί στο καμίνι των συμφορών και των θλίψεων, αυτόν (τον ποταμό) δοξάζω και διαλαλώ, και προστρέχω στη σκέπη σου, σώσε με.
Το πυρωμένο καμίνι στο οποίο είναι ριγμένη η ψυχή του χριστιανού και αλύπητα φλέγεται, μάς θυμίζει το άλλο φοβερότερο καμίνι της Βαβυλώνας, στο οποίο ρίχτηκαν ζωντανοί οι όσιοι Τρεις Παίδες. Με τη διαφορά ότι ενώ στο πρώτο καμίνι είναι μεταφορικώς ριγμένες οι ψυχές των πιστών, οι οποίες φλογίζονται καθημερινά από τις θλίψεις και τις συμφορές του βίου, στο καμίνι της Βαβυλώνας οι όσιοι Παίδες είχαν ριχτεί σε πραγματική φωτιά, επειδή δεν προσκύνησαν την εικόνα του αντίθεου ηγεμόνα. Και στις δυο περιπτώσεις η αγάπη και η χάρη του Θεού έσωσε και σώζει τα δεινώς βασανιζόμενα τέκνα του. Στην υπόθεση αυτή εισέρχεται και η παναγία Μητέρα του Χριστού, η οποία με τη χάρη της σβήνει τη φλόγα και γλυκαίνει τον πόνο των συμφορών σε όσους με πίστη προστρέχουν σ’ αυτήν, ζητώντας ανακούφιση και σωτηρία.
«Σε την αγνήν, σε την Παρθένον και άσπιλον, μόνην φέρω, τείχος απροσμάχητον, καταφυγήν, σκέπην κραταιάν, όπλον σωτηρίας· μη με παρίδης τον άσωτον, ελπίς απηλπισμένων, ασθενών συμμαχία, θλιβομένων χαρά και αντίληψις».
Εσένα μόνη, την αγνή και αψεγάδιαστη Παρθένο έχω σαν τείχος ακαταμάχητο, σαν καταφύγιο, προστασία ισχυρή και όπλο σωτηρίας· μη με παραβλέψεις τον άσωτο, η ελπίδα των απελπισμένων, η συμμαχία των ασθενών, η χαρά των θλιβομένων και η αντίληψη.
Η ορθόδοξη ευσέβεια είναι ανεξάντλητη στο να υμνεί και να μεγαλύνει την άσπιλη και πάλλευκη καθαρότητα της Νύμφης του Θεού, την οποία ανεβάζει πιο πάνω και από τη λαμπρότητα της άυλης φύσης των λειτουργικών του Θεού πνευμάτων. Η Μαρία, ιδιαίτερα μετά τη σύλληψη του Υιού της από το Πνεύμα του Θεού, απόκτησε σχετική αναμαρτησία, μη υποπίπτοντας σε μικρές προσωπικές αμαρτίες. Λέμε σχετική αναμαρτησία, για να την αντιδιαστείλουμε από την απόλυτη και κύρια αναμαρτησία του Χριστού, ο οποίος «αμαρτίαν ουκ εποίησε ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού». Ωστόσο δεν πρέπει να νομίσουμε, ότι η Θεομήτωρ γεννήθηκε χωρίς να φέρει το προπατορικό αμάρτημα. Η «άσπιλος σύλληψις» (έτσι λέγεται το δόγμα αυτό των Ρωμαιοκαθολικών) δεν μπορεί να έχει θέση στα ορθόδοξα μαριολογικά δόγματα, γιατί η ιδέα του δεν υπάρχει στις πηγές της πίστεως μας. Η Μαρία ήταν πραγματικός άνθρωπος, γεννήθηκε κατά τους νόμους της φύσεως και, ως αληθινή απόγονος του Αδάμ «υπέχει τας πατρικάς ευθύνας», δηλαδή κληρονομεί από τον προπάτορα τη φύση του που έπεσε στην αμαρτία. Με τον ευαγγελισμό της από τον άγγελο, το Πνεύμα το άγιο την καθάρισε από το αμάρτημα του προπάτορα. Συνεπώς την αναμαρτησία και την καθαρότητα της Παρθένου δεν πρέπει να την τονίζουμε τόσο, ώστε να καταστρέφουμε τη φυσική και ανθρώπινή της αλήθεια.
«Οι μισούντες με μάτην, βέλεμνα και ξίφη και λάκκον ηυτρέπισαν, και επιζητούσι, το πανάθλιον σώμα σπαράξαι μου, και καταβιβάσαι, προς γην Αγνή επιζητούσιν· αλλ’ εκ τούτων προφθάσασα, σώσόν με».
Αυτοί που με μισούν άδικα, βέλη και ξίφη και λάκκο ετοίμασαν και ζητούν να σπαράξουν το πανάθλιο σώμα μου και να το κατεβάσουν στο χώμα, Αγνή· αλλά προφθάσασα, σώσε με.
Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει το Τροπάριο τη λύσσα των κακών ανθρώπων που εχθρεύονται και κακοποιούν τους ευσεβείς χριστιανούς, μας θυμίζει τα λόγια του Απ. Πέτρου τα οποία παριστάνουν το διάβολο σαν ένα βρυχώμενο λιοντάρι που, κρυμμένο κάπου, ζητάει να βρει κάποιον απρόσεκτο να τον κατασπαράξει. Το σπέρμα του διαβόλου, οι κακοί άνθρωποι, επιχειρούν το ίδιο. Μισούν τους δικαίους και όχι βέβαια μόνο θεωρητικά (μονάχα στη ψυχή τους), αλλά και έμπρακτα ετοιμάζουν όπλα και καταρτίζουν σχέδια για να τους εξοντώσουν. Τους μισούν δωρεάν, δηλαδή χωρίς λόγο, όπως δωρεάν μίσησαν τον Κύριο και τον εξόντωσαν. Ετοιμάζουν βέλη, ακονίζουν ξίφη, σκάβουν λάκκους· σαν μανιασμένα θηρία επιδιώκουν να σπαράξουν το άθλιο σώμα των πιστών και να το χώσουν στη γη (στο χώμα, τον τάφο). Είναι μια φρικτή ιστορική πρακτική, οι κακοί να καταδιώκουν τους καλούς και να προσπαθούν να τους αφανίσουν, από τότε που ο Κάιν σήκωσε το φονικό χέρι του κατά του Άβελ· και από τότε που οι θεοκτόνοι Εβραίοι σταύρωσαν τον ευεργέτη Μεσσία τους. Η ιστορία επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα και μέλλει να κορυφωθεί στους αντίχριστους χρόνους των εσχάτων.
Ο Κύριος όμως, που νίκησε το φθαρμένο κόσμο της αμαρτίας, δεν εγκαταλείπει ποτέ τους δικούς του στη διαβολική μανία των εχθρών τους. Έρχεται βοηθός και αντιλήπτορας των διωκομένων «ένεκεν δικαιοσύνης». Το ίδιο κάνει και η πανάχραντη Μητέρα του, στη χάρη της οποίας προσφεύγουν όλοι οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι.
«Τί σοι δώρον προσάξω, της ευχαριστίας, ανθ’ ώνπερ απήλαυσα, των σων δωρημάτων, και της σης αμετρήτου χρηστότητος; Τοιγαρούν δοξάζω, υμνολογώ, και μεγαλύνω, σου την άφατον προς με συμπάθειαν».
Ποιό ευχαριστήριο δώρο μπορώ να σου προσφέρω για όσα δωρήματα απήλαυσα της αμέτρητης χρηστότητάς σου; (Μη έχοντας τίποτα να προσφέρω) σε δοξάζω, σε υμνολογώ και μεγαλύνω την άφατή σου για μένα συμπάθεια.
Είναι τόσες πολλές και αμέτρητες οι δωρεές και οι ευεργεσίες τις οποίες απολαμβάνει ο πιστός από τον Κύριο και την πανάχραντη Μητέρα του, ώστε απορεί μη έχοντας αντίδοση προς τη δόση του Θεού. Αλήθεια, τί άξιο μπορεί να δώσει το ευτελές και ασθενικό πλάσμα προς τον άπειρο Δεσπότη του σύμπαντος, ο οποίος κυριολεκτικά πνίγει τα πλάσματά του στις παροχές και τα ευεργετήματά του; Ασφαλώς τίποτε. Σε όσες φορές δεν ανταποκρίνεται με αγνωμοσύνη και αχαριστία, το μόνο που μπορεί να προσφέρει ως αντίδωρο είναι ένας δοξολογικός ύμνος, λόγια υμνητικά από το βάθος της καρδιάς του για το Θεό, τον πλάστη και σωτήρα του. Αυτό μπορεί να το κάνει ο αμαρτωλός άνθρωπος, προσφέροντας τον εαυτό του σαν δοξολογική ευχαριστήρια θυσία σ’ εκείνον που τον έπλασε, τον φροντίζει, πέθανε για τη σωτηρία του και άπλωσε γι’ αυτόν στους ουρανούς την άυλη θεία βασιλεία του. Χωρίς αμφιβολία το δοξολογικό στοιχείο είναι το ευγενέστερο και ωραιότερο μέρος κάθε προσευχής.
(Α. Θεοδώρου, «Χρυσοπλοκώτατε Πύργε» -Μετάφραση και σχολιασμός των Παρακλητικών Κανόνων, εκδ. Αποστ. Διακονίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου